Αμερικανοί επιστήμονες κατάφεραν να μετατρέψουν δερματικά κύτταρα σε εμβρυϊκά βλαστικά κύτταρα, τα οποία στη συνέχεια εξελίχθηκαν σε κύτταρα παγκρέατος για την παραγωγή ινσουλίνης. Επόμενος στόχος των ερευνητών είναι η μεταμόσχευση των κυττάρων αυτών σε πάσχοντες από διαβήτη για τη θεραπεία της νόσου.

Ελπίδα για θεραπεία πολλών νόσων με κύτταρα των ίδιων των ασθενών

Όπως αναφέρεται σε σχετικό άρθρο της επιθεώρησης Nature, ενδεχομένως στο μέλλον η αναγεννητική ιατρική να συντελέσει στην εξατομικευμένη θεραπεία του διαβήτη αλλά και άλλων παθήσεων (όπως η νόσος Αλτσχάιμερ, η νόσος Πάρκινσον και η σκλήρυνση κατά πλάκας), χωρίς τον κίνδυνο της απόρριψης από τον οργανισμό, αφού ως βάση θα χρησιμοποιούνται κύτταρα από τον ίδιο τον ασθενή.

Πάντως, οι ειδικοί σπεύδουν να επισημάνουν ότι χρειάζονται ακόμη αρκετά χρόνια έρευνας, μέχρι τα επιτεύγματα της αναγεννητικής ιατρικής να μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην καθημερινή κλινική πράξη.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Ντίτερ Έγκλι του Stem Cell Foundation της Νέας Υόρκης και τον δρα Μαρκ Σάουερ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κολούμπια, δημιούργησαν τα βλαστικά κύτταρα που περιείχαν τον πυρήνα δερματικών κυττάρων (και άρα το DNA) μιας 32χρονης γυναίκας, που έπασχε από διαβήτη τύπου 1, από την ηλικία των δέκα ετών. Στη συνέχεια, πέτυχαν να διαφοροποιήσουν αυτά τα βλαστικά κύτταρα ώστε να εξελιχθούν σε ινσουλινοπαραγωγά κύτταρα παγκρέατος.

Να σημειωθεί ότι, η πρώτη φορά που επιτεύχθηκε δημιουργία βλαστικών κυττάρων από ανθρώπινα εμβρυϊκά κύτταρα ήταν τον Μάιο του 2013, από ομάδα του Πανεπιστημίου Επιστημών Υγείας του Όρεγκον, με επικεφαλής τον δρα Σουκράτ Μιταλίποφ. Επίσης, στις 17 Απριλίου 2014, ομάδα επιστημόνων από την Κορέα ανακοίνωσε μέσω της επιθεώρησης «Cell Stem Cell» ότι δημιούργησε βλαστικά κύτταρα χρησιμοποιώντας πυρήνες δερματικών κυττάρων από δύο υγιείς άνδρες, ηλικίας 35 και 75 ετών, αποδεικνύοντας έτσι ότι η ίδια τεχνική είναι δυνατό να εφαρμοστεί και με κύτταρα ενηλίκων.

Βελτιωμένη εκδοχή της μεθόδου μεταφοράς πυρήνα σωματικού κυττάρου

Και στις τρεις περιπτώσεις, οι ερευνητικές ομάδες αξιοποίησαν μια βελτιωμένη εκδοχή της μεθόδου της «μεταφοράς πυρήνα σωματικού κυττάρου» κατά την οποία ο πυρήνας ενός κυττάρου του ασθενούς (γενικότερα του δότη) τοποθετείται σε ένα μη γονιμοποιημένο ωάριο από όπου έχει εξαχθεί ο δικός του πυρήνας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τον επαναπρογραμματισμό του κυττάρου σε εμβρυϊκή κατάσταση, από όπου μετά είναι εφικτή η δημιουργία διαφορετικών ειδών κυττάρων.

Η τεχνική αυτή της δημιουργίας βλαστικών κυττάρων «ανταγωνίζεται» ως δυνητική θεραπευτική μέθοδος την εναλλακτική τεχνική της δημιουργίας πολυδύναμων κυττάρων μέσω της προσθήκης γονιδίων σε ενήλικα σωματικά κύτταρα (π.χ. του δέρματος), ώστε αυτά να αναπρογραμματιστούν και να επιστρέψουν σε μια εμβρυϊκού τύπου κατάσταση.

Υπεροχή της μεθόδου αλλά και ηθικά ζητήματα

Αρκετοί ειδικοί θεωρούν καλύτερη και ασφαλέστερη την πρώτη μέθοδο, επειδή τα βλαστικά κύτταρα που προέρχονται από ενήλικα κύτταρα, κινδυνεύουν λιγότερο να απορριφθούν από το σώμα του ασθενούς, όταν μεταμοσχευθούν σε αυτόν, ενώ δεν απειλούνται με καρκίνο όπως στην περίπτωση του γονιδιακού επαναπρογραμματισμού. Όμως η τεχνική αυτή είναι ακριβή, τεχνικά δύσκολη και ηθικά επίμαχη, εφόσον γίνεται χρήση εμβρυϊκών κυττάρων.

Προς το παρόν, παραμένει ασαφές ποια μέθοδος θα αποδειχτεί καλύτερη από θεραπευτικής πλευράς. Γι’ αυτό, ήδη οι επιστήμονες σχεδιάζουν να συγκρίνουν στην πράξη τα δύο διαφορετικά είδη βλαστικών κυττάρων, που θα προέρχονται από τον ίδιο άνθρωπο.