Ισχυρό ράπισμα στους δικαστές του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων που έκριναν την υπόθεση με τις μετοχές-«φούσκες» του Χρηματιστηρίου και τους 42 -αθώους πλέον- εμπλεκόμενους αποτελεί η αίτηση αναίρεσης της απόφασής τους από τον Αρειο Πάγο.
Περίπου τρεις μήνες μετά τον χαρακτηρισμό της απόφασης ως «αποκρουστικής» από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Κάρολο Παπούλια, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Χαράλαμπος Βουρλιώτης υπογράφει την αίτηση αναίρεσής της, χαρακτηρίζοντάς την εν πολλοίς έωλη.
Ψέγει μάλιστα τους δικαστές, καταλογίζοντάς τους ότι δεν άγγιξαν το δια ταύτα του «σκανδάλου»: «δεν ασχολήθηκαν ουδόλως» με τη ροή ψευδών πληροφοριών που διοχετεύθηκαν στην ευαίσθητη χρηματιστηριακή αγορά, κρίσιμο μέγεθος για την παραπλάνηση των επενδυτών.
Η κίνηση αυτή καθιστά ανοικτό το ενδεχόμενο να καθίσουν ξανά στο εδώλιο οι 42 χρηματιστές, επιχειρηματίες, εφοπλιστές και πάσης φύσεως μεσάζοντες που έχουν αναμειχθεί στην ιστορία του 1999, ενώπιον άλλων δικαστών, έκβαση που θα ορίσει το ανώτατο δικαστήριο.
Ο πυρήνας της κατηγορίας
Στην έκθεση αναίρεσης πλήττεται ευθέως ο πυρήνας της υπόθεσης, το γεγονός ότι δεν στοιχειοθετήθηκε η κατηγορία της απάτης (και συνακόλουθα αυτή για το ξέπλυμα χρήματος), η οποία παίρνει σάρκα και οστά στο ακροατήριο όταν συνδέεται με τη ζημία, ακόμη και την απόπειρα πρόκλησης ζημίας, στην περιουσία των επενδυτών.
«Η παραδοχή ότι οι επενδυτές ουδεμία περιουσιακή βλάβη υπέστησαν, διότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της αγοράς των εν λόγω μετοχών, απέκτησαν αντιπαροχή ίσης αξίας με την παροχή στην οποία αυτοί προέβησαν, για τον λόγο ότι μπορούσαν να εκποιήσουν τις μετοχές χωρίς δυσκολία την ίδια ημέρα που τις αγόρασαν, εισπράττοντας ισάξιο τίμημα, δεν αποτελεί αιτιολογία σύστοιχη των χαρακτηριστικών της απαιτούμενης δικανικής πεποίθησης, αλλά συνιστά υπερασπιστικό αντίλογο, η ευδοκίμηση του οποίου δεν στηρίζεται σε γεγονότα αλλά αποκλειστικά σε υπόθεση, η οποία δεν ανατρέπει την ενεστώσα περιουσιακή βλάβη που έχει συντελεστεί σε βάρος των ανωτέρω επενδυτών, οι οποίοι είχαν ήδη σπεύσει και αγοράσει τις υπερτιμημένες μετοχές» επισημαίνεται στην έκθεση.
Ο αντεισαγγελέας μέμφεται το δικαστήριο για το γεγονός ότι στην απόφαση παραλείπεται οποιαδήποτε αναφορά σχετικά με τη φύση και τον τρόπο λειτουργίας της χρηματιστηριακής αγοράς, ενώ τονίζει ότι περιορίζεται να αξιολογεί μεμονωμένα τις ενέργειες καθενός εκ των κατηγορουμένων, παραβλέποντας το γεγονός ότι οι ελεγχόμενες πρακτικές τους ήταν «αποτέλεσμα συναπόφασης και σύμπραξης», δίκην σχεδίου, το οποίο επινόησαν και έθεσαν σε εφαρμογή.
Αποδόμηση
Ο ίδιος δεν διστάζει να αποδομήσει το σκέλος της απόφασης εκείνο που θέλει τους επενδυτές -ακόμη κι αν γνώριζαν ότι τα επίμαχα πακέτα μετοχών είχαν πωληθεί σε τιμές μικρότερες από αυτές που ανακοινώθηκαν- να μην έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν τις μετοχές στις μικρότερες αυτές τιμές (αφού η ισχύουσα τιμή ήταν αυτή που είχε διαμορφωθεί στο ηλεκτρονικό σύστημα του Χρηματιστηρίου). Ο κ. Βουρλιώτης εκτιμά εμμέσως πλην σαφώς ότι αν γνώριζαν την πραγματικότητα, θα μπορούσαν και να είχαν ματαιώσει την αγορά μετοχών.
Καταρρίπτει, δε, το σκεπτικό των δικαστών που φέρει τα ποσά με τα οποία ωφελήθηκαν οι κατηγορούμενοι από την πώληση των πακέτων μετοχών να μην προέρχονται από την περιουσία των φερόμενων ως ζημιωθέντων επενδυτών. Το επιχείρημα με βάση το οποίο οι τελευταίοι αγόρασαν τις μετοχές από άγνωστους πωλητές, μέσω του Χρηματιστηρίου, δεν ευσταθεί βάσει της έκθεσης του αντεισαγγελέα. Γιατί; «Τελικοί αποδέκτες του όποιου οφέλους από παρόμοιας φύσης συναλλαγές και ιδιαίτερα, όταν συντρέχει ανορθόδοξη και ποινικά επίμεμπτη παρέμβαση για τη δημιουργία επίπλαστης εικόνας ανόδου, καθώς και καλλιέργειας κλίματος επενδυτικής ευημερίας και μακροπρόθεσμης σταθεροποίησης της αξίας ανωνύμων τίτλων και δη μετοχών ανωνύμων εταιρειών που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, είναι οι μεγαλομέτοχοι των εταιρειών αυτών».