Η ζάχαρη στο εδώλιο
Είναι η ζάχαρη το νέο «όπιο» του λαού; Είναι το τοξικό δηλητήριο που τον σκοτώνει σε… δόσεις αφού πρώτα του έχει χαρίσει μεγάλη – αλλά τόσο παροδική – ευχαρίστηση;
Η σημερινή μας ιστορία είναι… γλυκόπικρη. Γλυκιά διότι αφορά την πολυαγαπημένη πολλών «λευκή σκόνη» που κρύβεται μέσα στα πιάτα και στα ποτήρια μας και η οποία χαρίζει νοστιμιά και ανείπωτη ευχαρίστηση. Και πικρή διότι η ζάχαρη, περί ης ο λόγος, έχει φανεί πως όταν καταναλώνεται χωρίς μέτρο (κάτι που συμβαίνει ανά την υφήλιο, καθώς εκτός της ζάχαρης σε φυσική μορφή όλοι μας καταναλώνουμε πρόσθετη ζάχαρη με τα… κουτάλια, αφού αυτή περιέχεται σε πλήθος επεξεργασμένων τροφίμων, ακόμη και σε κάποια που δεν βάζει ο νους σας) συνδέεται με εθισμό μεγαλύτερο και από εκείνον που προκαλούν οι «σκληρές» λευκές σκόνες, ηρωίνη και κοκαΐνη, αλλά και με πλήθος προβλημάτων υγείας όπως η παχυσαρκία, τα καρδιαγγειακά νοσήματα και ο διαβήτης. Προσπαθώντας να θέσει όρια σε αυτό το ατελείωτο, με κόστος για την υγεία του πληθυσμού, «φαγοπότι» ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) εξέδωσε πριν από μερικές ημέρες το προσχέδιο μιας οδηγίας σχετικά με την κατανάλωση ζάχαρης το οποίο τίθεται σε δημόσια διαβούλευση ως τα τέλη του Μαρτίου.

O νευροεπιστήμονας του Πανεπιστημίου του Μπορντό, ειδικός στον εθισμό, Σερζ Αχμέντ
Οπως σημείωσε μιλώντας στο «Βήμα» ο νευροεπιστήμονας του Πανεπιστημίου του Μπορντό, ειδικός στον εθισμό Σερζ Αχμέντ, «σε θεωρητικό επίπεδο η νέα σύσταση του ΠΟΥ βρίσκεται σε θετική κατεύθυνση. Στην πραγματικότητα όμως στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες η κατανάλωση πρόσθετης ζάχαρης βρίσκεται πολύ πάνω από το όριο του 10% που είχε θέσει ο Οργανισμός το 2003. Ετσι η περαιτέρω μείωση αυτού του συνιστώμενου ορίου ίσως έχει αποθαρρυντική επίδραση στον πληθυσμό. Ισως πάλι όμως ωθήσει τα κράτη να δράσουν. Ολα θα εξαρτηθούν κατ’ αρχάς από τη θέληση που θα δείξει η Πολιτεία».
Ο καθηγητής Παιδιατρικής Ενδοκρινολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο και πολέμιος της φρουκτόζης Ρόμπερτ Λάστιγκ
Η πρόσθετη ζάχαρη φαίνεται ότι αποτελεί λοιπόν μια «ένοχη» εθιστική απόλαυση, αλλά για κάποιους επιστήμονες ξεπερνά τα όρια της… αμαρτίας και φθάνει σε αυτά της τοξικότητας. «Πατέρας» αυτής της θεωρίας, ο οποίος έχει στρέψει τα βέλη του ενάντια συγκεκριμένα στη φρουκτόζη, είναι ο καθηγητής Παιδιατρικής Ενδοκρινολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο Ρόμπερτ Λάστιγκ. Ο καθηγητής Λάστιγκ έχει γίνει γνωστός παγκοσμίως για τον «πόλεμο» που έχει ανοίξει κυρίως ενάντια στην επεξεργασμένη μορφή της φρουκτόζης που χρησιμοποιείται κατά κόρον από τη βιομηχανία με πιο σύνηθες όνομα το υψηλής περιεκτικότητας σε φρουκτόζη σιρόπι καλαμποκιού, μια επεξεργασμένη μορφή φρουκτόζης που παράγεται από το καλαμπόκι. Σε πολλές περιπτώσεις η βιομηχανία τροφίμων επιλέγει αυτού του είδους το γλυκαντικό καθώς είναι φθηνό και «κλειδώνει» την υγρασία στις τροφές, με αποτέλεσμα να μη στεγνώνουν και να αυξάνεται ο χρόνος ζωής τους. Παράλληλα προσθέτει υφή σε τροφές όπως οι μπάρες δημητριακών και τα μπισκότα κάνοντάς τες πιο «μαστιχωτές» καθώς και σε παγωτά και επιδόρπια γιαουρτιού. Ενα ακόμη πλεονέκτημα του υψηλής περιεκτικότητας σε φρουκτόζη σιροπιού καλαμποκιού είναι ότι χαρίζει ωραίο καφέ χρώμα σε τροφές που έχουν ψηθεί όπως τα κέικ και άλλου είδους αρτοσκευάσματα, καθώς και στα δημητριακά πρωινού. Δεν είναι λοιπόν λίγοι οι λόγοι ώστε να το… λατρεύει η βιομηχανία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα – κατά τα άλλα διαφημιζόμενο ως άκρως υγιεινό – γιαούρτι με γεύση φρούτων και χαμηλά λιπαρά μπορεί να περιέχει 10 κουταλιές αυτού του σιροπιού!

O Λικ Ταπί, ειδικός στο Τμήμα Φυσιολογίας, Ενδοκρινολογίας, Διαβήτη και Μεταβολισμού του Πανεπιστημίου της Λωζάννης
Αυτή την επιστροφή στο ποιοτικό πρεσβεύουν και άλλοι ειδικοί, αφήνοντας όμως ένα παράθυρο σε ό,τι αφορά την οριστική καταδίκη της φρουκτόζης. Μιλώντας στο «Βήμα» ο Λικ Ταπί, ειδικός στο Τμήμα Φυσιολογίας, Ενδοκρινολογίας, Διαβήτη και Μεταβολισμού του Πανεπιστημίου της Λωζάννης, υπογραμμίζει ότι ο ρόλος της πρόσθετης ζάχαρης στη διατροφή του πληθυσμού «γεννά» ανησυχία στην επιστημονική κοινότητα σε ό,τι αφορά πλήθος νοσημάτων. Ωστόσο ο ειδικός, ο οποίος έχει διεξαγάγει ανασκόπηση μελετών σχετικά με τον ρόλο της περιβόητης πλέον φρουκτόζης, η οποία δημοσιεύθηκε το 2012 στο επιστημονικό έντυπο «BMC Biology», δεν θεωρεί ότι αυτή πρέπει να καεί στο… πυρ το εξώτερον. Οπως λέει, «η τοξικότητα της φρουκτόζης δεν έχει αποδειχθεί. Πράγματι πειράματα σε ζώα που ακολουθούσαν διατροφή με πολύ υψηλή περιεκτικότητα σε φρουκτόζη – η πρόσληψη φρουκτόζης αντιστοιχούσε στο 60% της ημερήσιας πρόσληψης θερμίδων – έδειξαν ότι τα πειραματόζωα εμφάνισαν προβλήματα όπως η δυσλιπιδαιμία, ο διαβήτης, η παχυσαρκία. Η πολύ μεγάλη κατανάλωση φρουκτόζης συνδέεται με προβλήματα, όχι όμως μεγαλύτερα από εκείνα που προκαλεί η πολύ μεγάλη κατανάλωση λιπαρών ή γλυκόζης». Παράλληλα, κατά τον δρα Ταπί, μελέτες σε ανθρώπους που κατανάλωναν υψηλές ποσότητες φρουκτόζης έδειξαν σύνδεση με την εμφάνιση υπερλιπιδαιμίας και ινσουλινοαντίστασης. «Και πάλι, όπως φάνηκε, η περίσσεια φρουκτόζης συνδέεται με μεταβολικές διαταραχές, όχι όμως περισσότερες από εκείνες με τις οποίες συνδέονται τα επεξεργασμένα κρέατα, τα λίπη ή η γλυκόζη».

Ο δρ Ντέιβιντ Κατζ, διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου Πρόληψης στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Γέιλ
Υπέρ της σύστασης του ΠΟΥ αλλά με επιφυλάξεις σε ό,τι αφορά την ενοχή μόνο της φρουκτόζης τάσσεται μιλώντας στο «Βήμα» και ο δρ Ντέιβιντ Κατζ, διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου Πρόληψης της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Γέιλ. «Πρέπει να μειωθεί η κατανάλωση ζάχαρης, η οποία αυξάνεται παγκοσμίως, καθώς οι εταιρείες γνωρίζουν καλά πως η γλυκιά γεύση ενεργοποιεί περαιτέρω την όρεξη. Ετσι το προσχέδιο της οδηγίας του ΠΟΥ είναι λογικό, όμως πρέπει να δούμε αν ο στόχος που θέτει είναι ρεαλιστικός». Σύμφωνα με τον δρα Κατζ, το μεγάλο επόμενο βήμα που πρέπει να γίνει σε παγκόσμιο επίπεδο οφείλει να είναι ένα… άλμα σε επίπεδο επιμόρφωσης του πληθυσμού. «Ο συνδυασμός της επιτυχίας είναι καλή πληροφόρηση του κοινού και συγχρόνως άσκηση πίεσης στη βιομηχανία. Και είναι καλό που ο ΠΟΥ δίνει έμφαση στο πρόβλημα. Ομως δεν είναι μόνο η ζάχαρη το ζήτημα. Πριν από κάποιες δεκαετίες υπήρξε δράση για μείωση των λιπαρών και όμως τα ποσοστά παχυσαρκίας συνέχισαν να ανεβαίνουν. Πρέπει να μάθουμε από τα λάθη μας, να δούμε τη «μεγάλη εικόνα», να μη στεκόμαστε σε μεμονωμένα συστατικά και να προωθήσουμε το μοντέλο της ισορροπημένης διατροφής. Ας μην ξεχνούμε ότι η γλυκόζη αποτελεί καύσιμο για τον οργανισμό, υπάρχει στην κυκλοφορία του αίματος. Η δόση κάνει τη διαφορά. Το μήνυμα προς όλους πρέπει να είναι να τρώνε σωστά και με μέτρο». Να σημειώσουμε ότι και ο δρ Κατζ είναι από τους επικριτές της θεωρίας του καθηγητή Λάστιγκ περί φρουκτόζης, υποστηρίζοντας ότι τα στοιχεία που την ενοχοποιούν είναι αδύναμα. Από την πλευρά του πάντως ο καθηγητής Λάστιγκ σημειώνει ότι πίσω από τις απόψεις του δρος Κατζ κρύβονται άλλα οικονομικά συμφέροντα (και κυρίως ένα μοντέλο διατροφής που ο ίδιος έχει δημιουργήσει και το οποίο προωθεί κατά τον δρα Λάστιγκ για εμπορικούς σκοπούς).
ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΜΕΛΕΤΩΝ
Η καλύτερη φίλη της τερηδόνας
«Πυλώνας» για τη νέα σύσταση του ΠΟΥ ήταν τα αποτελέσματα μιας μεγάλης μετα-ανάλυσης μελετών που αφορούσαν τη σύνδεση της ζάχαρης με τη στοματική υγεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο κείμενο της σύστασης σημειώνεται πως προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία το γεγονός ότι η πρόσθετη ζάχαρη φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη σοβαρών προβλημάτων στα δόντια, και κυρίως στην ανάπτυξη τερηδόνας. «Οι οδοντικές παθήσεις αποτελούν τα πιο συχνά εμφανιζόμενα μη μολυσματικά νοσήματα παγκοσμίως και παρότι έχει επιτευχθεί μεγάλη βελτίωση στην πρόληψη και στη θεραπεία τους τις τελευταίες δεκαετίες, αυτές συνεχίζουν να προκαλούν πόνο, άγχος, μείωση της λειτουργικότητας και κοινωνική αναπηρία μέσω της απώλειας δοντιών σε μεγάλο αριθμό ατόμων. Η θεραπεία των οδοντικών παθήσεων είναι ακριβή – αντιστοιχεί στο 5%-10% της συνολικής δαπάνης για την Υγεία στα βιομηχανοποιημένα κράτη – και αναμένεται να ξεπεράσει τις διαθέσιμες οικονομικές πηγές που διατίθενται για το σύνολο της περίθαλψης των παιδιών στην πλειονότητα των χωρών με χαμηλότερο εισόδημα».

Η καθηγήτρια Διατροφής και Στοματικής Υγείας του Πανεπιστημίου του Νιούκαστλ Πόλα Μόινιχαν
Η μετα-ανάλυση στην οποία στηρίχθηκε ο ΠΟΥ και η οποία δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο «Journal of Dental Research» διεξήχθη από ειδικούς του Πανεπιστημίου του Νιούκαστλ με επικεφαλής την καθηγήτρια Διατροφής και Στοματικής Υγείας Πόλα Μόινιχαν. Οπως εξηγεί η καθηγήτρια μιλώντας στο «Βήμα», «προχωρήσαμε σε μια πολύ μεγάλη ανασκόπηση μελετών που κάλυπταν μια τεράστια περίοδο – από το 1950 ως σήμερα. Συνολικά η ανασκόπηση περιέλαβε 55 μελέτες. Από την ανάλυση των υπαρχόντων στοιχείων προέκυψε ότι η ζάχαρη, εκτός και αν καταναλώνεται σε πάρα πολύ μικρές ποσότητες, αυξάνει τον κίνδυνο τερηδόνας. Με βάση τα ευρήματά μας θεωρούμε ότι η μείωση της ημερήσιας πρόσληψης ζάχαρης στο 5% επί του συνόλου των θερμίδων θα έχει επιπλέον οφέλη σε ό,τι αφορά τη στοματική υγεία». Η καθηγήτρια τονίζει πως δεν υπάρχουν «αθώες» και «ένοχες» μορφές ζάχαρης σε ό,τι αφορά την υγεία των δοντιών. «Ολες οι μορφές ζάχαρης προκαλούν τερηδόνα και σταδιακώς καταστρέφουν τα δόντια. Ετσι η σύσταση του ΠΟΥ είναι άκρως σωστή και ελπίζω ότι θα οδηγήσει κάποια στιγμή σε καλύτερη σήμανση των τροφίμων από τις εταιρείες».
ΠΙΕΣΕΙΣ
Η βιομηχανία αντεπιτίθεται…
Η πρόσφατη (ανεπίσημη ακόμη) σύσταση του ΠΟΥ είναι σίγουρο ότι δεν… γλύκανε τα αφτιά της βιομηχανίας τροφίμων, για την οποία η ζάχαρη αποτελεί σημαντικό «χαρτί» που εξασφαλίζει κατανάλωση και βέβαια κέρδη. Και είναι εύλογο πολλοί να αναρωτιούνται αν θα υπάρξει αποτέλεσμα και από τη νέα οδηγία. Τα μηνύματα πάντως του παρελθόντος δεν είναι ιδιαίτερα ευοίωνα. Οταν πριν από 11 έτη ο Οργανισμός προσπάθησε και πάλι να μειώσει την κατανάλωση ζάχαρης – η σύσταση έκανε λόγο για κατανάλωση πρόσθετης ζάχαρης που δεν πρέπει να ξεπερνά το 10% επί του συνόλου των ημερήσιων θερμίδων -, η βιομηχανία αντέδρασε έντονα. Οπως εξηγεί μιλώντας στο «Βήμα» ο καθηγητής Παιδιατρικής Ενδοκρινολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο Ρόμπερτ Λάστιγκ, η Αμερικανική Ενωση Βιομηχανιών Ζάχαρης απέστειλε επιστολή στον ΠΟΥ στην οποία έκανε λόγο για μια έκθεση του αμερικανικού Ινστιτούτου Ιατρικής, σύμφωνα με την οποία ποσοστό της τάξεως του 25% της κατανάλωσης ζάχαρης επί του συνόλου πρόσληψης θερμίδων είναι αποδεκτό. «Η ίδια η βιομηχανία όμως είχε εξαγοράσει το Ινστιτούτο για να φανούν τέτοια αποτελέσματα» λέει ο καθηγητής. Οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας δεν έμειναν όμως εκεί. Απείλησαν ότι η αμερικανική χρηματοδότηση του ΠΟΥ θα τεθεί σε κίνδυνο αν ο Οργανισμός δώσει μεγάλη δημοσιότητά στη σύστασή του. Παρόμοια επιστολή εστάλη και στον τότε υπουργό Υγείας των ΗΠΑ Τόμι Τόμσον. Παρά τις απειλές, η οδηγία εξεδόθη περιέχοντας το επίμαχο ποσοστό 10%, χωρίς ωστόσο να λάβει ποτέ μεγάλη δημοσιότητα – δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί ερευνητές δεν γνώριζαν καν αν είχε κυκλοφορήσει επισήμως. Το… πικρό αυτό παρελθόν λοιπόν προκαλεί πολλές σκέψεις για το τι μέλλει γενέσθαι. Ο χρόνος θα δείξει.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

