Με πολύ αργά, αλλά σταθερά βήματα συνεχίζει η κυβέρνηση της Κούβας τις αλλαγές στο οικονομικό μοντέλο.

Μετά την απόλυση χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων και την είσοδο ξένων επενδυτών σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας (με εξαίρεση την Παιδεία και την Υγεία), ήρθε η ώρα για τις κρατικές επιχειρήσεις να αποκτήσουν μεγαλύτερη ευελιξία.

Με απόφαση της κυβέρνησης, οι δημόσιες επιχειρήσεις θα έχουν πλέον το δικαίωμα να πωλούν το πλεόνασμά τους σε τιμές που καθορίζει η αγορά, ενώ υπό προϋποθέσεις θα μπορούν να δίνουν αυξήσεις στο προσωπικό, αλλά και ενός είδος bonus, ως κίνητρο για την απόδοσή τους.

Σε κάθε περίπτωση, πρώτη προτεραιότητα παραμένει η κάλυψη των αναγκών στην παραγωγή βάσει του κεντρικού σχεδιασμού που θέτει η κυβέρνηση της Αβάνα.

Όπως υπενθυμίζει η El Pais, στην Κούβα λειτουργούν περίπου 2.800 κρατικές επιχειρήσεις, οι οποίες καλύπτουν το 80% της οικονομικής δραστηριότητας.

Πολλές από αυτές, ιδιαίτερα στον πρωτογενή τομέα, εμφανίζουν ζημιές. Μέσα στο πακέτο των νέων μέτρων, η κυβέρνηση αποφάσισε να θέσει και συγκεκριμένους δείκτες «απόδοσης» της κάθε επιχείρησης: κύκλος εργασιών, μεικτά κέρδη, το ύψος πωλήσεων, το ύψος των εξαγωγών κλπ.

Πάντως, το δειλό άνοιγμα της Κούβας σε ένα διαφορετικό οικονομικό μοντέλο δεν έχει ακόμα φανεί στις επίσημες στατιστικές: το 2013 για παράδειγμα η οικονομία αναπτύχθηκε με 2,7% κάτω από το 3,6% που είχε θέσει η κυβέρνηση Κάστρο.

Υπενθυμίζεται ότι τον περασμένο Οκτώβριο η Αβάνα έβαλε τέλος σε μια πρακτική που ίσχυε για μια 20ετία: το σύστημα των δύο παράλληλων νομισμάτων.

Οι κουβανοί έπαιρναν το μισθό τους για την αγορά βασικών αγαθά σε πέσος (CUP), όμως τα εισαγόμενα είδη και οι υπηρεσίες όπως ο τουρισμός υπολογίζονταν σε «μετατρέψιμα πέσος» (CUC).

Κάθε τέτοιο πέσο αναλογούσε σε 1 δολάριο ή 25 πέσος CUP.

Όπως είναι φυσικό, η διαφορά στις τιμές των αγαθών για τους κατόχους των δύο νομισμάτων ήταν τεράστια.