Οντέτ Βαρών-Βασάρ
Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης.
Κείμενα για τη γενοκτονία των Εβραίων
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(δεύτερη επαυξημένη έκδοση), 2013,
σελ. 259, τιμή 15 ευρώ

Το 1961 ο Γιάννης Μαρής δημοσίευσε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το αστυνομικό μυθιστόρημα «Μαύρος Αγγελος». Το έγκλημα που πρέπει να εξιχνιαστεί, ο θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα, και η όλη υπόθεση πλέκονται γύρω από μια συμμορία παλιών γερμανών ναζί και των ελλήνων συνεργατών τους που στη μεταπολεμική Ελλάδα ξανασυναντιούνται και προσπαθούν να ανασύρουν από τα παράλια της Δήλου τον κρυμμένο θησαυρό των Εβραίων, το χρυσάφι που είχαν κλέψει μαζί τον καιρό της κατοχής από τους Ελληνοεβραίους. Ηταν για τη δεκαετία του ’60 ένα ασυνήθιστο θέμα, που μάλλον θα διαβάστηκε τότε σαν μια ακόμη αλλόκοτη ιδέα του χαρισματικού και σε πολλά πρωτοπόρου συγγραφέα Γιάννη Μαρή. Ο ιστορικός πυρήνας της πλοκής, δηλαδή η εξόντωση της Εβραίων της Ελλάδας από τους Γερμανούς και η αρπαγή των περιουσιών τους, είχε παραμεληθεί και ξεχαστεί μέσα στις τόσες και τόσες καθαρά ελληνικές πληγές της μεταπολεμικής περιόδου.

Αυτή τη λήθη και στη συνέχεια τη βαθμιαία επιστροφή της μνήμης για τη μοίρα των Ελληνοεβραίων χαρτογραφεί με επιμέλεια και ευαισθησία η ιστορικός Οντέτ Βαρών-Βασάρ στο τελευταίο βιβλίο της με τον ενδεικτικό τίτλο «Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης». Πρόκειται για επιστημονικές ανακοινώσεις και άρθρα της τελευταίας εικοσαετίας που όλα μαζί συγκεντρώνονται τώρα και δείχνουν να απαρτίζουν ένα έργο εν προόδω, την αφήγηση της γενοκτονίας των Εβραίων του ελληνικού χώρου και την αποτύπωσή της στην ιστοριογραφία και τη λογοτεχνία. Οι αριθμοί είναι πλέον γνωστοί, από τους πάνω από 70.000 Εβραίους που ζούσαν στην προπολεμική Ελλάδα εκτοπίστηκε και εξοντώθηκε το 82,5%, σύμφωνα τουλάχιστον με τους υπολογισμούς του καθηγητή Χάγκεν Φλάισερ. Η πιο οδυνηρή περίπτωση είναι αυτή της Θεσσαλονίκης, στην οποία οι σεφαραδίτες Εβραίοι είχαν εγκατασταθεί μετά τον διωγμό τους από την Ισπανία το 1492 και αποδεκατίστηκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης των ναζί το 1943 και το 1944. Αξίζει να θυμηθεί κανείς πως όταν το 1912 η κυανόλευκη υψώθηκε στη Θεσσαλονίκη, οι Εβραίοι ήταν η πολυπληθέστερη κοινότητα της πόλης, οι Ελληνες και οι Τούρκοι συνιστούσαν μειονότητες.
Η εξαφάνιση των «άλλων»


Ωστόσο η απώλεια αυτή δεν συνειδητοποιήθηκε από την ελληνική κοινωνία σαν δική της αιμορραγία, αλλά σαν εξαφάνιση κάποιων «άλλων» από τους κόλπους της. Και στη συνέχεια ξεχάστηκε παντελώς για πάρα πολλά χρόνια. Ακόμη και το 2008 το Δημοτικό Συμβούλιο της Θεσσαλονίκης είχε αρνηθεί να συμπεριληφθεί η συμπρωτεύουσα στο «Δίκτυο των μαρτυρικών πόλεων της Ελλάδας» με το επιχείρημα ότι το έγκλημα είχε διαπραχθεί «εκτός Θεσσαλονίκης» και ότι οι Εβραίοι κατοικούσαν εκεί «μόνο» 500 χρόνια! Το ερώτημα που αναμφίβολα απασχολεί τον σημερινό έλληνα αναγνώστη του βιβλίου είναι αν η σιωπή αυτή ολόκληρων δεκαετιών συνιστά ένδειξη μιας συλλήβδην ελληνικής συνενοχής στην εξόντωση των Εβραίων. Η απάντηση της Βαρών-Βασάρ είναι σε γενικές γραμμές αρνητική και ταυτόχρονα εξαιρετικά διαφοροποιημένη ανά πτυχή του θέματος. Κατ’ αρχήν η συλλογική μνήμη έχει τις δικές της νομοτέλειες που δεν ταυτίζονται με τους ρυθμούς της προσωπικής μνήμης. Και στην υπόλοιπη Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Εβραίοι επιζώντες της γενοκτονίας απωθούσαν τη μνήμη για να επανασυνδεθούν κατ’ αρχήν με τη ζωή. Η αφήγηση των μαρτυριών τους άρχισε τις επόμενες δεκαετίες. Αλλά και οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είχαν κατ’ αρχήν πρώτιστο μέλημα να επουλώσουν τα δεινά που άφησε ο πόλεμος και πολύ αργότερα στοχάστηκαν τη μοίρα των Εβραίων. Εξάλλου η μελέτη του «ολοκαυτώματος» ξεκίνησε στις ΗΠΑ και συνεχίστηκε στις ευρωπαϊκές χώρες. Επ’ αυτού η Ελλάδα δεν συνιστά εξαίρεση.
Οι πρώτες μαρτυρίες επιζώντων Εβραίων δημοσιεύονται ευρύτερα τη δεκαετία του ’80 και τη δεκαετία του ’90 σημειώνεται μια «έκρηξη» σχετικών δημοσιευμάτων, οπότε τελικά αφυπνίζεται και ασχολείται με το θέμα και η ελληνική ιστοριογραφία. Στο ανά χείρας βιβλίο ανάμεσα στη λεπτομερή έκθεση των μαρτυριών Ελληνοεβραίων που επέζησαν παρεμβάλλονται κεφάλαια για τα ανάλογα βιβλία των εμβληματικών εκπροσώπων της στρατοπεδικής λογοτεχνίας, όπως ήταν οι επιζώντες του Αουσβιτς Πρίμο Λέβι και Ζαν Αμερύ και ο πολιτικός κρατούμενος για τα κομμουνιστικά του φρονήματα στο Μπούχενβαλντ Χόρχε Σεμπρούν. Ετσι η ελληνική περίπτωση εντάσσεται στα ευρύτερα συμφραζόμενά της.
Η στάση των ραβίνων


Οσον αφορά τα γεγονότα, δηλαδή τον εκτοπισμό και την εξόντωση, η Βαρών-Βασάρ δεν αφήνει ανεκμετάλλευτο κανένα εργαλείο για την ερμηνεία του ανείπωτου, του σχετικά εύκολου ξεριζώματος δεκάδων χιλιάδων Εβραίων από τις διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Στην Αθήνα η εξόντωση της εβραϊκής κοινότητας δεν ήταν ολοσχερής, επειδή οι Εβραίοι ήταν περισσότερο ενταγμένοι στον ελληνικό περίγυρο και βοηθήθηκαν. Στη Θεσσαλονίκη η κοινότητα ήταν περισσότερο απομονωμένη από το ελληνικό στοιχείο που ανέκαθεν την έβλεπε με δυσπιστία λόγω και των ειδικών προνομίων που απολάμβανε κατά την οθωμανική περίοδο. Εξάλλου η Θεσσαλονίκη είχε και το πρόσθετο πρόβλημα ότι έπρεπε να απορροφήσει τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Η στάση των ραβίνων υπήρξε συχνά καθοριστική για τη στάση της κάθε κοινότητας, ο ραβίνος της Θεσσαλονίκης προέτρεπε το ποίμνιό του να περιμένει και να ευελπιστεί, ο ραβίνος του Βόλου κατέφυγε στο βουνό υποδεικνύοντας και στους υπόλοιπους να φερθούν ανάλογα. Το ΕΑΜ ενέταξε πολλούς νέους Εβραίους στις τάξεις του με αποτέλεσμα να διαφύγουν την εκτόπιση. Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις Ελλήνων που βοήθησαν Εβραίους φίλους να σωθούν, ελληνικές οικογένειες που έκρυψαν ολόκληρη την περίοδο της κατοχής Εβραιόπουλα, ενώ η εβραϊκή κοινότητα της Ζακύνθου διασώθηκε λόγω της σθεναρής στάσης του δεσπότη και του δημάρχου.
Τα κίνητρα και οι φόβοι
Ανάμεσα στην εύκολη και συλλογική καταδίκη της ελληνικής πλειονότητας για τη μοίρα των Εβραίων και την εξίσου εύκολη και συλλογική απέκδυση πάσης ελληνικής ευθύνης για το μέγα δράμα, η εβραϊκής καταγωγής Βαρών-Βασάρ πορεύεται την τρίτη οδό. Το ζητούμενο αυτού του ιστορικού έργου δεν είναι να ξεκαθαρίσει ποιοι ήταν οι λύκοι και ποιοι τα πρόβατα, αλλά να εξιχνιάσει τα κίνητρα αλλά και τους φόβους, τα προσωπικά συμφέροντα αλλά και τις αγνές προθέσεις, την ιδιοτέλεια αλλά και το μεγαλείο όλων των εμπλεκομένων σε αυτή την ιστορική τραγωδία. Το δεύτερο ζητούμενο είναι η γενοκτονία των ελλήνων Εβραίων να γίνει συστατικό στοιχείο της ελληνικής εθνικής μνήμης και άρα υλικό εμπλουτισμού της. Και το τρίτο να ενταχθεί αυτή η εξόντωση στην ευρύτερη ιστορία της γενοκτονίας των ευρωπαίων Εβραίων και έτσι η μοίρα των μυριάδων θυμάτων του ναζισμού σαν μνήμη και ιστορία να εκβάλει σε ένα ηθικά ανώτερο μέλλον για την Ευρώπη.

Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ