Αντιδρούν εκ νέου οι εργαζόμενοι της Εγνατίας Οδού στην επικείμενη παραχώρηση του ομώνυμου εθνικού οδικού άξονα από το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ).

Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του Συλλόγου Εργαζομένων του αυτοκινητόδρομου, «μετά από χρόνια άκαρπων και άστοχων πειραματισμών από τους πολυπληθείς συμβούλους του ΤΑΙΠΕΔ, ζητείται στο παρά πέντε, χωρίς ιδιαίτερη σπουδή και πολύ πιθανόν χωρίς σοβαρή μελέτη, η οριστικοποίηση και η εφαρμογή μεγάλου αριθμού νέων συμβατικών σταθμών διοδίων».
Οι συνδικαλιστές, οι οποίοι επικαλούνται πληροφορίες περί επικείμενης προκήρυξης της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος του ΤΑΙΠΕΔ, σημειώνουν ότι «υπερεκτιμώνται τα ετήσια έξοδα λειτουργίας και βαρειάς συντήρησης του αυτοκινητόδρομου, παρόλο που έμπειρα στελέχη της εταιρείας μας, τα εκτιμούν πολύ χαμηλότερα».
Όπως αναφέρουν, «η εφαρμογή του πρωτοποριακού συστήματος των αναλογικών ηλεκτρονικών διοδίων, όπου ο χρήστης θα πληρώνει μόνο για την απόσταση που διανύει, απεμπολείται με την εσπευσμένη εγκατάσταση των νέων συμβατικών σταθμών και μάλιστα, χωρίς τεκμηριωμένη μελέτη, καθώς απουσιάζει μεταξύ άλλων, η επικαιροποίηση των κυκλοφοριακών δεδομένων της οδού».
Ο παραπάνω σχεδιασμός, συνεχίζει το ΣΕΤΕΟ, «δημιουργεί απλά μία επίφαση αναλογικότητας χρέωσης για τον χρήστη, μόνο και μόνο για να εξασφαλιστούν τα έσοδα του μελλοντικού παραχωρησιούχου και να απαλλαγεί αυτός από τα έξοδα εγκατάστασης του συστήματος των ηλεκτρονικών διοδίων».
Το σωματείο σημειώνει ότι η παραχώρηση του οδικού άξονα «δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση συμφέρουσα προοπτική για το ελληνικό δημόσιο», καθώς οι σημερινοί συμβατικοί σταθμοί διοδίων φέρνουν έσοδα περίπου 60 εκατ. ευρώ, όταν τα ετήσια έξοδα λειτουργίας και ελαφριάς συντήρησης δεν ξεπερνούν τα 30 εκατ. ευρώ.
Η χρηστή διαχείριση του αυτοκινητόδρομου, σχολιάζουν οι συνδικαλιστές, εξασφαλίζει τα έξοδα συντήρησης και λειτουργίας και αποπληρώνει τις μειωμένες πλέον δανειακές υποχρεώσεις, τις οποίες ανέλαβε αποκλειστικά για την ολοκλήρωση της κατασκευής του έργου.
Η διαχείριση του αυτοκινητοδρόμου, συνεχίζουν, μπορεί να αποφέρει σημαντικό πλεόνασμα υπέρ του δημοσίου, με σημερινή χρέωση σημαντικά χαμηλότερη από τους υπόλοιπους αυτοκινητόδρομους της χώρας. «Στην περίπτωση του ιδιώτη επενδυτή, το κόστος για τον χρήστη αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά, χωρίς κανένα άλλο όφελος για την ελληνική οικονομία» εξηγούν.
«Δεν πρέπει να εκχωρηθεί ένας δρόμος που στοίχισε 6,5 δις ευρώ, σε περίοδο μειωμένων εσόδων λόγω οικονομικής κρίσης, διότι το αποτέλεσμα θα είναι να παραχωρηθεί με χαμηλό τίμημα ή ακόμη και χωρίς ουσιαστικό τίμημα» παρατηρούν.
«Αν το ελληνικό δημόσιο επέστρεφε, ως όφειλε, εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ από έργα που έχει επιτυχώς διεκπεραιώσει η εταιρεία και που ποτέ δεν έχει χρηματοδοτηθεί για αυτά, το μικρό πλέον υπόλοιπο χρέους της προς την Τράπεζα, ύψους 165 περίπου εκατομμυρίων, θα είχε ήδη αποπληρωθεί. Ακόμη όμως και έτσι, μετά το πέρας της πενταετίας που απαιτείται για την αποπληρωμή του δανείου, το πλεόνασμα που θα προκύπτει, μπορεί να διατεθεί για επενδύσεις σε έργα υποδομής της χώρας και στη συντήρηση του εναλλακτικού οδικού δικτύου της περιοχής, που σήμερα έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί (π.χ. διέλευση Κατάρας)» καταλήγουν.