Gregoire Chamayou
Ανθρωποκυνηγητό –
Ιστορία και φιλοσοφία της κυνηγετικής εξουσίας
Μετάφραση Ιωάννα Χονδρού,
Αλλότροπο, Αθήνα 2013,
σελ. 230, τιμή 15 ευρώ

Για την ανθρώπινη επιθετικότητα και για τη βία που ασκεί άνθρωπος σε άνθρωπο έχουν αναπτύξει σπουδαίες θεωρίες ο N. Elias (Η διαδικασία του πολιτισμού, Αλεξάνδρεια, 1996) και ο R. Girard (Το εξιλαστήριο θύμα, Εξάντας, 1991). Ο πρώτος θεωρεί ότι η επιθετικότητα έχει βιολογική βάση, είναι ορμική τάση και ηδονή και κατά τον Μεσαίωνα η ληστεία, η μάχη, το κυνήγι και η θανάτωση ανθρώπων και ζώων ανήκαν στις κοινωνικώς αποδεκτές χαρές της ζωής για τους ισχυρούς.

Στη συνέχεια, με τη διαδικασία του πολιτισμού μετατρέπεται και ελέγχεται η θυμική ζωή, τα πρότυπα αλλάζουν και η εκτόνωση του θυμικού διαμέσου της σωματικής βίας περιορίζεται πια σε συγκεκριμένους χρονικούς και χωρικούς θύλακες. Ο δεύτερος, ο Girard, πιστεύει ότι υπάρχει ένα είδος ακόρεστης βίας στις ανθρώπινες κοινωνίες, η οποία αποφορτίζεται βρίσκοντας ένα υποκατάστατο του πλάσματος που προκαλεί την οργή, ένα εξιλαστήριο θύμα που είναι ευάλωτο και προσιτό.
Αυτή θεωρεί πιθανή σημασία της ιστορίας του Κάιν και του Αβελ. Ο Κάιν καλλιεργεί τη γη και προσφέρει στον Θεό τη σοδειά του. Ο Αβελ είναι βοσκός και θυσιάζει τα νεογέννητα του κοπαδιού του. Εφόσον ο Κάιν δεν έχει ζώα για θυσία, ο Αβελ παίρνει τη θέση του εξιλαστήριου θύματος.
Ο Grégoire Chamayou, φιλόσοφος και καθηγητής στο Paris Ouest, «πιάνει το νήμα» και συνεχίζει το έργο των δύο μεγάλων στοχαστών προσπαθώντας να εντοπίσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα κίνητρα και τη λειτουργία των μεγάλων φαινομένων ανθρωποκυνηγητού.
Υποστηρίζει και παρουσιάζει με έξοχο τρόπο ότι, αντίθετα με εκείνο που υποστηρίζει η θεωρία του αποδιοπομπαίου τράγου, η επιλογή του ανθρώπινου θηράματος ποτέ δεν είναι αυθαίρετη ή αδιάφορη. Υπακούει σε στοχευμένες κάθε φορά στρατηγικές, τις οποίες θα πρέπει να κατανοήσουμε αντί να τις συμπεριλάβουμε σε ένα ομοιόμορφο μοντέλο.
Αρχίζοντας από τους βιβλικούς Νεβρώδ και Αβραάμ ο συγγραφέας παρουσιάζει τα δύο μοντέλα ανθρωποκυνηγητού που αποτελούν προϋπόθεση της κυριαρχίας: Το κυνήγι που αιχμαλωτίζει και το κυνήγι που αποκλείει, τα οποία συνοδεύονται από τη θεωρία που εξηγεί γιατί, λόγω ποιας διαφοράς, ποιας διάκρισης, ορισμένοι μπορούν να κυνηγηθούν και άλλοι όχι.
Ο Νεβρώδ, ο βασιλιάς-κυνηγός, έχει σκοπό τη συσσώρευση, ενώ ο Αβραάμ, ο καλός ποιμένας που φροντίζει το κοπάδι του, δεν διστάζει να θυσιάσει το ανυπάκουο πρόβατο, εκείνο που τολμά να απομακρυνθεί από το μαντρί ή να δράσει εκτός των οδηγιών του. Ετσι, στο κυνηγετικό μοντέλο άνθρωποι διώκονται, ενώ στο ποιμενικό αποκλείονται από την ασφάλεια της κοινότητας.
Στη συνέχεια ο Chamayou αναφέρεται σε μορφές ανθρωποκυνηγητού, καταδεικνύοντας πώς η σχέση εξουσίας ακολουθεί ορισμένη σειρά, κατά την οποία ο λευκός είναι κύριος των σκλάβων των οποίων γίνεται προοδευτικά κυρίαρχος και ποιμένας. Πιο συγκεκριμένα: Η κυνηγετική εξουσία εμφανίζεται κατ’ αρχάς ως προϋπόθεση για την αρχαία δουλοκτητική κυριαρχία που θεωρεί ότι υπάρχουν «φύσει δούλοι».
Το κυνήγι των Ινδιάνων είναι μια οικονομική δραστηριότητα που εξασφαλίζει μελλοντικούς σκλάβους ή, με τον θάνατό τους, την κατάκτηση του εδάφους. Ομως το επιχείρημα είναι άλλο: «Οι Ινδιάνοι είναι βάρβαρα και απάνθρωπα πλάσματα, στα οποία η πολιτισμένη ζωή και τα ειρηνικά έθιμα είναι ξένα […] ο πόλεμος εναντίον τους είναι νόμιμος και βάσει του φυσικού δικαίου…». Οι μαύροι της Αφρικής είναι κατώτεροι και έχουν ευθύνη οι ίδιοι για την κατάστασή τους εφόσον δεν αντιδρούν καν. Η ζωή τους δεν έχει καμία αξία και αν τολμήσουν να δραπετεύσουν, θα αναλάβει να τους κυνηγήσει ο ανθρωποκυνηγός με τα ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά.
Το κυνήγι των φτωχών και των απόκληρων αρχίζει από τον 16ο αιώνα με σκοπό αρχικά να εξαλειφθεί η φτώχεια και στη συνέχεια για να δημιουργηθεί η κατηγορία των μισθωτών εργαζομένων που θα συνδράμει στη συσσώρευση του κεφαλαίου. Σε ό,τι αφορά τους μακροχρόνιους διωγμούς των Εβραίων, σημειώνει ο συγγραφέας, κατά τη Μεγάλη Κρίση ο αντισημιτισμός έγινε μια μικροαστική ιδεολογία, η οποία διαχώριζε το καλό βιομηχανικό κεφάλαιο από το κακό, το καλό εθνικό κεφάλαιο από το κακό ξένο κεφάλαιο, μετατρέποντας τον Εβραίο σε ενσάρκωση των ολέθριων επιπτώσεων της δύναμης του χρήματος.
Από τις αρχές σχεδόν του 20ού αιώνα το «ο νέγρος πρέπει να παραμείνει στη θέση του» έχει γίνει «έξω οι ξένοι» και το ξενοφοβικό κυνήγι έχει σκοπό να στρέψει εκμεταλλευόμενους εναντίον εκμεταλλευομένων, φτωχούς εναντίον φτωχών, εργάτες εναντίον εργατών.
Εύστοχα παρατηρεί ο Chamayou ότι υπάρχει μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στον κυνηγό και το θήραμα, καθώς το δεύτερο πρέπει να μάθει να διαβάζει και να προβλέπει τις κινήσεις του πρώτου. Ετσι οι ρόλοι μπορεί να αντιστραφούν και ο κυνηγημένος να γίνει κυνηγός. Αυτόν τον κίνδυνο τον ξέρει η εξουσία και γι’ αυτό έχει αυτή την πρωτοφανή ανάπτυξη της κρατικής καταδιωκτικής μηχανής.
Ομως υπάρχουν και περιπτώσεις κατά τις οποίες το ανθρωποκυνηγητό γίνεται από αγέλη ανθρώπων, με προσωρινή σύμπραξη μελών. Τότε που όλοι σκοτώνουν αλλά κανείς δεν είναι ο δολοφόνος. Η βίαιη αυτή έκρηξη του λιντσαρίσματος είναι το αποκορύφωμα μιας κανονικότητας η οποία συνίσταται στη διαρκή και πολύμορφη περιφρόνηση για τη ζωή των εξουσιαζομένων. Τα λιντσαρίσματα των μαύρων που τόλμησαν να κοιτάξουν μια λευκή αποτελούσαν μια εξέγερση των κυρίων εναντίον των πρώην σκλάβων, με σκοπό τη διαιώνιση της σχέσης κυριαρχίας.
Το βιβλίο του Chamayou είναι γραμμένο σε γλώσσα απλή και άμεση με πλήθος παραδειγμάτων και, πέρα από την ιστορική και φιλοσοφική του αξία, είναι εξαιρετικά επίκαιρο για να αντιληφθούμε τις διαδικασίες κατασκευής περιττών ανθρώπων και κοινωνικών απόβλητων της κοινωνίας. Στην εποχή της οικονομικής κρίσης είναι πολύ εύκολο να βρεθούν εξιλαστήρια θύματα-θηράματα όπως οι ξένοι, οι φτωχοί, οι ζητιάνοι, οι άστεγοι, οι Τσιγγάνοι…
Η κυρία Αννα Λυδάκη είναι καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ