Σοβαρές ενστάσεις εγείρει το επιστημονικό συμβούλιο της Βουλής επί των ρυθμίσεων του νομοσχεδίου του υπουργείου Εσωτερικών με το οποίο καταργούνται ή συγχωνεύονται 23 φορείς του Δημοσίου, ρυθμίζονται θέματα διαθεσιμότητας/κινητικότητας, προωθείται η αξιολόγηση προσωπικού κ.ά. Στην γνωμοδότηση που συνοδεύει το επίμαχο νομοθέτημα, η συζήτηση του οποίου ξεκινά σήμερα Τρίτη 11 Μαρτίου στην Ολομέλεια της Βουλής, τονίζεται ότι «η μεταβολή στο υπηρεσιακό καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων που έχει συνέπειες στην οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, δεν συνάδει προς το συνταγματικό πλαίσιο».

«Όταν ο νομοθέτης επιχειρεί μεταβολές στις δομές της δημόσιας διοίκησης, αυτές πρέπει να είναι προϊόν εμπεριστατωμένης μελέτης, βασιζόμενης στις αρχές της διοικητικής επιστήμης, ώστε να τεκμηριώνεται ότι οι νέες ρυθμίσεις δεν είναι περιστασιακές και αποσπασματικές, αλλά ορθολογικές, διαρκείς και αποτελεσματικές», επισημαίνεται στην εν λόγω έκθεση με βάση τις σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Το επιστημονικό συμβούλιο επικαλείται εξ άλλου, ότι «δημοσιονομικοί λόγοι μπορεί να αποτελούν κριτήριο των επιλογών του νομοθέτη για τον ανακαθορισμό των υπηρεσιών του κράτους και τη διοικητική αναδιοργάνωσή του, όμως, ΄΄οι σχετικές ρυθμίσεις πρέπει αφενός να εισάγονται με τήρηση των συνταγματικών αρχών, σύμφωνα με τις οποίες επιβάλλεται να διασφαλίζονται η ορθολογική, αποτελεσματική και διαρκής λειτουργία της Διοικήσεως και η παροχή των υπηρεσιών που επιβάλλεται να εξασφαλίζονται για τους διοικουμένους στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους δικαίου, και αφετέρου να εναρμονίζονται με τις αναφερθείσες συνταγματικές εγγυήσεις».

Με βάση αυτό το σκεπτικό στην έκθεση υπογραμμίζεται ότι «ο επιδιωκόμενος (…) περιορισμός του Κράτους και η μείωση της δημόσιας δαπάνης (…), καταλήγει στην αντίστοιχη κατά περίπτωση κατάργηση οργανικών θέσεων και την επακόλουθη τροποποίηση των οικείων οργανισμών των υπηρεσιών, χωρίς να βασίζεται σε προηγούμενο ανακαθορισμό των λειτουργιών του Κράτους και μεταρρύθμιση των οργανωτικών αναγκών της Διοικήσεως με ορθολογικό τρόπο, εν όψει και των υφισταμένων εν γένει πόρων και μέσων, (…) η δε σκοπούμενη οργάνωση των επιμέρους υπηρεσιών είναι παρεπόμενο αποτέλεσμα διαδικασίας απομακρύνσεως μονίμων υπαλλήλων με κριτήρια (ηλικία υπαλλήλου και χρόνος υπηρεσίας) τυχαία και συμπτωματικά μη συνδεόμενα με τον επιδιωκόμενο σκοπό και θεσπιζόμενα κατ’ απόκλιση των γενικώς και παγίως ισχυουσών διατάξεων»

Το επιστημονικό συμβούλιο της Βουλής σημειώνει επίσης ότι στο πλαίσιο της παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, έχουν εκδοθεί, προσφάτως, αποφάσεις πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, συμφώνως προς τις οποίες «όταν η κατάργηση των φορέων ΄΄δεν πραγματοποιείται στη βάση ολοκληρωμένης και εμπεριστατωμένης μελέτης αναδιάρθρωσης των δημοσίων υπηρεσιών αλλά στηρίζεται αποκλειστικά στο τυχαίο κριτήριο της κατάληψης θέσεων (..) χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι συγκεκριμένες ανάγκες της καθεμίας υπηρεσίας ή φορέα΄΄, παραβιάζονται οι αρχές της αναλογικότητας, της αξιοκρατίας και της ορθολογικής διάρθρωσης των υπηρεσιών του Δημοσίου».

Όσον αφορά την ανάθεση σε εξωτερικούς συμβούλους, αρμοδιοτήτων οι οποίες αφορούν την αξιολόγηση οργανικών μονάδων και προσωπικού, δυνάμει του αποτελέσματος της οποίας «ολοκληρώνεται η αναδιάρθρωση των δημοσίων υπηρεσιών, συντάσσονται νέα οργανογράμματα, καταργούνται υπηρεσιακές μονάδες περιορισμένου αντικειμένου ή αρμοδιοτήτων, μετακινείται ή μετατίθεται το προσωπικό αυτών και καταργούνται οργανικές θέσεις που πλεονάζουν», το επιστημονικό συμβούλιο κρίνει ότι δεν γίνεται οι αρμοδιότητες αυτές να εκχωρηθούν από το κράτος.

Ένσταση διατυπώνεται και για το θέμα των καταργούμενων θέσεων, τις οποίες το επιστημονικό συμβούλιο εντάσσει στο πλαίσιο των νομοθετικών προβλέψεων περί ομαδικών απολύσεων. «Εφόσον τα ν.π.ι.δ., τα οποία καταργούνται ή συγχωνεύονται αποτελούν επιχειρήσεις του Δημοσίου, οι οποίες λειτουργούν συμφώνως προς τις αρχές της ιδιωτικής οικονομίας, επιδιώκουν, δηλαδή, έσοδα για την αντιμετώπιση των δαπανών τους και κέρδος, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 1387/1983 περί «ελέγχου ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις», και, επομένως, πρέπει να τηρούνται οι ειδικοί περιορισμοί, η διαδικασία και οι διατυπώσεις που θέτει ο ν.1387/1983 και το ευρωπαϊκό δίκαιο», αναφέρεται σχετικά.

Σχετικά με την επιλογή του τρόπου ρυθμίσεων των θεμάτων που σχετίζονται με την κατάργηση οργανικών θέσεων, το συμβούλιο επικαλείται το υπάρχων δικονομικό πλαίσιο βάσει του οποίου ο τρόπος αυτός «πρέπει να κινείται εντός των ορίων που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, δηλαδή να διασφαλίζει την ίση μεταχείριση των υπαλλήλων και να θεσπίζει κανόνες με αντικειμενικά κριτήρια». Και υπενθυμίζει την πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκρινε τι «δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτό, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο θεμιτός σκοπός της αναδιοργανώσεως των δημόσιων υπηρεσιών και της ορθολογικής διαχειρίσεως της αντίστοιχης δημόσιας δαπάνης, να καθορίζονται όροι υποχρεωτικής απομακρύνσεως υπαλλήλων από την υπηρεσία με βάση κριτήρια μη συνδεόμενα με τις λειτουργικές και οργανωτικές ανάγκες της Διοικήσεως».

Ως προς το ζήτημα της διαθεσιμότητας σημειώνεται στην έκθεση ότι «ότι έχουν εκδοθεί, στο πλαίσιο της παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, αποφάσεις πρωτοβάθμιων πολιτικών δικαστηρίων, κατά τις οποίες, επειδή ΄΄ο θεσμός της διαθεσιμότητας που θεσπίσθηκε με τον ν. 4093/2012 εισάγει ένα νέο sui generis είδος απόλυσης υπό προθεσμία΄΄ (…) θίγει κατ’ αρχήν στον πυρήνα τους την συμβατική ελευθερία και την εργασία ως δικαίωμα στην περιουσία του εργαζομένου (…) και προσβάλλει την ανθρώπινη αξία, το απαραβίαστο της οποίας διακηρύττει το άρθρο 2 του Συντάγματος».