Δεν μου χρειάζεται η φωτογραφία του κ. Χρυσοχοΐδη σε πόζα μάγου στο «Βήμα» της περασμένης Κυριακής να μου εξηγεί ότι «καταρρεύσαμε γιατί δεν αντέξαμε την αλλαγή». Και δεν μου αρέσει διόλου το «πρώτο πληθυντικό» που πάει να με ενοχοποιήσει ότι «μαζί τα φάγαμε». Μου χρειάζεται –ή μάλλον μας χρειάζεται (πρώτο πληθυντικό) –εκείνη η φωτογραφία στα «Νέα» της νεαρής μητέρας με το μωρό να ζεσταίνει στο γκαζάκι το γάλα του στο φως δύο κεριών.
Και παρακαλώ τον κ. Χρυσοχοΐδη αυτή τη φωτογραφία να στείλει στους ψηφοφόρους του αντί χριστουγεννιάτικης κάρτας, διότι τα παιδάκια της UNICEF δεν «συνωστίζονται» μόνο στην Αφρική αλλά και στο Μπραχάμι. Να τη στείλει και να μην κακίζει τη μάνα που γυρνά την πλάτη στους πολιτικούς. Ούτε να τη διαβάλλει υπενθυμίζοντάς της εμμέσως πως κάποτε τον ψήφισε, πως πήγε τάχα στο πολιτικό του γραφείο, πως τη διόρισε συμβασιούχο εκεί από όπου τώρα τη διώχνει.
Ούτε όμως και η εικόνα των «γόνων» των δύο «δυναστειών» –του Κ. Μπακογιάννη και του Κ. Καραμανλή –μου χρειάζεται, διότι το ψάρεμα του γόνου, στη θάλασσα τουλάχιστον, έχει απαγορευθεί. Ναι, σύμφωνοι, επιμένω στο έλασσον και χάνω τη μεγάλη εικόνα της Ελλάδας, η οποία, σημειωτέον, δεν μπορεί να δει τη μεγαλύτερη εξαιτίας της αιθαλομίχλης. Αλλά ποια εικόνα να δω; Ποιου μέλλοντος; Με ποιους; Τους γόνους ή τους κλώνους;
Και για να πω τα πράγματα με τον τρόπο ενός μεγάλου ιστορικού: Με ποιους μονομάχους; Διότι οι πολιτικοί του Κολοσσαίου των μίντια, όταν δεν γοητεύουν στην αρένα, προκαλούν τρόμο, όπως οι μονομάχοι. Αυτοί οι «εθελοντές ενός παιγνιώδους θανάτου και συγχρόνως εκτελεστές αλλά και θύματα, αυτοί οι υποψήφιοι αυτόχειρες και μελλοντικά περιφερόμενα πτώματα», όπως γράφει ο Πολ Βεν, «υπήρξαν εξίσου μιαροί με τις πόρνες».
Αυτά έχω να πω σε «συνέχειες» –όπως παλιά στο «Ρομάντσο» –με την επαναλαμβανόμενη γραφή μου, που επιτρέπει να πυροβολώ τη νηφαλιότητα στρέφοντας κατά πάνω μου τη σφαίρα που εποστρακίζεται. Και όχι πως θα είχα τη δύναμη να σταματήσω ούτε πως θα άκουγα τον θεσμό της δημοσιογραφίας να μου δίνει κουράγιο, μια που ό,τι κι αν γράψω ανήκει στην «τάξη των νόμων» της. Εχοντας κατανοήσει πως η πραγματικότητα είναι δημιούργημα των υπερβολών μας, οδηγώ την όποια οξυδέρκεια διαθέτω στον πυρήνα της: την ειρωνεία. Παρ’ ότι αναγνωρίζω πως ό,τι κι αν γράψεις, εφόσον το γράφεις δημόσια, επιλέγεται και οργανώνεται από αυτή την τάξη του νόμου. Πάλι καλά όμως, διότι δεν εγγράφεσαι ούτε στο κλητορολόγιον του Βενιζέλου ούτε στη λίστα αναμονής των «58» ούτε στις τάξεις της Ακαδημίας Αθηνών. Το πολύ να πάρεις αριθμό προτεραιότητας για τους κύκλους της Κόλασης, αν είσαι τυχερός.
Στο μεταξύ υφίστασαι σταδιακά την απόσυρσή σου στη Μαγούλα για πενταροδεκάρες, έχοντας όμως αφαιρέσει την τελευταία στιγμή το κασετόφωνο. Και μην πεις πως «τα καλύτερα πράγματα που έχεις γράψει οφείλονται στην ικανότητά σου να πεθαίνεις ευχαριστημένος». Οχι, δεν είσαι ο Κάφκα και ούτε γίνεται να ευχαριστηθείς διότι γράφεις για να σε διαβάζουν.
Ασε λοιπόν τις προβλέψεις. Το Ημερολόγιο του Ντοστογέφσκι αποτελείται κατά το ήμισυ από προβλέψεις που δεν πραγματοποιήθηκαν. Και μην πεις ότι η Ελλάδα δεν θέλει και δεν μπορεί να σωθεί. Μην το πεις, κι ας είναι μια διαπίστωση εκ του γεγονότος πως η Ελλάδα υπάρχει μόνο στα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα ή στα ιδεολογήματα για σαλταρισμένα μυαλά. Το μόνο που υπάρχει είναι η γλώσσα του μωρού της φωτογραφίας όταν θα πει «μάνα», ονομάζοντας, χωρίς να το καταλαβαίνει το «μάννα» που δεν θα πέσει ποτέ εξ ουρανού. (Αυτή την εβδομάδα στην Κομισιόν θα υπογραφούν συνθήκες συνεχούς λιτότητας στην Ευρώπη.)
Γι’ αυτό δεν μπορώ να ακούω τις παλιλλογίες για το «μάννα» της μυθικής προς το παρόν Κεντροαριστεράς. Επιβεβαιώνουν το αδιέξοδο: μια χώρα πεθαίνει όχι όταν δεν έχει πλέον τη δύναμη να επινοήσει άλλους μύθους αλλά όταν τους επινοεί.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ