Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να αντιληφθώ τη διαφορά ανάμεσα στους πολυάριθμους, που συνωστίζονται στις Εφορίες, αλλοπαρμένοι από τη μυστηριώδη «οδηγία» στο κινητό τους, από εκείνους τους ολιγάριθμους κεντροαριστερούς, που προβληματοποιούν το πρόβλημά τους. Και οι μεν και οι δε, δεν είναι οι απελπισμένοι που πιστεύουν σε χίμαιρες; Με μια όμως διαφορά: οι πρώτοι, δεν (θα) έχουν στον ήλιο μοίρα. Οι δεύτεροι, (θα) έχουν θέση στη Βουλή.
Τι άνθρωποι όμως είναι αυτοί που πείθονται από τον τελευταίο ανώνυμο προβοκάτορα ή από τον πρώτο επώνυμο πολιτευτή πως κάτι πρόκειται να αλλάξει στη χώρα όπου τα δανεικά της τα δανείζουν ξανά όσοι την κυβερνούν σ’ εκείνους από τους οποίους κυβερνώνται, προκειμένου να κυβερνούν;
Στην Ελλάδα η παθολογική κατάσταση δεν διακρίνεται από τη σπανιότητα των εκδηλώσεών της αλλά από τη συχνότητά τους, θα ισχυριζόμουν πως τις καταστατικές αξίες δεν τις καθιερώνουν οι «υγιείς», αλλά οι «άρρωστοι». Η Ελλάδα είναι καλά, επειδή είναι άρρωστη. Και επειδή η αρρώστια της εξελίχθηκε σε υγεία –όπως συμβαίνει με την παράπλευρη κυκλοφορία που αναπτύσσει μια άρρωστη καρδιά –η Ελλάδα πρέπει να ζήσει και θα ζήσει. Διότι, απλούστατα, η γενετική έννοια της μετάλλαξης δεν είναι ούτε ανήθικη ούτε ηθική, αλλά βιολογική. Οπότε, όχι η ελληνική Πολιτεία αλλά η ελληνική Βιοεξουσία αντιμεταθέτει τις έννοιες του κανονικού και του παθολογικού στηριγμένη στο κεκτημένο της μετάλλαξης, χωρίς την οποία δεν θα υπήρχε ούτε Πολιτεία ούτε Βιοεξουσία. Και πρέπει να είμαστε περήφανοι που τα αντανακλαστικά μας και οι κιναισθητικές μας λειτουργίες, όλες δηλαδή οι βιολογικές ρυθμίσεις, απέδωσαν, ώστε να μη χρειάζεται ούτε καν να συζητάμε για νόμιμα ή παράνομα δάνεια, μίζες σε ανώτερους αξιωματικούς ή λίστες φοροφυγάδων πολιτικών. Ιδού το τίμημα της μακροημέρευσης της Ελλάδας μας: η επιτυχής γενετική της μετάλλαξη. Επιβιώνει και ανταποκρίνεται στην έννοια της ζωής μ’ έναν τρόπο που επιτρέπει στον νεοέλληνα να μετακινείται εισπράττοντας ζωτικές πληροφορίες για το χρήμα, όπως οι μέδουσες στα παράκτια για το πλαγκτόν.
Δεν θα επιθυμούσα να εξαιρέσω τον εαυτό μου από το βιολογικό αυτό δώρο του ελληνικού φωτός, που δίνει το «χρώμα» της συμπεριφοράς όλων μας, τόσο στην πανίδα των υπουργών όσο και στη χλωρίδα των διανοούμενων. Ας μου συγχωρεθεί για αυτό η άποψή μου για την αλήθεια, η οποία δεν λειτουργεί χωρίς τον συνυπολογισμό αυτού του «χρώματος» (και του χρωμοσώματος), όπως άλλωστε και η κατασκευή της επιστήμης του ζώντος, δεν θα ίσχυε χωρίς τον συνυπολογισμό του τέρατος. Ολοι συμβάλαμε στην κινητικότητα (και την κοινωνικότητα) αυτής της κοινωνίας που αξιολογείται όχι από τον ΑΣΕΠ αλλά από τα τέρατα (και τα απολιθώματα). Είμαστε ήρωες όχι μόνο των Ελεύθερων Πολιορκημένων αλλά και των Δαιμονισμένων, διότι βιώνουμε συγχρόνως διαψεύσεις και επαληθεύσεις αναγνωρίζοντας τελικά ότι αυτός είναι ο Ελληνας. Και «η φύση της Ιδέας» για την οποία γράφει ο Σολωμός, «αναβαθμίζεται» σε βιολογική έννοια προς όφελος μιας ειδικής ανάλυσης της ιδιοσυγκρασίας μας.
«Ενας εκ γενετής ραιβόπους, ένας ομοφυλόφιλος, ένας διαβητικός, ένας σχιζοφρενής, θέτουν αναρίθμητα ερωτήματα που παραπέμπουν στο σύνολο των ανατομικών, εμβρυολογικών, φυσιολογικών και ψυχολογικών ερευνών» γράφει ο Ζωρζ Κανγκιλέμ*. Εμείς δεν θέτουμε κανένα πεδίο έρευνας. Και όταν, παρά ταύτα, το θέτουμε, τότε τον ομοφυλόφιλο τον αναθέτουμε στις Γραφές ή τον σχιζοφρενή στην πολιτική οικονομία. Πάλι καλά, θα μπορούσε να συμβαίνει και το αντίθετο.
*Ζ. Κανγκιλέμ, Το κανονικό και το παθολογικό, μτφρ. Γ. Φουρτούνης, νήσος, 2007.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



