Μιχάλης Χατζηγιάννης: «Ωραίος είναι αυτός που προσπαθεί»

Οποιος πάει να δει τον Μιχάλη Χατζηγιάννη εφέτος στο θέατρο μάλλον θα ξαφνιαστεί. Ευχάριστα –κατά πάσα πιθανότητα. Δεν είναι ότι θα χαρακτηριζόταν –όχι δίχως ολίγη επιπολαιότητα τουλάχιστον –«αποκάλυψη» στον ρόλο του Ολιβερ Γουόρμπακς, όμως στην καλοκουρδισμένη και ευχάριστη παράσταση που είναι η «Annie», ο δημοφιλής τραγουδιστής, πέρα από επιδέξιος ερμηνευτής (αυτό ήταν αναμενόμενο), έχει μια […]

Μιχάλης Χατζηγιάννης: «Ωραίος είναι αυτός που προσπαθεί»
Οποιος πάει να δει τον Μιχάλη Χατζηγιάννη εφέτος στο θέατρο μάλλον θα ξαφνιαστεί. Ευχάριστα –κατά πάσα πιθανότητα. Δεν είναι ότι θα χαρακτηριζόταν –όχι δίχως ολίγη επιπολαιότητα τουλάχιστον –«αποκάλυψη» στον ρόλο του Ολιβερ Γουόρμπακς, όμως στην καλοκουρδισμένη και ευχάριστη παράσταση που είναι η «Annie», ο δημοφιλής τραγουδιστής, πέρα από επιδέξιος ερμηνευτής (αυτό ήταν αναμενόμενο), έχει μια αξιοπρεπέστατη παρουσία επί σκηνής και η ελαφριά αμηχανία του μάλλον του προσδίδει γλυκύτητα και μια δόση σεμνότητας, αυτή που η θητεία στις μεγάλες πίστες φροντίζει συνήθως να εξαφανίσει. Με λίγα λόγια, μπορούμε να μιλάμε για ένα κερδισμένο στοίχημα σε ένα μιούζικαλ για μεγάλους, αλλά και για παιδιά.
«”Ωραίος” είναι αυτός που προσπαθεί». Το μότο του δίνει και το στίγμα αυτής της επιλογής. «Στην αρχή μού φαινόταν αδιανόητο, είχα πολλούς ενδοιασμούς, παρ’ όλο που μπήκα στο παιχνίδι με μεγάλη προθυμία. Θεωρώ πως ένας τραγουδιστής έχει δικαίωμα να δοκιμαστεί σε μιούζικαλ, είναι δόκιμη μια τέτοια απόπειρα, όταν ωστόσο κατάλαβα το εύρος της συμμετοχής μου, συνειδητοποίησα πόσο δύσκολο θα ήταν τελικά το εγχείρημα αυτό. Προσπάθησα να το αφήσω να λειτουργήσει ως ένα φυσικό πεδίο, με αυτή τη λογική κάποια πράγματα σου αποκαλύπτονται από μόνα τους και τα λόγια σου καταλήγουν να οδηγούν την κίνησή σου» εξηγεί ο ίδιος.
«Δεν είμαι πια ο Μιχάλης Χατζηγιάννης»
Ωραία αυτή η προσέγγιση, εν τούτοις το πρώτο εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Επειτα από 15 χρόνια καριέρας, πόσο εύκολο είναι να μπει ξανά στη θέση του καλλιτέχνη που πρέπει, αφενός από πρώτη φίρμα να ενταχθεί σε μια δουλειά συνόλου και αφετέρου να πρέπει να μάθει πολλά από την αρχή; «Ενιωσα την ίδια έξαψη, τον ίδιο ερεθισμό, την ίδια πρόκληση που ένιωθα το πρώτο διάστημα που έμπαινα στο τραγούδι, την ίδια μαγεία που σου δίνει η αίσθηση ότι ανοίγεται ένας καινούργιος δρόμος μπροστά σου. Αυτή η ανασφάλεια, το τσίμπημα της αγωνίας, της πρόκλησης του καινούργιου, αυτή η ανατροπή της ρουτίνας, της ασφάλειας που σου παρέχει η επανάληψη όταν κάνεις το ίδιο πράγμα επί χρόνια, ήταν ό,τι καλύτερο. Με έχει αναζωογονήσει, με έχει ξαναβαφτίσει, νομίζω ότι ήταν η καλύτερη επιλογή που θα μπορούσα να κάνω. Ηταν σαν να ξεκινάω πρωτάκι το σχολείο, πρωτάρης ανάμεσα στους πιο έμπειρους, να πρέπει να δέχομαι συμβουλές και οδηγίες. Το να δοκιμάζομαι, να κρίνομαι από την αρχή, να κάνω λάθη, με έχει ξετρελάνει. Και έχω απαλλαγεί από τον Μιχάλη Χατζηγιάννη, δεν τον θέλω, δεν είμαι πια ο Μιχάλης Χατζηγιάννης».
Θα μπορούσαμε να αναλωθούμε σε μια ψυχαναλυτική διερεύνηση αυτής της δήλωσης, όμως ας είμαστε ειλικρινείς. Ο Μιχάλης Χατζηγιάννης δεν αρνείται τον εαυτό του, το brand name του θέλει να αποποιηθεί. «Δεν έχω υπαρξιακό πρόβλημα» θα ξεκαθαρίσει και ο ίδιος. «Απλώς το να ανακαλύπτεις από την αρχή τον εαυτό σου, να αλλάζει η οπτική γωνία σου και να αναδύονται από μέσα σου καινούργια πράγματα μόνο χρήσιμο μπορεί να είναι. Ανακάλυψα ότι μπορώ να είμαι έντονα ευαίσθητος, ότι μπορώ να θυμώσω. Επρεπε να ξεπεράσω πολλά όρια».
«Δεν έχω υπαρξιακά»
Δεν του βγήκε καθόλου ο εγωκεντρισμός του σταρ, δεν είπε ούτε ένα «ξέρεις, ρε, ποιος είμαι εγώ;» –έστω από μέσα του; «Είμαι εργάτης, δεν έχω πρόβλημα με αυτό, δεν έχω τίτλους στις τσέπες και τους βγάζω όποτε βλέπω τα σκούρα». Θα νιώσει, ύστερα από αυτή την εμπειρία, την ανάγκη να επανασυστηθεί στο κοινό του; Είναι αυτή η δουλειά μια ευκαιρία να κερδίσει χρόνο για να βρει ξανά τη θέση του στο ελληνικό μουσικό τοπίο; «Δεν κάνω μια κίνηση διπλωματίας αυτή τη στιγμή. Το μουσικό τοπίο στην Ελλάδα είναι το λιγότερο θολό και δεν μπορώ καν να φανταστώ πώς θα εξελιχθεί. Επιπλέον, δεν νομίζω ότι έχω ωριμάσει αρκετά ώστε να κάνω μια ολοκληρωτική μετάλλαξη μουσικά. Νιώθω, βέβαια, ότι έχω καταλαγιάσει κάπως. Εχω κιόλας διαποτιστεί από τον ήχο της ζωντανής ορχήστρας στο θέατρο, επομένως δύσκολα θα ξαναγύριζα σε κάτι πιο ηλεκτρικό, πιο άγριο. Η προσέγγισή μου από εδώ και στο εξής θα είναι σίγουρα πιο ακουστική».
Στα 35 του, θα μπορούσε δυνητικά να είναι έτοιμος και για σκληρή αυτοκριτική. Του ζητάω να την κάνει. «Ολες οι επιλογές μου ήταν απόρροια μιας στάσης ζωής. Εχει υπάρξει περίοδος την οποία αν μπορούσα να την αλλάξω υφολογικά, θα το έκανα. Δεν ήμουν εγώ, συμπεριφερόμουν αλλιώς, δεν ήμουν εκείνος που μεγάλωσαν η μάνα και ο πατέρας μου. Εκεί έκανα λάθη και λάθος επιλογές, λάθος συνεργασίες, λάθος συναναστροφές».
Στο κάλεσμα ποιας Σειρήνας είχε ανταποκριθεί τότε; Τα χρήματα ή η δόξα μπορούν να σε ξεμυαλίσουν περισσότερο; «Ολοι είμαστε ευάλωτοι στους πειρασμούς και στα θέλγητρα μιας μεγάλης επιτυχίας. Πρέπει να καταλάβουμε ότι όλα αυτά δεν είναι ουσιαστικά. Πρέπει να αναζητήσεις κάτι πιο δυνατό, πιο εσωτερικό, πιο βαθύ. Μια τραυματική εμπειρία μπορεί να πυροδοτήσει τη σκέψη σου και να σε ωθήσει στην κατανόηση μιας βασικής αρχής: ότι ο άνθρωπος μπορεί να επιζήσει και να σταθεί στον κόσμο χωρίς ιδιοτέλεια».
«Δεν πιστεύω στην πολιτική»

Μιλάμε για τη Δέσποινα Βανδή και τον Νότη Σφακιανάκη. Ο Χατζηγιάννης τοποθετείται κάπως γενικά: «Μεταπολιτευτικά επικράτησε, ορθά κατά τη γνώμη μου, μια αντίληψη ότι οι καλλιτέχνες καλό θα είναι να κρατούν μια στάση ενωτική, όχι να διχάζουν με τις απόψεις τους. Οσον αφορά τα άκρα, σαφώς και δεν είμαι υπέρ τους. Τέτοια φαινόμενα κατά της δημοκρατίας και κατά της έννομης τάξης βλάπτουν την κοινωνία, αντιλαμβάνομαι την απογοήτευση, την κοινωνική καταπίεση, αλλά δεν κατανοώ την εύκολη υιοθέτηση μιας ακραίας θέσης». Ο ίδιος θα έμπαινε στον στίβο της πολιτικής; Αισθάνεται την ανάγκη να δοκιμαστεί σε μια θέση εξουσίας; «Δεν έχω σκοπό να ασχοληθώ με την πολιτική. Δεν πιστεύω στους πολιτικούς. Πιστεύω ότι έχει ωριμάσει η εποχή και ότι θα μπορούσαμε πια να μιλάμε για μια μεγάλη κοινωνία των πολιτών και όχι για σκόρπιες και αποσπασματικές φωνές».
Η χωματερή του λάιφσταϊλ
Η προσωπική του ζωή απασχολεί πολύ τα σκανδαλοθηρικά έντυπα τα τελευταία χρόνια. Αιτία για αυτό η σχέση του με τη Ζέτα Μακρυπούλια. «Στην αρχή μού ήταν πολύ δυσάρεστη όλη αυτή η προσοχή, ειδικά όταν συνειδητοποίησα ότι συχνά αυτά που γράφονταν ήταν προϊόντα φαντασίας. Εκείνο που μου φαίνεται ανήθικο, παρανοϊκό και εξωφρενικό είναι να καταλαβαίνω ότι οι ίδιοι άνθρωποι που γράφουν στα κουτσομπολίστικα περιοδικά αφήνουν υπονοούμενα ότι μπορεί να το θέλαμε, να το κυνηγάμε. Λες και από το 1998 μέχρι το 2009 δεν υπήρξα και έπρεπε να περιμένω τη σκανδαλοθηρία για να δω δημοσιότητα. Περί χωματερής πρόκειται, περί παρακμής και ασυδοσίας».
Τον τελευταίο καιρό δεν γράφει τραγούδια. Δεν έχει χρόνο. Θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι γενικώς δεν γράφει μουσική ψυχαναγκαστικά. Ή μήπως όχι; «Με εξαίρεση τον τελευταίο μου δίσκο, ο οποίος βγήκε πολύ αβίαστα, στις προηγούμενες δουλειές μου υπήρχε μια δόση ψυχαναγκασμού. Συνήθως έγραφα δύο-τρία τραγούδια με την καρδιά μου και για τα υπόλοιπα στρωνόμουν και έγραφα αναγκαστικά. Δεν θα τα χαρακτήριζα, βέβαια, “γεμίσματα” γιατί μου αρέσει να γράφω. Κι όταν, συνθέτεις μουσική για έναν ολόκληρο δίσκο, δεν μπορείς να είσαι και συνεχώς στην κορυφή της έμπνευσης».
Τα τραγούδια που έγραφε με την καρδιά του έγιναν όλα επιτυχίες; «Οχι πάντα, κάποια από αυτά πήγαν άκλαυτα. Και το αντίθετο έχει συμβεί. Ο “Βυθός” ήταν ένα τραγούδι που το έριξα τελευταίο στον δίσκο και ενάμιση χρόνο μετά άρχισε να ακούγεται και κρατάει μέχρι σήμερα. Το “Χωρίς αναπνοή” δεν το πολυπίστευα. Είχε ένα ριφάκι λίγο σαν το “Money for Nothing” των Dire Straits, ένα δεκαεξάμετρο μπιτ λίγο εκτός εποχής, δεν περίμενα καθόλου ότι θα γινόταν μεγάλη επιτυχία». Τα επόμενα σκοπεύει να τα γράψει όλα με την καρδιά του; «Θα το ήθελα. Ξέρεις, τώρα που δεν υπάρχει μεγάλη ζήτηση, αυτό λειτουργεί απελευθερωτικά, δεν έχεις άγχος για την επιτυχία, είναι μια εποχή για την τέχνη. Πληρωνόμαστε λιγότερο και δουλεύουμε περισσότερο. Τα πολλά λεφτά μάς κατέστρεψαν». Βαριές κουβέντες. Ηθελα, όμως, να τον ρωτήσω για τον ανταγωνισμό του στο μουσικό θέατρο. Είδε το «Μερικοί το προτιμούν καυτό»; Του άρεσε; «Το είδα και μου άρεσε πολύ. Σε αυτή την πικρή εποχή ποιος δεν χρειάζεται λίγη Sugar;». l
* Η παράσταση «Annie» παίζεται στο Θέατρον – Κέντρο Πολιτισμού Ελληνικός Κόσμος, Πειραιώς 254, Ταύρος, τηλ. 212 254 0300, www.theatron254.gr

**Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version