Διεθνής επιστημονική ομάδα ανακάλυψε ένα γονίδιο που συνδέει την ευφυΐα με την πυκνότητα της φαιάς ουσίας στον εγκέφαλο, γεγονός που μπορεί να βοηθήσει μελλοντικά στην καλύτερη κατανόηση του πώς και γιατί ορισμένοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες.

Όπως αναφέρεται σε άρθρο του επιστημονικού εντύπου Molecular Psychiatry, ομάδα ειδικών, με επικεφαλής τη δρα Σιλβάν Ντεριβιέρ από το Ινστιτούτο Ψυχιατρικής του Βασιλικού Κολεγίου του Λονδίνου, ανέλυσε δείγματα DNA και διεξήγαγε απεικονίσεις του εγκεφάλου σε περισσότερα από 1.500 υγιή παιδιά, 14 ετών, τα οποία υπέβαλε και σε σειρά τεστ για τη λεκτική και μη λεκτική νοημοσύνη τους.

Οι ερευνητές εξέτασαν τον εγκεφαλικό φλοιό, το εξωτερικό στρώμα του εγκεφάλου γνωστό και ως φαιά ουσία που παίζει ρόλο στη μνήμη, στην προσοχή, στη σκέψη, στη γλώσσα, στη συνείδηση και στην αντιληπτική συνειδητότητα.

Ανάλυση περισσότερων από 54.000 γονιδιακών παραλλαγών

Στην συνέχεια ανέλυσαν περισσότερες από 54.000 γονιδιακές παραλλαγές που πιθανόν να εμπλέκονται στην εγκεφαλική ανάπτυξη και διαπίστωσαν ότι κατά μέσο όρο, οι έφηβοι με μια συγκεκριμένη γονιδιακή παραλλαγή είχαν λεπτότερο φλοιό στο αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου τους. Αυτοί είχαν και τις λιγότερο καλές επιδόσεις στα τεστ νοητικών ικανοτήτων.

«Η γονιδιακή παραλλαγή που εντοπίσαμε σχετίζεται με την πλαστικότητα των συνάψεων, δηλαδή τον τρόπο επικοινωνίας μεταξύ των νευρώνων. Αυτό θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τι συμβαίνει σε νευρωνικό επίπεδο σε συγκεκριμένες μορφές νοητικής φθοράς, στις οποίες η ικανότητα των νευρώνων να επικοινωνούν αποτελεσματικά μεταξύ τους μειώνεται με κάποιον τρόπο», εξηγεί η ερευνήτρια.

Δεν βρέθηκε το «γονίδιο της ευφυΐας»

Σπεύδει δε να διευκρινίσει ότι η μελέτη σε καμιά περίπτωση δεν συνετέλεσε στην ανακάλυψη του «γονιδίου της ευφυΐας». «Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι η νοημοσύνη επηρεάζεται από πολλούς γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Το γονίδιο που ανακαλύψαμε εξηγεί μόνο μια μικρή αναλογία των διαφορών στην νοητική ικανότητα», επισημαίνει.

Η νέα μελέτη αναμένεται να βοηθήσει τους επιστήμονες να αποκτήσουν καλύτερη εικόνα για τους βιολογικούς μηχανισμούς που κρύβονται πίσω από αρκετές ψυχικές νόσους και διαταραχές, όπως η σχιζοφρένεια και ο αυτισμός – τα άτομα με τέτοιου είδους παθήσεις συνήθως εμφανίζουν και μειωμένες γνωστικές ικανότητες.

Το γονίδιο ΝΡΤΝ

Η γενετική παραλλαγή που εντόπισε η επιστημονική ομάδα επιδρά στη λειτουργία του γονιδίου NPTN, το οποίο κωδικοποιεί για μια πρωτεΐνη που δρα επί των νευρωνικών συνάψεων και επομένως επηρεάζει τον τρόπο που επικοινωνούν τα εγκεφαλικά κύτταρα μεταξύ τους.

Προς επιβεβαίωση, οι επιστήμονες μελέτησαν το γονίδιο NPTN πιο στενά σε ζωικά και ανθρώπινα εγκεφαλικά κύτταρα και παρατήρησαν ότι είχε διαφορετική δραστηριότητα στο αριστερό και στο δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου.

Αυτό δείχνει ότι το αριστερό ημισφαίριο μπορεί να είναι πιο ευαίσθητο στις επιπτώσεις των μεταλλάξεων του NPTN, και ότι ορισμένες διαφορές στη νοητική ικανότητα οφείλονται στη μειωμένη λειτουργία του NPTN σε συγκεκριμένες περιοχές του αριστερού εγκεφαλικού ημισφαιρίου.