Μπορεί να χρειάζεται να ανεβείτε 1.056 (που λέει ο λόγος) σκαλιά για να φθάσετε στο νούμερο 56 της οδού Πλουτάρχου στο Κολωνάκι, όπου στην είσοδο μιας πολυκατοικίας κρύβεται το «ομοάριθμο» μπαρ, ωστόσο η ανάβαση θα σας αποζημιώσει. Είχαμε ακούσει πολλά και καλά για αυτό το στέκι της τζαζ, αλλά και του ουίσκι, που αποτελεί κλασική αξία για όσους εκτιμούν αυτές τις αδιαμφισβήτητα διαχρονικές αξίες. Και έτσι μια Παρασκευή βράδυ τραβήξαμε την ανηφόρα, ώσπου φθάσαμε στην είσοδο του Bar 56 για την οποία θα πρέπει είστε να προσεκτικοί, ώστε να μη σας ξεφύγει.

Τζαζ και ουίσκι
{{{ moto }}}

Μερικά σκαλάκια οδηγούν σε ένα ημιυπόγειο το οποίο αναδίδει οικειότητα παριζιάνικη αλλά και νεοϋορκέζικη – με πινελιές χριστουγεννιάτικες, και ας είχαν περάσει τα Χριστούγεννα όταν εμείς το επισκεφθήκαμε, στα μέσα Ιανουαρίου. Ξύλινα τραπέζια, δερμάτινοι πάγκοι, μεγάλη ξύλινη μπάρα, σκούρες ταπετσαρίες με λαχούρια, vintage αφίσες κινηματογραφικών επιτυχιών, αλλά και αστεριών του στερεώματος της τζαζ στους τοίχους, φωτάκια που κρέμονται από το ταβάνι κάνοντάς το… έναστρο, αλλά και έλατα, χριστουγεννιάτικες μπάλες και γιρλάντες ήταν το ζεστό ντεκόρ που μας έκανε να νιώσουμε ότι εκεί μέσα οι γιορτές δεν τελειώνουν ποτέ. Κόσμος όλων των ηλικιών – ήταν χαρακτηριστικό ότι το «56» συνταίριαζε τις 20χρονες φοιτήτριες με τους (τουλάχιστον) 70χρονους πιστούς της καλής μουσικής και του «ψαγμένου» ποτού. Εμείς, πάντως, βολευτήκαμε σε έναν ξύλινο πάγκο με δύο σκαμπό, κάπου στο κέντρο του μπαρ, καθώς η μεγάλη ξύλινη μπάρα ήταν κατειλημμένη. Υπό τους jazzy ήχους – είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι σε κάποιες φάσεις παίζονταν πολλές και διαφορετικές, τζαζίστικες διασκευές του ίδιου κομματιού, όπως το «Fly Me to the Moon» – παραγγείλαμε από τον, φειδωλό ομολογουμένως, κατάλογο τι άλλο; Ουίσκι. Ο κατάλογος γράφει μόνο τα απολύτως απαραίτητα για τις τιμές (απλά ποτά €7, σπέσιαλ €11, μπίρα €3-€5 και κρασί €5) ενώ τις περαιτέρω διευκρινίσεις δίνει ο ευγενικός σερβιτόρος – που εκείνη τη νύχτα εκτελούσε και χρέη μπάρμαν. Η πάντα πιο έτοιμη για προκλήσεις Τόνικ προσανατολίστηκε προς τα σπέσιαλ και, ακολουθώντας τις συμβουλές του, επέλεξε ένα καπνιστό ουίσκι Laphroaig (της άρεσε τόσο, που παρήγγειλε επαναληπτικό γύρο), ενώ η Τζιν αρκέστηκε σε ένα Jameson. Τα ποτά ήλθαν συνοδεία ξηρών καρπών, λίγο καθυστερημένα οφείλουμε να πούμε, κάτι που ήταν επόμενο, αφού το ίδιο άτομο έπρεπε να εξυπηρετεί μέσα και έξω από την μπάρα. Ωστόσο αυτό δεν φάνταζε ενοχλητικό στο χαλαρό κλίμα του «56» το οποίο, ακόμη και αν είσαι σε κακή διάθεση, σε παρασύρει. Ετσι, λοιπόν, χαλαρώσαμε συζητώντας μέχρις ότου το ρολόι έδειξε την προχωρημένη ώρα του γυρισμού.

Συμπέρασμα: Θα ξαναπάμε σίγουρα στο «56», και μάλιστα όχι μόνο μια φορά.

*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET την Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014.