Στην διαπίστωση ότι «η ύφεση επιβραδύνεται, η κοινωνική κρίση συνεχίζεται», καταλήγει η τριμηνιαία έκθεση (Ιανουάριος – Μάρτιος 2014) του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στην Βουλή. Τα μέλη της επιστημονικής επιτροπής υπό τον συντονισμό του καθηγητή κ. Π. Λιαργκόβα δεν διστάζουν να δηλώσουν απαισιόδοξα όσον αφορά τις προβλέψεις περί γρήγορης αύξησης των εσόδων και μείωσης της φοροδιαφυγής, ενώ τονίζουν πως ό,τι επιτεύχθηκε ως τώρα (από πλευράς εσόδων) οφείλεται περισσότερο στις αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών και σε νέους φόρους. Επίσης, εκτιμά ότι πρέπει να ξεκινήσει το γρηγορότερο και η διαπραγμάτευση για την διευθέτηση του δημόσιου χρέους, ενώ κρούει τον κώδωνα για την ανεργία επισημαίνοντας ότι «παρά την πρόσφατη οριακή συγκράτησή της, έχει εκτοξευθεί σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από όσο σε άλλες χώρες που εφάρμοσαν παρόμοιες πολιτικές και οι κοινωνικές ανισότητες και η φτώχεια έχουν διογκωθεί».

Αναλυτικότερα, η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού αναφέρει:

· Ύφεση: Το 2013 επιβραδύνθηκε η συνεχής εδώ και έξι χρόνια κατολίσθηση του εθνικού εισοδήματος και ότι είναι πιθανό, μάλιστα, σύμφωνα με την πλειονότητα των προβλέψεων, να καταγραφεί μικρή αύξηση του ΑΕΠ προς το δεύτερο εξάμηνο του 2014 μολονότι η ανεργία θα εξακολουθεί να παραμένει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Όπως τονίζεται όμως «σημειώνουμε εκ προοιμίου ότι δεν σηματοδοτούν το οριστικό τέλος της δύσκολης και γεμάτης εμπόδια πορείας».

· Ανάπτυξη και χρέος: Όσον αφορά τις αισιόδοξες προβλέψεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης επισημαίνεται ότι «αναμφίβολα η αισιοδοξία μπορεί να συμβάλει στη σταθεροποίηση της οικονομίας, αλλά θα έπρεπε να αναθεωρηθούν οι στόχοι για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα διαρκείας». «Σε αυτή τη λογική θα πρέπει να ξεκινήσει το γρηγορότερο και η διαπραγμάτευση για την διευθέτηση του δημόσιου χρέους», τονίζεται καθώς εκτιμάται ότι «υπάρχει ευρύτερη πολιτική συμφωνία παρά τις διαφορές ως προς τη μεθόδευση και την εκτίμηση των διαπραγματευτικών δυνατοτήτων στο θεσμικό περιβάλλον της ΕΕ». «Η συγκυρία στην Ευρώπη είναι ευνοϊκή καθώς φαίνεται ότι επανεξετάζονται εκεί οι αρχικές επιλογές σε θέματα δημοσιονομικής διαχείρισης και χρέους», σημειώνεται.

· Έσοδα – φορολογία: Διαπιστώνεται ότι «είναι ανησυχητική η πορεία των φορολογικών εσόδων (άμεσοι + έμμεσοι φόροι) που υπολείπονται έναντι του στόχου κατά € 0,52 δισ. ή κατά 5,1% στο 1ο τρίμηνο του 2014». «Οι στόχοι αυτοί, αν και έχουν μετριασθεί για την διετία 2014-2015, είναι ιδιαίτερα αισιόδοξοι, ιδίως για την επόμενη περίοδο 2016-2018», τονίζεται. Από την άλλη μεριά, εκτιμάται ότι «η αύξηση των φορολογικών εσόδων θα μπορούσε να προέλθει από την αύξηση των ρυθμών μεγέθυνσης που θα έφερναν περισσότερα φορολογικά έσοδα και από την συστηματικότερη καταπολέμηση της φοροδιαφυγής». Αλλά σημειώνεται ότι: «Η έως τώρα πτώση των εισοδημάτων και οι συνεχείς ανασχεδιασμοί στο φορολογικό σύστημα δεν μας επιτρέπουν κάποια αισιόδοξη πρόβλεψη για γρήγορη αύξηση των εσόδων και μείωση της φοροδιαφυγής». «Άλλωστε ό,τι επιτεύχθηκε έως τώρα από πλευράς εσόδων οφείλεται περισσότερο στις αυξήσεις φορολογικών συντελεστών και σε νέους φόρους παρά στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής», υπογραμμίζεται.

· Πλεόνασμα και ανάπτυξη: Επικαλούμενο συγκριτική ανάλυση από σχετική μελέτη του Δ.Ν.Τ., το Γραφείο Προϋπολογισμού αναφέρει ότι «τίθεται ένα γενικότερο ζήτημα όσον αφορά στη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων». «Υπάρχουν μόνο λίγα παραδείγματα που αναπτυγμένες χώρες (π.χ. η πετρελαιοπαραγωγός Νορβηγία) ήταν σε θέση να διατηρήσουν πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλες χρονικές περιόδους και πάντως ο μέσος όρος αυτών των πλεονασμάτων ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 3,1%, πολύ χαμηλότερος από αυτούς που εκτιμώνται τόσο στο Μεσοπρόθεσμο 2015-18 όσο και στους υπολογισμούς της τρόικας (ιδιαίτερα για την περίοδο μετά το 2015). Υπό το πρίσμα αυτό τονίζει ότι «πολλά θα εξαρτηθούν από τους ρυθμούς μεγέθυνσης -από την επιστροφή στην ανάπτυξη». «Αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να επιτευχθούν είτε με περαιτέρω μείωση των κρατικών δαπανών, είτε με αύξηση των φορολογικών εσόδων». Όμως, όπως υπογραμμίζεται, «οι κρατικές δαπάνες είναι σχεδόν αδύνατο να συμπιεσθούν περαιτέρω χωρίς ανεπιθύμητες παρενέργειες μολονότι υπάρχουν περιθώρια για αναδιάταξή τους».

· Μεταρρυθμίσεις: Αναφορικά με τα επείγοντα μέτρα εφαρμογής του «μνημονίου» (νόμος 4254/2014) που ψήφισε η Βουλή τον περασμένο Μάρτιο επιφέροντας αλλαγές ευρείας κλίμακας στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, με βάση την περιβόητη εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, παρά την σημαντική πρόοδο που διαπιστώνει το Γραφείο Προϋπολογισμού, σημειώνει ότι «η αποσπασματική εφαρμογή κάποιων μεταρρυθμίσεων δεν μπορεί να έχει τα αναμενόμενα οφέλη ως προς την ενδυνάμωση του ανταγωνισμού».

· Ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών: Όσον αφορά την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, μολονότι το χαρτοφυλάκιό τους επιδεινώθηκε λόγω των μη εξυπηρετούμενων δανείων που ξεπέρασαν το 30%, σημειώνεται ότι «είναι σημαντικό να επανέλθει στην παραγωγική διαδικασία η αργούσα δυναμικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, οι οποίες λόγω της πτώσης της ζήτησης και της έλλειψης ρευστότητας, έχουν μειώσει δραστικά την παραγωγή τους». «Η ανακεφαλαιοποίηση μπορεί να ενισχύσει τη ρευστότητα. Από πλευράς εγχώριας ζήτησης ο σημαντικός παράγοντας είναι η αγοραστική δύναμη των πολιτών γεγονός που απαιτεί τερματισμό της λήψης νέων μέτρων λιτότητας», αναφέρεται.

· Η έξοδος στις αγορές: «Η έξοδος στις αγορές για δανεισμό δεν σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία δεν βαρύνεται από σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα ούτε ότι δεν υπάρχει εξίσου σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα», υπογραμμίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού. Μάλιστα αναφέρει ότι «σχετικά με το νέο δανεισμό από τις αγορές έχουν τεθεί δύο ακόμα ζητήματα: Πρώτον, αν η χώρα επωφελείται από αυτόν, δεδομένου ότι θα μπορούσε να δανεισθεί φθηνότερα από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθεροποίησης (ΕΜΣ) και δεύτερον αν έπρεπε να γίνει τώρα». Ως προς το πρώτο ερώτημα, τονίζεται, ότι «το κόστος του νέου δανεισμού είναι σαφώς υψηλότερο από το κόστος δανεισμού από τον ΕΜΣ (περίπου 4,95% έναντι περίπου 2%)», αλλά εκτιμάται ότι «αν τελικά, όπως ελπίζει η κυβέρνηση και όπως ήδη συμβαίνει, με την έξοδο στις αγορές ανοίγει ο δρόμος για μείωση των επιτοκίων δανεισμού του κράτους (μέσω των τριμήνων ομολόγων κλπ.) και των επιχειρήσεων, τότε προκύπτει ένα καθαρό όφελος».

· Αναδιάρθρωση χρέους: Το Γραφείο Προϋπολογισμού αφήνει ανοιχτό ένα ερώτημα ως προς το αν θα έπρεπε να είχε προηγηθεί της εξόδου στις αγορές η αναδιάρθρωση του χρέους. «Σύμφωνα με ένα σενάριο, η πρότερη αναδιάρθρωση θα βελτίωνε τόσο τις προοπτικές της χώρας όσο και την αξιολόγηση της πιστοληπτικής της ικανότητας, επομένως θα οδηγούσε σε μείωση των επιτοκίων κάτω από το επίπεδο που πέτυχε τώρα κυρίως στο πενταετές ομόλογο», εκτιμά, ωστόσο προσθέτει: «Το σενάριο είναι σοβαρό, όμως κατά τη γνώμη μας δεν φαίνεται να είναι συμβατό με τις πραγματικές διαπραγματευτικές δυνατότητες της χώρας και μάλλον δεν είχε πιθανότητες να βρει υποστήριξη στο δεδομένο ευρωπαϊκό πλαίσιο». Όσον αφορά τη νέα έξοδο στις αγορές στις αρχές του χειμώνα σημειώνει ότι «η απάντηση στο ερώτημα αν θα μείνει στις αγορές εξαρτάται προφανώς από δύο σημαντικούς παράγοντες – τη βιωσιμότητα του χρέους και την επιστροφή σε ικανούς ρυθμούς μεγέθυνσης».

· Μείωση φόρων: Έμφαση δίνει το Γραφείο Προϋπολογισμού όσον αφορά το κέντρο βάρους της δημοσιονομικής προσαρμογής, το οποίο «θα πρέπει στο μέλλον να μετατεθεί ακόμη περισσότερο στην περιστολή της κακοδιαχείρισης στο δημόσιο (όπου υπάρχουν ακόμα περιθώρια), στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στη σταδιακή μείωση των φόρων».