Αναγνωρίζω ότι η παρουσίαση του καλού πλην ακριβού εστιατορίου Tudor Hall στο King George µπορεί να φανεί για κάποιους προκλητική εν µέσω οικονοµικού ζόφου. Και θα συµφωνούσα, αν θεωρούσα ότι η στήλη αυτή έχει ως σκοπό να προτείνει µόνο φθηνά εστιατόρια. Ο βασικός στόχος της στήλης, όµως, είναι να επισηµαίνει και να αναδεικνύει εστιατόρια, ανεξαρτήτως τιµής, στα οποία συµβαίνει κάτι σηµαντικό και στα οποία διαµορφώνονται τάσεις και κάµπτονται αντιστάσεις. Το αν κανείς θεωρήσει ότι αξίζει τον κόπο του και τα χρήµατά του να επισκεφθεί ένα ακριβό αλλά σηµαντικό εστιατόριο είναι δικό του θέµα. Ειδάλλως, το προσπερνά και ούτε γάτα ούτε ζηµιά.

Τι είναι αυτό λοιπόν που κάνει το οµολογουµένως ακριβό Tudor Hall τόσο σηµαντικό; Κατ’ αρχάς, η διαχείριση του King George, και άρα του Tudor Hall, έχει περιέλθει στο γειτονικό ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία», το οποίο σηµαίνει ότι πλέον υπεύθυνος σεφ του εστιατορίου είναι ο Σωτήρης Ευαγγέλου. Ο Ευαγγέλου, µε θητεία στο Μακεδονία Παλλάς, στο King George (και πάλι, παλαιότερα), στο InterContinental και τώρα στη «Μεγάλη Βρεταννία», θεωρείται σχεδόν από όλον τον κόσµο της γαστρονοµίας, ένας πατριάρχης της ελληνικής κουζίνας ο οποίος ξεχωρίζει από όλους τους συνήθεις ξενοδοχειακούς σεφ, διότι, αφενός, αντί του απρόσωπου διεθνούς ρεπερτορίου που συνήθως σερβίρεται στα µεγάλα ξενοδοχεία, αυτός προτιµά την ελληνική κουζίνα και, αφετέρου, τα πιάτα του διακρίνονται σχεδόν πάντα από µια απαράµιλλη νοστιµιά.

O σεφ Σωτήρης Ευαγγέλου.

Ενα από τα όνειρά µου ήταν να δω κάποια στιγµή την αστική ελληνική κουζίνα (και ίσως αργότερα την τοπική) να µπαίνει στα σαλόνια της υψηλής γαστρονοµίας. Ναι µεν αυτό εν µέρει έχει γίνει µε τη Νέα Ελληνική Κουζίνα, αλλά, λόγω αποδόµησης και έντονου δηµιουργικού «πειράγµατος», η ελληνική αστική κουζίνα που προκύπτει είναι σχεδόν αγνώριστη. Να, όµως, που έφτασε η ώρα της αναβαθµισµένης ελληνικής αστικής κουζίνας αυτής καθαυτήν να σερβιριστεί σε έναν από τους πιο βαρύτιµους χώρους της Αθήνας: το ανακαινισµένο Tudor Hall στο επίσης ανακαινισµένο King George.

Επισκέφθηκα το εστιατόριο τις πρώτες ηµέρες που άνοιξε και ενδεχοµένως τα πιάτα να έχουν εξελιχθεί, ή κάποια να έχουν αλλάξει, αλλά η ουσία παραµένει η ίδια: σε έναν χώρο τόσο πολυτελή σαν τριάστερο παρισινό εστιατόριο, µε θέα στη µεγαλοπρεπή Ακρόπολη, σερβίρεται µπριάµ. Με φέτα. Και γιουβέτσι µε µοσχαρίσια µάγουλα σιγοµαγειρεµένα µε ρίγανη, θυµάρι και δενδρολίβανο συνοδεία αρσενικού Νάξου. Και σπάλα αρνιού ψητή. Και σφυρίδα σε κρούστα ελιάς µε γαρίδες Μικρολίµανο και φέτα. Και χταπόδι ψητό µε πουρέ µελιτζάνας, που βγάζει µια απίστευτη αίσθηση Ελλάδας.

Μα, θα µου πείτε, τέτοια φαγητά µπορώ να βρω και σε µια ταβέρνα και να πληρώσω πολύ, µα πολύ λιγότερα. Σωστά, αλλά αυτή την εµπειρία της αξεπέραστης γευστικότητας, τις λεπτές αποχρώσεις και τις σύνθετες γεύσεις που αναδεικνύονται πάνω σε έναν πολύπλοκο καµβά γαστρονοµικής ελληνικότητας, δεν θα τη βρίσκαµε σε καµία ταβέρνα. Βλέπετε, ο Ευαγγέλου, µαζί µε τον συνεργάτη του στην κουζίνα, τον Αλέξανδρο Κοσκινά, πέρα από το ότι επιλέγουν µε µεγάλη προσοχή την εξαιρετική πρώτη ύλη, ενσωµατώνουν στο µπριάµ όλες τις σύγχρονες µαγειρικές τεχνικές οι οποίες επιτρέπουν να αναδειχτεί το ελληνικό φαγητό στην πλήρη δόξα του. Δεν µπαίνουν απλώς τα λαχανικά σε ένα τσουκάλι, αλλά µεταµορφώνονται µέσα από πολύπλοκες και σύνθετες µαγειρικές τεχνικές σε ένα µεγαλοπρεπές πιάτο, το οποίο όµως δεν έχει χάσει τίποτε από την ελληνικότητά του. Ακόµη και κάποια δηµιουργικά «πειράγµατα» είναι τόσο διακριτικά, που µε κανέναν τρόπο δεν κλέβουν την παράσταση από το απόλυτο ελληνικό µπριάµ.

Δεν είναι ότι µε έχει πιάσει η εθνικοφροσύνη, όµως θεωρώ κρίµα τα καλά και ακριβά εστιατόριά µας να µιµούνται εδώ και τόσο καιρό έναν επαρχιώτικο γαλλισµό στο φαγητό ακριβώς επειδή θεωρούν ότι δεν µπορούν να χρεώσουν ένα κάρο λεφτά για ένα απλό µπριάµ. Οµως η καλή και αυθεντική γαστρονοµία δεν είναι καθόλου σνοµπ, ούτε ως προς τα υλικά ούτε ως προς το είδος του φαγητού. Αρκεί αυτό να είναι µεγαλοπρεπώς µαγειρεµένο. Οπως το µπριάµ στο Tudor Hall. Κι αυτό είναι µια αχτίδα φωτός στον οικονοµικό ζόφο.

Τudor Hall: Βασιλέως Γεωργίου 3, ξενοδοχείο King George II, Σύνταγµα, τηλ. 210 3222 210

ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΑ

Για όσους επιµένουν, πάντως, για καλά και φθηνά εστιατόρια, ιδού τρεις προτάσεις για ψησταριές:

Η πρώτη είναι το Διόνυσος (Ιθάκης 9 & 12, τηλ. 210 8211 369) στην πλατεία Αγίου Γεωργίου, στην Κυψέλη, όπου όχι µόνο θα φάτε το καλύτερο, κατά την άποψή µου, σουβλάκι στην Αθήνα, αλλά τα µεσηµέρια υπάρχουν και εξαιρετικά µαγειρευτά. Ενίοτε µπριάµ…

Η δεύτερη είναι το Αγρίνιο (Σινώπης 18, τηλ. 210 7718 384), στους Αµπελοκήπους, όπου πάνω σε λαδόκολλα θα φάτε ένα εξαιρετικά ζουµερό κοντοσούβλι µε πατάτες τηγανητές. Και το καλαµάκι δεν είναι καθόλου κακό.

Ο Βλάχος (Καραµανλή 1 & 17 Νοέµβρη 11, τηλ. 210 6130 672), στα Μελίσσια, προσφέρει µε απίστευτη γενναιοδωρία χοιρινά µπριζολάκια πάνω σε ένα βουνό πατάτες (µια µερίδα κάνει για τρία άτοµα), όπως επίσης και ωραιότατες χωριάτικες πίτες ψηµένες ολόκληρες στα κάρβουνα.

*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET την Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013.