Μπορεί το ΔΝΤ να αντιλαμβάνεται ότι πλέον το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι η συσσώρευση των χρεών των ιδιωτών στην Εφορία, στα ασφαλιστικά ταμεία και στις τράπεζες, όμως οι λύσεις που έχει επιβάλει και εφαρμόζει η κυβέρνηση είναι ανεπαρκείς.
Η ρύθμιση των οφειλών προς την Εφορία και τα Ταμεία, η «νέα αρχή» όπως ονομάστηκε, η οποία δίνει τη δυνατότητα τακτοποίησης χρεών σε 48 δόσεις, αποδείχθηκε αδύναμη μπροστά στο τεράστιο ύψος των οφειλών που γέννησε η πρωτοφανής ύφεση και η κρίση της οικονομίας.
Ηδη ο αριθμός των δόσεων και η δυνατότητα που δίνει το Δημόσιο έχει περιοριστεί σε λιγότερες από 40 μηνιαίες δόσεις, αλλά αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι για μεγάλα ποσά οφειλών οι επιχειρηματίες κατά κύριο λόγο αδυνατούν να καταβάλουν τη δόση.
Η οικονομική επιστήμη οφείλει να καταθέσει προτάσεις και λύσεις που θα άρουν τα αδιέξοδα που έχουν δημιουργηθεί. Και το μεγαλύτερο, όπως προαναφέραμε, είναι τα χρέη των ιδιωτών στο Δημόσιο. Αυτό λοιπόν που οφείλει να εξετάσει η κυβέρνηση είναι να απελευθερώσει όλους όσοι οφείλουν στο Δημόσιο με μια νέα γενναία ρύθμιση στην οποία θα μπορούν να ενταχθούν όλοι οι φορολογούμενοι –νοικοκυριά και επιχειρηματίες –και να πληρώνουν δόσεις ανάλογα με το πραγματικό τους εισόδημα.
Αν λοιπόν το κράτος έδινε τη δυνατότητα ρύθμισης των οφειλών σε 120 μηνιαίες δόσεις, δηλαδή σε 10 χρόνια, και αποφάσιζε με αυτόν τον τρόπο να απελευθερώσει χιλιάδες επιχειρηματίες από το αδιέξοδο και να τονώσει την αγορά και την οικονομία τότε μόνο κέρδος θα είχε.
Μια οφειλή 20.000 ευρώ προς την Εφορία σήμερα μπορεί να ρυθμιστεί π.χ. σε 24 δόσεις (20.000:24=833 ευρώ) και με διάφορες προσαυξήσεις και πρόστιμα χρειάζεται να καταβάλει ο φορολογούμενος 900 ευρώ μηνιαίως.
Με τη ρύθμιση των 120 δόσεων (20.000:120=167 ευρώ) με προσαυξήσεις το ανώτατο ύψος της καταβολής είναι 180 ευρώ μηνιαίως. Αν βέβαια οι δόσεις είναι 180 (δηλαδή η ρύθμιση γίνει σε βάθος δεκαπενταετίας) το ποσό της δόσης θα ήταν μόλις 111 ευρώ τον μήνα και με προσαυξήσεις 120 ευρώ τον μήνα.
Η διαφορά λοιπόν μεταξύ της δόσης των 120 ευρώ και 900 ευρώ είναι 780 ευρώ τον μήνα, τα οποία πρώτον θα «πέσουν» στην αγορά, δεύτερον τα 120 ευρώ βρίσκονται εύκολα, τα 900 δύσκολα έως αδύνατον, τρίτον αποκτούν φορολογική ενημερότητα όλοι.
Ετσι απελευθερώνονται οι μεταβιβάσεις, πληρώνονται φόροι απ’ αυτές, πληρώνονται χίλια δυο άλλα χρέη προς τις τράπεζες, τους οργανισμούς και όπου αλλού υπάρχει ανάγκη. Το κράτος εισπράττει ΦΠΑ από το χρήμα που κυκλοφορεί στην αγορά και γενικά το ψυχολογικό κλίμα γίνεται καλύτερο γιατί παύει η μέγγενη να πνίγει τον φορολογούμενο. Θα μπορούσε να μιλά κανείς ώρες για τα ευεργετικά αυτής της ρύθμισης.
Τώρα ας δούμε τις αντιδράσεις αυτής της πρότασης και τις δυσκολίες. Καλά όλα αυτά που προαναφέρθηκαν και αναρωτιέται κανείς και αντιδρά κιόλας, αυτός που πληρώνει στην ώρα του γιατί πληρώνει και εύλογη η αντίδραση. Αυτός λοιπόν που πληρώνει έγκαιρα να έχει μια γενναία έκπτωση έως 30% στον φόρο του σε αντίθεση με αυτόν που καθυστερεί και ρυθμίζεται που θα πληρώνει και γενναίες προσαυξήσεις, αλλά σε μακροπρόθεσμες δόσεις.
Βέβαια η Τρόικα θα πιέζει για εισπράξεις εδώ και τώρα, αλλά όλα σε μια οικονομία έχουν όρια, όταν δεν υπάρχει πρώτα απ’ όλα κλίμα δεν μπορεί να κινηθεί η οικονομία, δεν μπορεί η παραγωγική μηχανή να λειτουργήσει.
Η κρίση χρειάζεται απλές και καθαρές προτάσεις. Μην ξεχνάμε ότι ο Ελληνας ο ενθουσιώδης κάνει θαύματα. Μη μείνουμε στην μιζέρια των καιρών, ας ανασυγκροτηθούμε…
* Ο κ. Παναγιώτης Μπατσαρισάκης είναι οικονομικός-επιχειρηματικός σύμβουλος.