Ενα στα τρία νοικοκυριά φοβάται ότι θα χάσει το σπίτι του εξαιτίας τόσο των συσσωρευμένων υποχρεώσεων όσο και των επιπρόσθετων επιβαρύνσεων (δανειακών, φορολογικών και άλλων). Η ανασφάλεια αυτή δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο αποεπένδυσης και κατάρρευσης των αξιών των ακινήτων, με αποτέλεσμα η κτηματαγορά να έχει βουλιάξει. Αυτά προκύπτουν από έρευνα για τη Φορολόγηση Ακινήτων – Πλειστηριασμοί του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, σε συνεργασία με την εταιρεία MARC. Η έρευνα έχει καταδείξει τη μεγάλη ανησυχία των ελληνικών νοικοκυριών σχετικά με τη δυνατότητα διατήρησης της κατοικίας τους. Στη σημερινή οικονομική συγκυρία ούτε η πολιτική των πλειστηριασμών, ούτε εκείνη της υψηλής φορολόγησης θα επιλύσουν το πρόβλημα του υψηλού δημόσιου και ιδιωτικού χρέους. Αντίθετα, θα το επιδεινώσουν.
Η έρευνα έγινε σε δείγμα 1.200 νοικοκυριών στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας την περίοδο του Δεκεμβρίου. Στόχος, η καταγραφή των επιπτώσεων της φορολόγησης ακινήτων στα νοικοκυριά σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα, τις φορολογικές και άλλες υποχρεώσεις. Τα ποιοτικά και ποσοτικά ευρήματα της έρευνας επιβεβαιώνουν τη βαθιά ανησυχία των νοικοκυριών για την τύχη της προσωπικής και οικογενειακής τους περιουσίας εξαιτίας τόσο της υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης όσο και της αδυναμίας αποπληρωμής των δανείων (στεγαστικών, επιχειρηματικών ή άλλων).
Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την επεξεργασία των στοιχείων της έρευνας είναι:
  • Το 35% των νοικοκυριών έχει συσσωρευμένες οφειλές, στις οποίες εκτιμάται ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί το επόμενο έτος. Οι νέες φορολογικές επιβαρύνσεις θα επιτείνουν την οικονομική αδυναμία των νοικοκυριών και αναμένεται να αυξήσουν τις ληξιπρόθεσμες οφειλές.
  • Επιβεβαιώνεται το υψηλό ποσοστό κατοχής ακίνητης περιουσίας από τα ελληνικά νοικοκυριά. Το 86,7% του πληθυσμού κατέχει κάποιο ακίνητο. Στα νοικοκυριά που έχουν άνεργους το ποσοστό αυτό δεν διαφέρει σημαντικά (84,9%). Αυτό σημαίνει ότι η κατοχή ιδιοκτησιακών τίτλων ακίνητης περιουσίας αποτελεί σε μεγάλο βαθμό ύστατο καταφύγιο και υποκατάστατο προστασίας έναντι του κινδύνου ακραίας φτώχειας και αποκλεισμού, ελλείψει μάλιστα στοιχειωδών δομών και παροχών κοινωνικής προστασίας. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από το υψηλό ποσοστό κινδύνου φτώχειας που διατρέχει τα ελληνικά νοικοκυριά (άνω του 30%) σε πρόσφατη έρευνα της Eurostat. Αρα δεν θα πρέπει η κατοχή κάποιου ακινήτου να εκλαμβάνεται συλλήβδην ως ικανότητα παραγωγής προσόδου.
  • Το 28,1% των νοικοκυριών που διαμένει σε ιδιόκτητο σπίτι έχει στεγαστικό δάνειο. Αυτό σημαίνει ότι περίπου 1 εκατ. νοικοκυριά έχουν δανειακά βάρη στο ακίνητο όπου διαμένουν.
  • Από τα 1 εκατ. νοικοκυριά που έχουν στεγαστικό δάνειο, 168.000 νοικοκυριά (16,8%) έχουν καθυστερημένες οφειλές σε μόνιμη βάση και 220.000 νοικοκυριά (22%) τα αποπληρώνει μεν αλλά με συχνές καθυστερήσεις δε. Τούτο επιβεβαιώνεται και από τα πρόσφατα στοιχεία της ΤτΕ όπου καταγράφεται αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ποσοστό πάνω από 30%. Αν λάβουμε υπόψη και τα επιχειρηματικά δάνεια τα οποία έχουν εμπράγματες διασφαλίσεις (με προσημείωση προσωπικής περιουσίας), τότε το πρόβλημα γίνεται οξύτερο.
  • Φέτος, πάνω από το 45% των νοικοκυριών κλήθηκε να πληρώσει φόρο ακινήτων πάνω από 500 ευρώ. Αν συνυπολογίσουμε την υπερφορολόγηση των εισοδημάτων και τη μεγάλη μείωση των εισοδημάτων συνάγεται ότι ένα στα δύο νοικοκυριά επιβαρύνθηκε με φόρο κατοχής ακινήτου αξίας τουλάχιστον ενός μισθού.
  • Η συντριπτική πλειοψηφία των νοικοκυριών θεωρεί ότι ο φόρος ακινήτων θα πρέπει να είναι μηδενικός για τους ανέργους και για την αναξιοποίητη περιουσία (κλειστά μαγαζιά και κατοικίες), ενώ θα πρέπει να είναι μικρότερος για ακίνητα με δανειακά βάρη και για τις επιχειρήσεις που τα χρησιμοποιούν στην παραγωγική διαδικασία.

Δημοσιεύτηκε στο HeliosPlus στις 18 Δεκεμβρίου 2013

HeliosPlus