Η Ελλάδα ήταν μία τυχερή χώρα γιατί μετά τον εμφύλιο παρά τα μεγάλα προβλήματα της άρχισε να αναπτύσσεται σταδιακά για δεκαετίες όσο και αν την «φρέναραν» οι ταραγμένες πολιτικά περίοδοι. Η ανεργία ήταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα της τάξεως 7 – 10% και τα εισοδήματα είχαν σταθερά ανοδική πορεία.

Αυτό είχε σαν συνέπεια πέρα από τη βελτίωση του επιπέδου ζωής και την αύξηση των καταθέσεων στα πιστωτικά ιδρύματα, από τα υψηλά εισοδήματα που προέκυπταν είτε από τους μισθοδοτούμενους είτε από τους επαγγελματίες γενικότερα. Τις τελευταίες μάλιστα τρείς δεκαετίες η μεσαία τάξη βρισκόταν στο προσκήνιο και κινούσε την οικονομία.

Το κέρδος από την επιχειρηματική δράση ήταν κάτι δεδομένο και το αποτύπωναν τα λογιστικά αποτελέσματα (ισολογισμοί κτλ)
Με λίγα λόγια η κοινωνία προχωρούσε μπροστά, οι εργαζόμενοι έβαζαν κάτι στην άκρη, από τον ιδρώτα τους και από την σκληρή δουλειά τους.
Ήρθε όμως η ώρα της διεθνούς οικονομικής «κρίσης» με αποτέλεσμα να αρχίσει να φαίνεται η αρνητική όψη – η αθέατη πλευρά των ελλειμμάτων – και οι αρνητικές εξελίξεις στην οικονομία. Άρχισαν οι μειώσεις στους μισθούς –συντάξεις κι αυτό δημιούργησε το ντόμινο στην επιχειρηματική δραστηριότητα με συνέπεια την μείωση του τζίρου των επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα το κλείσιμο πολλών απ’ αυτών, με τις στρατιές ανέργων και την φτώχεια να επανεμφανίζεται.
Όμως δεν είναι μόνο αυτό, το πρόσωπο της ύφεσης, που γνωρίσαμε τα τελευταία έξι χρόνια. Ακολούθησε η αβάσταχτη φορολογία. Τους τελευταίους 10 μήνες έχουμε κληθεί να πληρώσουμε 8,5 δισ. ευρώ περισσότερους φόρους από όσους κατέβαλαν νοικοκυριά και επαγγελματίες το 2012 (φόρος εισοδήματος, αυξημένο τέλος επιτηδεύματος, ειδική εισφορά αλληλεγγύης, ΕΕΤΑ, ΦΑΠ 2011, 2012 και 2013, φόρος πολυτελούς διαβίωσης, τέλη κυκλοφορίας), με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην επαρκούν τα εισοδήματα για την πληρωμή των υποχρεώσεων πολιτών και επαγγελματιών αλλά ταυτόχρονα να συρρικνώνονται και οι αποταμιεύσεις.

Κι αυτό γιατί παράλληλα με τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος αυξάνεται το κόστος ζωής κυρίως μέσω των τιμολογίων των βασικών αγαθών (ΔΕΗ, νερό, καύσιμα και κυρίως το καλάθι της νοικοκυράς) που ανεβαίνουν.

Με λίγα λόγια βλέπουμε να συνεχίζεται η ακραία λιτότητα μέσω της συνεχούς μείωσης των εισοδημάτων και της αύξησης των φόρων και του κόστους ζωής.
‘Ετσι εξηγείται και το φαινόμενο να αυξάνεται χρόνο με το χρόνο το συνολικό ύψος των χρεών πολιτών και επιχειρηματιών πρός το δημόσιο με αποτέλεσμα να ξεπεράσει τα 63 δισ. ευρώ(!). Ετσι εξηγείται και το ρεκόρ των «κόκκινων δανείων» πρός τις τράπεζες.
Αυτό, το αρνητικό εισόδημα το οποίο «εισπράττουμε» από τη σημερινή πολιτική και με το οποίο μας υποχρεώνουν να ζήσουμε τα επόμενα χρόνια, είναι το μεγάλο πρόβλημα της οικονομίας. Ηρθε πλέον η ώρα να αναζητήσουμε στην οικονομική επιστήμη πολιτικές που θα μας βγάλουν από το αδιέξοδο του παραλογισμού που βιώνουμε.

*O κ. Παναγιώτης Μπατσαρισάκης είναι οικονομικός – επιχειρηματικός σύμβουλος