O Αλβέρτος Αρούχ στην εισαγωγή του βιβλίου του Art Cuisine. Το φαγητό ως τέχνη (ΙΜΑΚΟ, 2007), το οποίο βραβεύτηκε την ίδια χρονιά με το 1ο Παγκόσμιο Βραβείο Gourmand, εξηγεί ότι έχει τρεις ερωμένες, την τέχνη, τη γαστρονομία και τη φιλοσοφία, χωρίς να υπολογίζει την επίσημη σύζυγό του, τα οικονομικά. Η σύζυγός του τον υποστήριζε και οι ερωμένες του τον διεκδικούσαν. Αγάπησε και τις τέσσερις αλλά αφοσιώθηκε τελικά στη γαστρονομία κληροδοτώντας μας ένα έργο που διακρίνεται για την εμβρίθεια, τη συνθετότητα, το εύρος, την πειθαρχία και την πνοή του.
Το μέγεθος της απώλειας του Αλβέρτου Αρούχ δεν έχει ακόμη συνειδητοποιηθεί γιατί το έργο και η δημόσια παρουσία του έχει μόνο εν μέρει εκτιμηθεί. Κι αυτό διότι δεν ταίριαζε στα μίζερα καλούπια της εγχώριας διανόησης.
Δεν μετέφερε αμάσητο τον κάθε διεθνή νεωτερισμό για να πουλάει φιγούρα, δεν περιέφερε έναν αμυντικό επαρχιωτισμό. Δεν περιαυτολογούσε και δεν γκρίνιαζε. Εχτιζε. Είχε γερές σπουδές, πολλές γνώσεις και ευαίσθητη καλλιέργεια, ήταν κοσμοπολίτης, αγαπούσε την πατρίδα του, σεβόταν την παράδοση (ελληνική και εβραϊκή), ήταν ρηξικέλευθος, δεν κολάκευε το κοινό, τον διέκρινε απόλυτη ακεραιότητα και ανεξαρτησία, δεν λειτουργούσε σε κύκλους και κυκλώματα. Σχεδόν μόνος επέβαλε στη δημόσια συζήτηση το θέμα τού κατά πόσον το φαγητό είναι υψηλή τέχνη.
Καλλιτεχνική εμπειρία


Σιγά το θέμα, θα έλεγε κανείς! Μπορεί να συγκριθεί το μαγείρεμα, μια δουλειά που ξεκίνησε από τις νοικοκυρές και το υπηρετικό προσωπικό για να φθάσει στους σεφ των εστιατορίων, με τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική, τη μουσική; Κι όμως, γι’ αυτή την ταπεινή και εφήμερη τέχνη που καταγίνεται με αναλώσιμα υλικά για να ικανοποιήσει την πείνα μας, ο Αλβέρτος Αρούχ έγραψε συναρπαστικά δοκίμια που διατρέχουν και ανατέμνουν τα πεδία της φιλοσοφίας, των καλών τεχνών, της ιστορίας, της ανθρωπολογίας, της θεωρίας της λογοτεχνίας.
Αυτή η τέχνη που περιφρονήθηκε επί αιώνες από τον χώρο της ασκητικής σκέψης γιατί χαρίζει γειωμένη ηδονή και απόλαυση, βρέθηκε στο επίκεντρο του έργου του καθώς συμπύκνωνε γι’ αυτόν μια πλήρη καλλιτεχνική εμπειρία, αισθητική και διανοητική.
Η εμπειρία του φαγητού, έγραφε στο άρθρο του «Νεωτερικότητα και μοντερνισμός στην κουζίνα» (στο Το Μοντέρνο στη σκέψη και τις τέχνες του 20ού αιώνα, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2013), «είναι και εικαστική όπως είναι φυσικά ακουστική, οσφρητική, απτική και γευστική. Ενίοτε δε…είναι και συναισθητική, δηλαδή η μία αίσθηση μπλέκει με την άλλη και όλες μαζί μπλέκουν με το θυμικό μας, τη μνήμη μας και τη λογική μας». Η πολύπλευρη και πολύπλοκη ενασχόληση με το φαγητό δεν ήταν για τον Αλβέρτο Αρούχ ένα ευχάριστο πάρεργο ή μία επίδειξη πνευματικής δεξιοτεχνίας. Αυτό που έκανε με τόση αφοσίωση, μελέτη, κόπο, χαρά, περιέργεια, σκέψη και αίσθημα είχε απτές και σημαντικές συνέπειες. Προσέδωσε κύρος σε ένα ολόκληρο πεδίο το οποίο έστρεψε σε μια νέα κατεύθυνση. Κι αυτό ήταν το πολύ σημαντικό.
Νέα ελληνική κουζίνα


Δεν ήταν ο πρώτος στο πεδίο αυτό, ούτε ήταν ασφαλώς εντελώς μόνος. Αλλά κατάφερε με την επιμονή του και με τις γνώσεις του να ανοίξει γύρω από το φαγητό έναν συνεχώς διευρυνόμενο χώρο υψηλού επιπέδου συζήτησης αλλά και δημιουργίας. Δίπλα του βρέθηκαν γευσιγνώστες και σχολιαστές, παραγωγοί, μάγειρες, περιοδικά και εκδόσεις. Εγιναν μεταφράσεις, εκδηλώσεις, συνέδρια, διάλογοι. Δημιουργήθηκε μια ζωντανή κοινότητα ανθρώπων του φαγητού που μορφώθηκε, συζήτησε, ταξίδεψε, μαγείρεψε, γεύτηκε, άνοιξε μαγαζιά, καλλιέργησε προϊόντα.
Ο ίδιος ανακάλυψε και ανέδειξε πρωταγωνιστές, προέβαλε πρότυπα, αναγνώρισε αξίες, παρακίνησε αλλαγές. Εδωσε υπόσταση σε ένα ρεύμα κοινωνικό και καλλιτεχνικό, τη νέα ελληνική κουζίνα, που έγινε ομώνυμο δικό του βιβλίο από τον Ικαρο (2012). Για τους ανθρώπους της δουλειάς που είχαν μεράκι για την τέχνη τους, η κριτική του ήταν λόγος για άμιλλα, για ένταση των προσπαθειών για αναμέτρηση με το καλύτερο. Ηξεραν ότι έχουν δίπλα τους κάποιον που νοιάζεται, που καταλαβαίνει, που έχει γνώσεις, αμεροληψία και αξιοπρέπεια. Ολη η χώρα ωφελήθηκε σε κρίσιμους τομείς. Πόσοι διανοούμενοι πέτυχαν κάτι ανάλογο στον δικό τους τομέα;
Η ζωή ως έργο τέχνης
Ο Αλβέρτος Αρούχ ήταν εμπνευσμένος και γενναιόδωρος δάσκαλος. Δίδαξε Οικονομικά στο Deree επί δεκαετίες. Πολυτάλαντος, ήταν η ψυχή της κοινότητας και σημείο αναφοράς. Εκτός από τα ακαδημαϊκά, συμμετείχε σε θεατρικές και χορευτικές παραστάσεις, προπονούσε και συνόδευε τους φοιτητές του σε παγκόσμιους ρητορικούς διαγωνισμούς.

Είχε τακτικές στήλες σε εφημερίδες και περιοδικά και τη στήλη De Gustibus στο φιλοσοφικό περιοδικό «Cogito», ενώ έγραψε βιβλία με τίτλους όπως Κριτική του Γευστικού Λόγου, κατά το Καντιανό Κριτική του Καθαρού Λόγου (Κέδρος, 2006), και Comedo ergo sum, «τρώω άρα υπάρχω», κατά το καρτεσιανό Cogito ergo sum, «σκέφτομαι, άρα υπάρχω» (Νόβολι, 2010). Ηταν απλός και κομψός. Ενας αυθεντικός και όχι επιτηδευμένος εστέτ. Εκτός από το καλό φαγητό και ποτό, αγαπούσε τα βιβλία, τη μουσική, τον κινηματογράφο, το θέατρο, το Λονδίνο, την Πάρο, την καλή συζήτηση και τους φίλους.

Εγραφε για το φαγητό με το ψευδώνυμο Επίκουρος και κατέκτησε στη ζωή του την επικούρεια γαλήνη και αταραξία, ακόμη και μπρος στον θάνατο, γιατί απόλαυσε μια πλήρη ζωή ακόμη και στη συντομία της. Δεν επεδίωξε τυχάρπαστες και εγωιστικές ηδονές αλλά την ευδαιμονία της ενατένισης μιας ζωής που βιώθηκε ως έργο τέχνης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ