Είναι κοινός τόπος ότι η οικονομική κρίση της μετά το 2009 περιόδου συνεχίζει να προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις στο επίπεδο της πολιτικής, της κοινωνίας και της κουλτούρας. Πρόκειται εξάλλου για φαινόμενα που βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη και είναι τόσο καινοφανή που οι περισσότερες πρώιμες αποτιμήσεις μοιάζουν να βρίσκονται ένα βήμα πίσω από την πραγματική ζωή.
Οι πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές επιτρέπουν τη θέαση κάποιων δυναμικών πτυχών της μετάλλαξης του πολιτικού στον καιρό της κρίσης. Η εκλογική άνοδος της νεοναζιστικού εθνικισμού της Χρυσής Αυγής είναι ένα φαινόμενο σε εξέλιξη. Οι πρόσφατες αποκαλύψεις για την οργανωμένη εγκληματική δράση του κόμματος δεν προκαλούν καμία αποστροφή σε έναν αξιοσημείωτο αριθμό ανθρώπων που δεν φαίνεται να «χαλιούνται» από την εικόνα του απατεώνα, εν δυνάμει μαχαιροβγάλτη, πολεμοχαρούς, ημιμαθούς, ρατσιστή, αντισημίτη, συχνά υστερικού υποψηφίου.
Το εκλογικό σώμα επιδεικνύει μια αναπάντεχη εξοικείωση με την ιδέα της διαπλοκής μεταξύ πολιτικής και εγκλήματος, μια εξοικείωση που αποτυπώνεται με τον πιο εύγλωττο τρόπο στην απόκριση: «γιατί, οι άλλοι καλύτεροι είναι;». Η στρατηγική πολιτικής απαξίωσης του εθνικιστικού νεοναζισμού μέσα από την κατάδειξη των εγκληματικών δράσεων μελών της Χρυσής Αυγής απέτυχε καθώς παραγνώρισε το γεγονός ότι ένα αυξανόμενο μέρος των συμπολιτών μας έχει δείξει, πλέον, να μην αποστρέφεται τη διαπλοκή εγκλήματος και πολιτικής. Η σταδιακή απαξίωση της πολιτικής, ως πεδίου διεκδίκησης, προάσπισης του κοινού καλού και διευθέτησης των κοινωνικών ανταγωνισμών, ήταν το αποτέλεσμα μακροχρόνιων διαδικασιών που προηγήθηκαν της κρίσης του 2009.
Οι αυτοδιοικητικές πολιτικές εξελίξεις στις πόλεις του Πειραιά και του Βόλου αποτελούν σαφέστατα παραδείγματα αυτών των μεταλλάξεων και από αυτήν τη σκοπιά θα πρέπει να μας απασχολήσουν ιδιαίτερα. Και στις δύο περιπτώσεις αποτυπώνεται πια με εξαιρετική ευκρίνεια η διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας από το ιστορικά διαμορφωμένο στην Ελλάδα σύμπλεγμα επιχειρηματικών συμφερόντων και ποδοσφαίρου. Η σχέση πολιτικής, ποδοσφαίρου και επιχειρηματικών συγκροτημάτων με πολλές παραφυάδες στον χώρο της άτυπης οικονομίας δεν είναι βέβαια καινούργιο φαινόμενο. Αυτό που αναδεικνύει η πρόσφατη αναμέτρηση, ιδιαίτερα το παράδειγμα του Βόλου, είναι ότι οι πολυμορφικές αυτές συναρθρώσεις δεν χρειάζονται πλέον τη διαμεσολάβηση του πολιτικού κόσμου, αλλά αντίθετα διεκδικούν μια άμεση πρόσβαση στη νομή και στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας.
Οι συγκεκριμένοι υποψήφιοι οργανώνουν τη διεκδίκησή τους όχι γύρω από ένα ένα πρόγραμμα, κάποιες ιδέες, μια συλλογικότητα αλλά ζητούν από το εκλογικό σώμα να εμπιστευθεί την ψήφο του απευθείας σε ένα πρόσωπο του οποίου η «παλικαριά», η «μαγκιά» και η «καπατσοσύνη» αποτελούν εχέγγυα της πολιτικής αξιοπιστίας. Υπόσχονται με εξαιρετική ευχέρεια όσα οι εκλογείς αναπολούν: δουλειές, ανάπτυξη, μεταθέσεις δημοσίων υπαλλήλων, αποσπάσεις εκπαιδευτικών, δημοτική πρόνοια, καθαριότητα, ασφάλεια. Πώς θα γίνουν όλα αυτά; Δεν χρειάζεται να το γνωρίζει αυτό ο εκλογέας, γιατί ο πάτρωνας θα φροντίσει και για αυτόν και για την οικογένειά του. Η ευημερία θα έρθει ως φυσική συνέπεια – αντάλλαγμα της ψήφου. Και μόνο η υπόσχεση μιας, της οποιασδήποτε, θέσης εργασίας αποτελεί αρκετή προϋπόθεση για να δημιουργηθεί ξανά ένα κλίμα προσδοκίας σε πόλεις όπως ο Βόλος όπου το ποσοστό των ανέργων αγγίζει πια το 37%.
Δεν θα ήταν αβάσιμο να υποστηρίξουμε ότι τα πρόσφατα παραδείγματα εισόδου των ποδοσφαιρικών – επιχειρηματικών συγκροτημάτων στην πολιτική αποτελούν μια αναβίωση του παλαιοκομματικού παραδείγματος, που τόσο εύγλωττα απεικόνισε στον κινηματογράφο ο θρυλικός Μαυρογιαλούρος. Δεν πρόκειται για εγχειρήματα αντισυστημικής υπέρβασης αλλά, αντίθετα, για μια αγωνιώδη προσπάθεια του παλαιοκομματικού παραδείγματος και των μεθόδων διεκδίκησης και διαχείρισης της εξουσίας να κρατηθούν ζωντανά μέσα από τη μετάλλαξή τους. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι η πρόχειρη ανάλυση του εκλογικού αποτελέσματος της πρώτης Κυριακής, τουλάχιστον στην περίπτωση του Βόλου, υποδεικνύει τη μαζική μετακίνηση ψηφοφόρων από τα κόμματα του παλαιού δικομματισμού (ΝΔ και ΠαΣοΚ) προς την υποψηφιότητα του κ. Αχιλλέα Μπέου. Τι επιζητούν και από τι έλκονται αυτοί οι ψηφοφόροι, αν όχι από την υπόσχεση και την προσδοκία ότι υπάρχει η δυνατότητα να οδηγηθούν σε ένα απάνεμο λιμάνι όπου τα προνόμια, οι προσβάσεις, τα «μέσα», οι διευκολύνσεις που τους εξασφάλιζαν για πολλές δεκαετίες οι παλαιοκομματικές πατρωνίες που έχουν στον καιρό της κρίσης αποδιαρθρωθεί θα διασφαλισθούν τώρα από έναν νέο και αποτελεσματικότερο εντολοδόχο;
Ιδωμένα ως συστημικά εγχειρήματα επιβίωσης του παλαιοκομματισμού μέσω της μετάλλαξής του, τόσο οι περιπτώσεις των αυτοδιοικητικών εκλογών στον Βόλο και στον Πειραιά όσο και η συνεχιζόμενη άνοδος της Χρυσής Αυγής μπορούν να αντιμετωπισθούν μόνο με πολιτικούς όρους, δηλαδή μέσα από την επεξεργασία πολιτικών λύσεων στα επαχθή προβλήματα της σύγχρονης συγκυρίας.
Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι επίκουρη καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ