Η διαδοχή των ισχυρών

1950-1960: Το μεταπολεμικό όνειρο Το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σηματοδότησε την ανάγκη της δυτικής κοινωνίας για μια σταθερότητα χωρίς εξάρσεις έπειτα από μια τριακονταετία κοινωνικών και οικονομικών κραδασμών. Εξού και πρωταγωνιστές αναδείχθηκαν γηραιοί ηγέτες μιας προηγούμενης γενιάς, για τους περισσότερους από τους οποίους η περίοδος του πολέμου υπήρξε μια δεύτερη ευκαιρία: ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ […]

Η διαδοχή των ισχυρών

1950-1960: Το μεταπολεμικό όνειρο

Το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σηματοδότησε την ανάγκη της δυτικής κοινωνίας για μια σταθερότητα χωρίς εξάρσεις έπειτα από μια τριακονταετία κοινωνικών και οικονομικών κραδασμών. Εξού και πρωταγωνιστές αναδείχθηκαν γηραιοί ηγέτες μιας προηγούμενης γενιάς, για τους περισσότερους από τους οποίους η περίοδος του πολέμου υπήρξε μια δεύτερη ευκαιρία: ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ (πρόεδρος των ΗΠΑ, 1953-1961), ο Σαρλ ντε Γκωλ (πρωθυπουργός, εν συνεχεία πρόεδρος της Γαλλίας, 1958-1969), ο Κόνραντ Αντενάουερ (πρωθυπουργός της Δυτικής Γερμανίας, 1949-1963) είχαν μια μακρά προπολεμική καριέρα στον στρατό και στην πολιτική αντίστοιχα, έφτασαν όμως στα ανώτατα αξιώματα σε ηλικία 63, 68 και 73 ετών αντίστοιχα. Η κοινή γνώμη, απορρίπτοντας τις μιλιταριστικές λύσεις του Μεσοπολέμου, εξέφρασε μαζική αποδοχή για την κοινοβουλευτική δημοκρατία επιστρέφοντας στους πολιτικούς την εμπιστοσύνη που είχε σε σημαντικό βαθμό αποσύρει τη δεκαετία του ’30: τα ποσοστά συμμετοχής στις εκλογές για όλη την περίοδο κυμαίνονταν από περίπου 78%-83% σε Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία ως 87%-93% σε Γερμανία και Ιταλία. Καθώς «ελεύθερος κόσμος» και «υπαρκτός σοσιαλισμός» αναμετρώνταν ψυχροπολεμικά από το 1946, το αίτημα ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, κυρίαρχο αίσθημα στην Ευρώπη την επαύριον του πολέμου, μετριάστηκε στην επιδίωξη μιας πλουραλιστικής ευημερίας: στη Βρετανία της δεκαετίας του ’50 τα πολιτικά κόμματα έφταναν στο απόγειο της ισχύος τους με 3 εκατ. μέλη (σε πληθυσμό 46 εκατ. κατοίκων) και ο αρχηγός των Συντηρητικών Χάρολντ Μακ Μίλαν κέρδιζε την αναμέτρηση του 1959 με το σύνθημα «You’ ve never had it so good» – «Ποτέ δεν ζούσατε καλύτερα».

1960-1980: Twist and Shout

Στη δεκαετία του ’60 ο καιρός της άκριτης αποδοχής των προτύπων έχει πια παρέλθει. Κατάλοιπα κοινωνικού καθωσπρεπισμού, άνωθεν επιβεβλημένες ιεραρχίες, επαγγελματικές και οικογενειακές, όπως και η εμπιστοσύνη στις συντηρητικές μεταπολεμικές αξίες δίνουν τη θέση τους στη συνολική αμφισβήτηση προσώπων και πραγμάτων. Το καπάκι του Ψυχρού Πολέμου μπορεί να είχε κρατήσει επί δύο δεκαετίες τις δυνάμεις της δυτικής χύτρας υπό έλεγχο, τώρα όμως το σημείο βρασμού είχε πλησιάσει επικίνδυνα. Πολιτικές δικλίδες ασφαλείας δεν υπήρχαν και πολλές: ευσταλείς πρωταγωνιστές της προηγούμενης εποχής όπως ο Ντε Γκωλ έμοιαζαν αδαείς μπροστά στις κινητοποιήσεις νέων της τάξης του εικοσάχρονου τότε Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ και συμβάντα όπως η δολοφονία του Κένεντι έμοιαζαν να εδραιώνουν τις υποψίες για παρασκηνιακές ενέργειες και παρακρατικές λειτουργίες που θα τεκμηριώνονταν το 1973 με την υπόθεση Γουότεργκεϊτ και θα καταβαράθρωναν την εμπιστοσύνη στους κατ’ επάγγελμα ηγέτες. Η συμπάθεια της κοινής γνώμης, ή έστω των πιο δυναμικών τμημάτων της, αρχίζει να στρέφεται στους ερασιτέχνες με πρώτη κατηγορία όσους δήλωναν επίδοξοι ανατροπείς κατεστημένων.

Ετσι, για περίπου 20 χρόνια οι κάθε λογής επαναστάτες περιβλήθηκαν με το φωτοστέφανο αγίων. Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα έγινε υπόδειγμα ρομαντικού ιδεολόγου, κάτι σαν Ελβις Πρίσλεϊ της πολιτικής, εθελοντής ιδεαλιστής, ανιδιοτελής αγωνιστής, φορέας ενός σεξαπίλ της εξέγερσης. Ο Φιντέλ Κάστρο, από την πλευρά του, ενσάρκωσε, ιδιαίτερα για τους Ευρωπαίους, την έννοια του αδέσμευτου, του αριστερού όπως θα έπρεπε να είναι, του πατριώτη εξεγερμένου ενάντια σε μια ξενοκίνητη δικτατορία που δεν ήταν όμως παράλληλα και άθυρμα της Μόσχας. Παρόμοια απήχηση σε μικρότερο βαθμό είχαν και οι ήρωες της αποαποικιοποίησης, από τον Κουάμε Ενκρούμα της Νιγηρίας, τον Τζούλιους Νιερέρε της Τανζανίας και τον Γιόμο Κενιάτα της Κένυας ως τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, προβεβλημένα σύμβολα δικαιοσύνης και ισότητας.

Κι αν όλες οι παραπάνω περιπτώσεις αποδείχθηκαν περισσότερο πολύπλοκες ιστορικά από ό,τι οι ασπρόμαυρες αναπαραστάσεις της εποχής τις ήθελαν, δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο για τους Beatles ή τους Rolling Stones. Σκάνδαλο για ορισμένους, μωρία για άλλους, υστερία για πολύ περισσότερους, οι δημιουργοί του σύγχρονου ροκ έφεραν στον δημόσιο χώρο ένα ριζοσπαστικά διαφορετικό μοντέλο μουσικής και μουσικών. Από την άποψη της επικοινωνίας δικαιούταν κανείς να τους λατρεύει ή να τους μισεί, όχι πια να τους αγνοεί. Από την άποψη της συμπεριφοράς, οι ελευθεριάζουσες πρακτικές τους εστίαζαν σε άλλα ενδιαφέροντα, πέρα από τα προγραμματισμένα θεσμικά καλούπια της δουλειάς και του γάμου. Οταν το φοιτητικό κίνημα του Μάη του ’68 αιτούνταν τη «φαντασία στην εξουσία», υπενθυμίζοντας ότι «κάτω από το πλακόστρωτο υπάρχει η αμμουδιά», εξέφραζε ακριβώς μια τέτοια συνηγορία χαλάρωσης των φραγμών – σεξουαλικών, φυλετικών, πολιτικών. Φεμινίστριες και οικολόγοι θα ακολουθούσαν τα βήματά τους σε όλη τη δεκαετία του ’70 διατυμπανίζοντας την ανάγκη τού σκέπτεσθαι και πράττειν με άλλη συνείδηση – έστω και συχνά επηρεασμένη από τις διαδεδομένες τότε ουσίες.

1980-2000: Οι βαρόνοι των media

«Στη δεκαετία του ’60 θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Στη δεκαετία του ’70 καταλάβαμε ότι αυτό δεν γίνεται και προσπαθήσαμε να αλλάξουμε τον εαυτό μας. Στη δεκαετία του ’80 καταλάβαμε ότι ούτε αυτό γίνεται και αποφασίσαμε να βγάλουμε πιο πολλά λεφτά». Ο αφορισμός της θρυλικής φολκ τραγουδίστριας Τζόνι Μίτσελ αποτελεί την κατάλληλη εισαγωγή για δύο δεκαετίες απληστίας που φυσιολογικά υιοθέτησαν άπληστα πρότυπα. Εφόσον η επανάσταση τελικά έμεινε στα χαρτιά και οι κατά Τζιμ Μόρισον «πύλες της ενόρασης» παρέμειναν κλειστές, αυτό που απέμεινε από την έφοδο στο κατεστημένο ήταν η επιφάνεια της εικόνας. Και καθώς το ίματζ υπήρξε η πρωταρχική εμμονή των 80s, η κυριαρχία των χειριστών του ήρθε ως λογικό επακόλουθο.

Οι περισσότεροι σήμερα θα τοποθετούσαν ως σήμα κατατεθέν της εποχής το πρόσωπο του Ρούπερτ Μέρντοκ. Ο 82χρονος ιδιοκτήτης της «Sun», της «News of the World», των «Times» του Λονδίνου, της «Wall Street Journal», της 21st Century Fox και του BSkyB, με επιχειρηματική διάρκεια αλκαλικής μπαταρίας, 13,4 δισ. δολάρια περιουσία και τη διορατικότητα να διαβλέψει νωρίς ότι το infotainment ήταν το μέλλον, ξεχωρίζει εκ των υστέρων. Στην πραγματικότητα, όμως, ο άνθρωπος που αποτελούσε κατ’ εξοχήν συνώνυμο της ενημέρωσης ήταν ο ορκισμένος αντίπαλός του, Τεντ Τέρνερ: ο ιδρυτής του CNN, του ΤΝΤ, του Cartoon Network και πλήθους άλλων μπορεί να αποχώρησε ουσιαστικά από την ενεργό δράση το 1996, όταν τα πολλαπλά δίκτυά του συγχωνεύθηκαν με την Time Warner, ωστόσο ως τότε η απήχησή τους στην κοινή γνώμη, αλλά και στα δώματα της δυτικής εξουσίας ήταν πολύ πιο άμεση εκείνων του αυστραλού μεγιστάνα. Ο Τέρνερ, άλλωστε, υπήρξε σαφώς φωτογενέστερος του Μέρντοκ (εξού και ο γάμος με την Τζέιν Φόντα το 1991) και απαλλαγμένος από τη «ρετσινιά» των λαϊκών φυλλάδων. Η διαφορά των μεγεθών καθίσταται κατανοητή αν θυμηθεί κανείς ότι στη δεκαετία του ’80 o Μέρντοκ λογιζόταν ανταγωνιστής του ξεχασμένου σήμερα ιδιοκτήτη του ομίλου της βρετανικής «Mirror», Ρόμπερτ Μάξγουελ. Κι αν αυτοί όριζαν το κάδρο της εικόνας, οικονομικό και επιχειρηματικό, το περιεχόμενό της αναλάμβαναν να συμπληρώσουν παίκτες του επιπέδου των Στίβεν Σπίλμπεργκ, Τζέφρι Κάτζενμπεργκ ή Ντέιβιντ Γκέφεν. Οι τρεις μετέπειτα συνεταίροι του κολοσσού DreamWorks απέκτησαν συνολικά περιουσία 10 δισ. δολαρίων διαχειριζόμενοι τα κινηματογραφικά και μουσικά όνειρα μιας γενιάς – ο Σπίλμπεργκ, ειδικά, διαρκώς διαγκωνιζόμενος με τον Τζορτζ Λούκας του «Πολέμου των άστρων» για το ποιος θα αποβεί το ιδανικό μοντέλο όχι πλέον δημιουργού, αλλά σκηνοθέτη / παραγωγού / επιχειρηματία που επέτασσαν οι καιροί.

2000 – : Ψηφιακοί μεγιστάνες

Η αυγή της ψηφιακής εποχής θα μπορούσε να χρονολογείται στις 20 Απριλίου 1998, ημέρα της δημόσιας αποτυχίας ενώπιον του πολύ Μπιλ Γκέιτς να ξεκινήσει ένας φορητός υπολογιστής με το νεότευκτο τότε λειτουργικό σύστημα των Windows 98. Πιστοποιημένα, όμως, η αλλαγή του παραδείγματος από τα τηλεοπτικά μέσα στα διαδικτυακά και από την υπεροχή των βαρόνων των media στην άνοδο των ψηφιακών μεγιστάνων διαπιστώνεται οριστικά από το πρώτο εξώφυλλο που το περιοδικό «Time» θα αφιέρωνε στους Σεργκέι Μπριν, Λάρι Πέιτζ και Ερικ Σμιντ του Google στις 20 Φεβρουαρίου 2006. Κι αυτό επειδή θα ακολουθούσε ορυμαγδός παρόμοιων πρωτοσέλιδων που θα επιβεβαίωναν αυτό που ήδη όλοι γνώριζαν: ότι τα Google, Facebook, Twitter, Instagram, Tumblr και οι νεαροί δισεκατομμυριούχοι ιδρυτές τους, ατημέλητα ντυμένοι, ενίοτε ανώριμοι, συχνά μονομανείς, αλλά οπωσδήποτε ιδιοφυείς στον τομέα τους, είχαν όχι απλώς εξισορροπήσει τον ανταγωνισμό, αλλά είχαν ήδη περάσει σε άλλη διάσταση. Ο Μπιλ Γκέιτς μπορεί να διαθέτει σήμερα την αύρα του σεβασμού, 76,8 δισ. δολάρια περιουσίας και τη δυνατότητα να επικοινωνεί στη στιγμή με οποιονδήποτε ηγέτη τού καπνίσει, θεωρείται όμως περίπου δεινόσαυρος μπροστά στον Μαρκ Ζούκερμπεργκ (19,8 δισ.), στον Λάρι Πέιτζ (24,9 δισ.), στον Σεργκέι Μπριν (24,3 δισ.). Ως και ο έτερος των μεγάλων μαστόδοντων, Στιβ Τζομπς, τον είχε αφήσει πίσω παρασάγγας και σταδίους πριν από τον θάνατό του – 250 εκατ. συσκευές iPhone είχαν κάνει πολλαπλάσιο αριθμό ατόμων να ορκίζεται στο όνομά του. Η αξία της πληροφορίας για τον πολίτη του 21ου αιώνα, άσχετο με το πώς την ορίζει ή την εκτιμά ο καθένας, μετριέται από τις αναρίθμητες εργατοώρες στα κοινωνικά μέσα, από τα like, shares και recommendations που αποδίδονται, πωλούνται και αγοράζονται, από τις λίστες επαφών που διακινούνται με το αζημίωτο, από την ανάγκη μεσήλικων πολιτικών να υφίστανται στον ιστό ως εικονίδια. Οσο για την προθυμία του κοινού να ακολουθήσει στον δρόμο των νεόκοπων ηρώων, αυτή δεν είναι πια τόσο δεδομένη: σε πρόσφατη δημοσκόπηση μετά το σκάνδαλο παρακολουθήσεων της NSA, μόλις το 11% των Αμερικανών δήλωνε ότι εμπιστεύεται το Facebook, 22% το Google και 37% την NSA. Συμπέρασμα; Οι σύγχρονοι καταναλωτές αξιών είναι λειτουργικά κυνικοί: χρησιμοποιούν προϊόντα, αναδεικνύουν πρωτοπόρους, δεν προτίθενται, όμως, να αγοράσουν και το (υποτιθέμενο) όραμά τους.

*Δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιανουαρίου 2014

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version