Πρόσφατη δημοσκόπηση της Metron Analysis κρούει τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής που υπονομεύουν τα θεμέλια της Δημοκρατίας. Πού οφείλεται όμως άραγε αυτή η άνοδος που σημειώνεται το τελευταίο διάστημα και μάλιστα στις νεότερες ηλικιακές ομάδες;

Μήπως τελικά μας κατακλύζει ένας ενδόμυχος φασισμός και νεοναζισμός; Πράγματι οι αιτίες είναι βαθύτερες, πιθανότατα και ψυχολογικές. Συνήθως άτομα που πρεσβεύουν τέτοιες ιδεολογίες και προσχωρούν σε ανάλογες κομματικές παρατάξεις, είναι στο βάθος δουλοπρεπή με ανίσχυρο «εγώ» και αδυναμία πρωτοβουλίας και αρέσκονται να εξουσιάζουν ή να εξουσιάζονται από κάποιον επιφανειακά «δυνατό», που θα τους παρέχει ασφάλεια και προστασία ενώ στην πραγματικότητα διακυβεύει την ασφάλειά τους.

Η εθελοδουλία αυτή σε γελοίες φιγούρες, δήθεν παλληκαράδων, πατερναλιστών, καταδυναστεύει τους πολίτες που αναζητούν μια μεσσιανική κατάσταση και είναι εθισμένοι στη χειραγώγηση και την ετεροκατεύθυνση «εξ απαλών ονύχων».

Μια άλλη αιτία της εξάπλωσης αυτού του κινήματος, είναι το γεγονός πως ορισμένοι που έχουν χάσει κάθε απομεινάρι ελπίδας και δύναμης, φτάνοντας στα όρια της φτώχειας και της εξαθλίωσης, αναζητούν ελπιδοφόρες υποσχέσεις. Και είναι αλήθεια πως όταν ο άνθρωπος βρίσκεται σε αδιέξοδο επιδιώκει να γαντζωθεί σε όποιον τυχάρπαστο, «πολυμήχανο» ηγέτη τού ευαγγελίζεται διέξοδο από την κρίση του.

Έτσι εκείνοι καταφέρνουν με δήθεν εκδηλώσεις ανθρωπιστικού χαρακτήρα,που είναι μόνο για Έλληνες, να χαϊδεύουν τα αυτιά των εύπιστων και να χλευάζουν τον πόνο ορισμένων, προσφέροντας βοήθεια σε αναξιοπαθούντες.

Το φάντασμα όμως του φασισμού στη χώρα μας είναι και σύμφυτο με μια εκδικητική μανία των Νεοελλήνων απέναντι στην πολιτική ηγεσία του τόπου και σε αντίστοιχες συμπεριφορές της και ατοπήματα που έχουν διαπραχθεί κατά καιρούς. Πιστεύουν λοιπόν πως ακολουθώντας μια ακραία πολιτική επιλογή θα πάρουν εκδίκηση, αλλά διαφαίνεται πως δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι με μια τέτοιου είδους αδιάλλακτη στάση δίνουν την ευκαιρία στο κύμα του νεοναζισμού να απλωθεί επικίνδυνα στη χώρα μας, να ανδρωθεί και να ανθίσει, ξεφυτρώνοντας και προβάλλοντας απειλητικά τα αγκάθια του, σε μια χώρα ξεχαρβαλωμένη.

Επιπρόσθετα το πρόβλημα έχει τις ρίζες του και στα κοινωνικά στερεότυπα. Τα άτομα που είναι θιασώτες του ναζιστικού αυτού κινήματος είναι συνήθως άτομα μισαλλόδοξα, μη ανεκτικά στο διαφορετικό και στερούνται κάθε ίχνος συμπόνιας για τον συνάνθρωπο όταν δεν είναι όμοιός τους. Γι’ αυτό λοιπόν και τοποθετούν ένα παραπέτασμα απέναντί του γιατί εδρεύουν μέσα τους κάθε λογής στερεότυπα και προκαταλήψεις που σαν επιδημία συντείνουν στην εξάπλωσή τους.

Τέλος, οι ένθερμοι υποστηρικτές μιας τέτοιας ιδεολογίας, είναι συχνά άτομα ανιστόρητα, αμαθή ή ημιμαθή που αποστρέφονται τη γνώση και αναζητούν έτοιμη πνευματική τροφή στα μίντια, στην tv και τα τηλεσκουπίδια της και σε κάποιες εφημερίδες που συμβάλλουν στην πνευματική ατροφία του Νεοέλληνα, στη μικρόνοια, στην ανοσιολογία, στην ακρισία και σε ένα γενικότερο παραλήρημα των μαζών.

Όπως βλέπουμε λοιπόν οι αιτίες είναι αρκετές και έχουν ψυχολογικό, κοινωνικό και πνευματικό υπόβαθρο. Γι’αυτό θεωρώ πως οι θιασώτες αυτού του κινήματος δεν έχουν κοινή βάση, αλλά πρόκειται για ένα συνονθύλευμα, χωρίς ενιαία σύσταση και συνεκτικότητα, για άτομα ετερόκλιτα μεταξύ τους και όχι μια συμπαγή ομάδα με κοινό στόχο και κοινές προσδοκίες.

Γι’ αυτόν τον λόγο κι εμείς ας μην μένουμε αδρανείς, επειδή κουραστήκαμε ψυχικά και σωματικά, εξαντληθήκαμε, απογοητευτήκαμε αλλά να αναλογιστούμε τις ευθύνες μας και να επανεξετάσουμε με νηφαλιότητα την πολιτική μας τοποθέτηση και επιλογή, γιατί μόνο τότε θα βγούμε από τον ηθικό και πνευματικό αυτό ξεπεσμό.

* Η Μαρία Δ. Πετροπούλου είναι φιλόλογος και συγγραφέας.