Αγαπημένο μου ημερολόγιο,

Διαβάζω πάλι την «Αφροδίτη» της Ιζαμπέλ Αλιέντε και ξαναθυμάμαι το αυτονόητο: οι μεγαλύτερες απολαύσεις της καθημερινότητας είναι ο έρωτας και το φαγητό, οι δύο κινητήριες δυνάμεις της Ιστορίας. Η ίδια η Αλιέντε μετανιώνει για τις χαρές της γεύσης και των συνευρέσεων που στερήθηκε από φιλαρέσκεια ή πουριτανισμό. Ερωτας λοιπόν και γεύση. Γιατί πολλές φορές μπλέκουμε αυτά τα δύο μιλώντας με κλισέ; Τι κοινό έχουν; Πρεσβεύω πως το κοινό τους υπόβαθρο δεν είναι η συνταγή που πιθανόν χρειαζόμαστε για να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα, δεν είναι η κορύφωση των αισθήσεων που έρχεται με το κύριο πιάτο και στις δύο περιπτώσεις. Είναι που και τα δύο θέλουν γενναιότητα. Οι τρομοκρατημένοι εραστές και οι άτολμοι της γεύσης κάνουν μισή ζωή. Και κάτι άλλο: ούτε το φαγητό ούτε ο έρωτας φτάνουν σε σπουδαία επίπεδα αν δεν έχουν βάθος και εσωτερικότητα, αν δεν ακουμπούν την ψυχή.

Στο εστιατόριο Ερως Ηρως της Αντωνίας Μποτονάκη τα πάντα αγγίζουν το συναίσθημα. Ο οικείος χώρος που κάτι σου θυμίζει από την παιδική σου ηλικία, ακόμη και αν δεν έπαιξες ποτέ με σβούρες. Οι μουριές στο πεζοδρόμιο, τα κεριά και οι γλάστρες, μια υπόσχεση διαρκούς άνοιξης. Η παγωμένη ρακή που ρέει από χρωματιστά μπουκαλάκια σαν σπιτικό κέρασμα αγάπης και φιλοξενίας. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες μιας ευτυχισμένης Ελλάδας. Ακόμη και το όνομα δανεισμένο από το ομώνυμο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ταράζει από τη λήθη ανεκπλήρωτους έρωτες και εκπληρωμένες λυτρώσεις.

Πίσω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού λοιπόν, όπου βρίσκεται το εστιατόριο, θα ευφρανθείς από τα καλιτσούνια με κρητική ξινομυζήθρα, τις μαριναρισμένες καρδιές από άγρια αγκιναράκια με ελαιόλαδο και λεμόνι, το τυρί λαδιού ζυλοκούμπι με διάφορα μπαχαρικά και πιπέρια, το γαμοπίλαφο με ζυγούρι, το τσιγαριαστό ρίφι, τα ανεπανάληπτα γαρδουμάκια, τους μπουμπουριστούς χοχλιούς με δενδρολίβανο, τις σφακιανές πίτες και ό,τι άλλο έχει κέφι να φτιάξει η Αντωνία επειδή βρήκε στην αγορά τα κατάλληλα υλικά. Στο τέλος, κάνει και ένα πείσμα και ένα νάζι στον Ιορδάνη των Χανίων και στην περίφημη μπουγάτσα του και δηλώνει ευθέως ότι η δική της είναι καλύτερη, καθώς προσγειώνεται ζεστή από τον φούρνο. Η Αντωνία, συγγραφέας του βιβλίου «Ασ’ το κι ας αποθάνει» (εκδόσεις Ιβίσκος, 2011), μεταφέρει την παράδοση των ορεινών Χανίων στα ξύλινα τραπέζια του μαγαζιού και γεμίζει τα ποτήρια με Μαρουβά (μαρουβίζω στην κρητική διάλεκτο σημαίνει παλαιώνω).

Ξανά στο σπίτι τώρα, τρατάρω φίλους, αγαπημένους και τον εαυτό μου με αφρώδεις οίνους της σειράς Βianco Nero του Τσιλιλή, με αρώματα λουλουδιών και γλυκών φρούτων, χαμηλό ποσοστό αλκοόλ και άπειρες παιχνιδιάρικες φυσαλίδες, σαν εκρήξεις φωτός. Είμαι λίγο εμμονική με αυτό το κρασί, αλλά οι έρωτες έχουν και μια δόση υπερβολής. Με ελαφριά πιάτα, ως απεριτίφ, με φρούτα και γλυκά. Οσο πιο συχνά μπορώ, με τη μοναδική δικαιολογία πως με κάνει να χαμογελώ.

Από την άλλη, ο χαλβάς Αργουδέλη εξαφανίζεται με ανησυχητικό ρυθμό από το λεκανάκι του. Μαζί του δεν κάνεις Σαρακοστή, κάνεις Ανάσταση. Δεν μπορώ να αντισταθώ. Μαστιχωτός και ινώδης, κόβεται με το μαχαίρι χωρίς να τρίβεται, έχει μεταξένια υφή και διακριτό άρωμα σουσαμιού. Σε μερικά πράγματα η αυτοσυγκράτηση δεν έχει νόημα.

*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET την Κυριακή 9 Μαρτίου 2014.