«Φοβάμαι πλέον το ενδεχόμενο να υπάρξει “ξαφνικός θάνατος” των υγειονομικών μονάδων του ΕΟΠΥΥ, με δεδομένο ότι και οι δύο πλευρές τραβούν το σκοινί μέχρι να σπάσει», δήλωσε το απόγευμα της Παρασκευής προς «Το Βήμα» στέλεχος του χώρου της Υγείας. «Η κυβέρνηση έχει αποφασίσει την απόλυση 2.300 γιατρών του ΕΟΠΥΥ και μόνο αν πιεστεί ενδέχεται να πάρει πίσω 500 γιατρούς», ανέφερε. Οι δε γιατροί του ΕΟΠΥΥ είναι αποφασισμένοι να συνεχίσουν τις απεργιακές κινητοποιήσεις. «Αν προχωρήσουν ώς τις γιορτές, πολύ φοβάμαι ότι θα έχουμε “ξαφνικό θάνατο”…», επανέλαβε.
Μήλον της Εριδος αποτελεί το σχέδιο του υπουργείου Υγείας για το σύστημα πρωτοβάθμιας περίθαλψης, το οποίο βασίζεται στο πόρισμα της Επιτροπής Αξιολόγησης Δομών και Προσωπικού του ΕΟΠΥΥ. Το πόρισμα αναμένεται να παρουσιάσει στις αρχές της εβδομάδας ο υπουργός κ. Αδωνις Γεωργιάδης στην περιφερειακή διευθύντρια του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την Ευρώπη κυρίαΣουζάναΤζακάμπ.
Αγοραστής υπηρεσιών
Το σχέδιο προβλέπει, κατ’ ουσίαν, την πλήρη αποδυνάμωση του ΕΟΠΥΥ. Από την 1η Ιανουαρίου 2014 ο ΕΟΠΥΥ θα είναι αγοραστής υπηρεσιών υγείας από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Με άλλα λόγια, ο Οργανισμός δεν θα παρέχει ιατροφαρμακευτικές υπηρεσίες. Μόνο θα αγοράζει. Οι υγειονομικές μονάδες του συγχωνεύονται τόσο μεταξύ τους όσο και με τα Κέντρα Υγείας και μεταφέρονται στις Υγειονομικές Περιφέρειες (ΥΠΕ). Εκεί, δηλαδή, όπου υπάγονται τα Κέντρα Υγείας και τα νοσοκομεία του ΕΣΥ. Η εξέλιξη αυτή σημαίνει για τους ασφαλισμένους μεγάλες αναμονές για τη διενέργεια εξετάσεων. Εκτός και αν επιλέξουν τον ιδιωτικό τομέα, όπου θα καταβάλουν 15% συμμετοχή.
Επιπλέον, 2.300 γιατροί που μέχρι σήμερα εργάζονται στον ΕΟΠΥΥ απολύονται, κατόπιν αξιολόγησής τους με βασικό κριτήριο την ειδικότητά τους, και άλλοι τόσοι μετακινούνται στο ΕΣΥ με διαφορετική εργασιακή σχέση από αυτή που έχουν σήμερα.
Η έξοδος και οι «τροχονόμοι»
Πρώτοι στον κατάλογο των απολυμένων είναι όλοι όσοι έχουν χειρουργική ειδικότητα. Ακολουθούν άλλες ειδικότητες, μη χειρουργικές, για τις οποίες θεωρείται ότι δεν έχουν μεγάλη… ζήτηση. Ανάμεσά τους, αλλεργιολόγοι, ενδοκρινολόγοι και πνευμονολόγοι. Το παράδοξο είναι ότι στον ίδιο κατάλογο περιλαμβάνονται και καρδιολόγοι, παρότι η συγκεκριμένη ιατρική ειδικότητα δέχεται πολλές επισκέψεις.
Τρεις είναι οι ιατρικές ειδικότητες που θα ενσωματωθούν στο νέο σύστημα: της γενικής ιατρικής – παθολογίας, της παιδιατρικής και της οδοντιατρικής. Οι γιατροί που θα έχουν μια από τις τρεις ειδικότητες θα αποτελούν ουσιαστικά τον «κορμό» του δημόσιου συστήματος πρωτοβάθμιας περίθαλψης, υπό έναν όρο: να έχουν πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στο σύστημα της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, κάτι το οποίο σημαίνει ότι θα υποχρεωθούν να βάλουν λουκέτο στο ιατρείο τους. Μαζί με τις υγειονομικές μονάδες του ΕΟΠΥΥ εξετάζεται και η μεταφορά στις ΥΠΕ των 26 φαρμακείων του Οργανισμού, καθώς και η Υπηρεσία Ελέγχου Δαπανών Υγείας Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (ΥΠΕΔΥΦΚΑ).
Με το προτεινόμενο σχέδιο η κυβέρνηση επιθυμεί, όπως ισχυρίζεται ο αρμόδιος υπουργός, να δημιουργήσει σύστημα πρωτοβάθμιας περίθαλψης το οποίο θα λειτουργήσει ως ανάχωμα στην επιβάρυνση των νοσοκομείων του ΕΣΥ. Πολλοί όμως είναι αυτοί που πιστεύουν ότι στην πράξη το σχέδιο θα φέρει αντίθετα αποτελέσματα. Θεωρούν ότι στην πραγματικότητα τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει, αφού οι γιατροί της πρωτοβάθμιας θα λειτουργούν ουσιαστικά ως «τροχονόμοι», στέλνοντας τα περιστατικά στα νοσοκομεία προκειμένου να αντιμετωπιστούν από γιατρούς συγκεκριμένων ειδικοτήτων.
Προβληματίζει η γενική ιατρική
Για την ιστορία αξίζει να αναφερθεί ότι όσοι γιατροί ήταν άνευ ειδικότητας, μέχρι το 1990, απέκτησαν αυτή της γενικής ιατρικής με γραφειοκρατικές διαδικασίες. Μέχρι και το 1996 η ειδικότητα της γενικής ιατρικής απαιτούσε άσκηση τριών ετών, ενώ από το 1997 αυξήθηκε κατά ένα έτος. Αυτά τα τέσσερα χρόνια οι γενικοί γιατροί κάνουν έξι μήνες παθολογία, μόνο τρεις μήνες καρδιολογία, δυο μήνες δερματολογία, τέσσερις μήνες παιδιατρική, τέσσερις μήνες χειρουργική, τρεις μήνες ορθοπεδική – τραυματολογία, τρεις μήνες μαιευτική – γυναικολογία, δυο μήνες οφθαλμολογία, δυο μήνες ωτορινολαρυγγολογία, τρεις μήνες κοινωνική – κλινική ψυχιατρική, δυο μήνες μικροβιολογία και έναν μήνα ακτινολογία. Επίσης, για δυο μήνες περνούν από Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, επί έναν μήνα περνούν από… σεμινάριο Επιδημιολογίας, Στατιστικής και Μεθοδολογίας της Ερευνας και στο τέλος της εκπαίδευσής τους κάνουν 10 μήνες άσκηση σε Κέντρο Υγείας. Σε πολλές περιπτώσεις αυτοί οι δέκα μήνες είναι μόνο τρεις.
Γιατροί διαφόρων ειδικοτήτων δεν θεωρούν επαρκή την εκπαίδευση των συναδέλφων τους που έχουν την ειδικότητα της γενικής ιατρικής, για να σηκώσουν το βάρος της πρωτοβάθμιας περίθαλψης.
«Η πολιτεία έχει απαξιώσει την ειδικότητα των γενικών γιατρών και αυτό φαίνεται από τον τρόπο εκπαίδευσης που δίδεται στα δημόσια νοσοκομεία. Με αυτόν τον τρόπο θέλει να κατασκευάσει γιατρούς β’ κατηγορίας στερώντας από το σύστημα πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας γιατρούς όλων των βασικών ειδικοτήτων, κυρίως επειδή το κόστος θα είναι μικρότερο. Ωστόσο, η ταλαιπωρία των αρρώστων θα είναι μεγαλύτερη, αφού θα πρέπει να απευθύνονται στα νοσοκομεία του ΕΣΥ για εξειδικευμένους γιατρούς», δηλώνει ο διευθυντής Καρδιολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Ευαγγελισμός, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΙΝΑΠ (νοσοκομειακοί γιατροί Αθήνας και Πειραιά) κ. Ηλίας Σιώρας. Μάλιστα, αναρωτιέται με ποιον τρόπο θα αντιμετωπίσει ένα καρδιολογικό περιστατικό συνάδελφός του με την ειδικότητα της γενικής ιατρικής. «Το πρόβλημα δεν βρίσκεται μόνο στη διάρκεια της εκπαίδευσης αλλά και στην ποιότητα. Οι δομές της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας χρειάζονται όλες τις βασικές ιατρικές ειδικότητες», σημειώνει ο κ. Σιώρας.
Πρωτοβάθμια Φροντίδα
Μπορεί να στηριχθεί στους γενικούς γιατρούς;
Ο αριθμός των γενικών γιατρών δεν επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες, σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚεΣΥ) κ. Ιωάννη Δατσέρη. «Οι οικογενειακοί γιατροί προφανώς θα καλυφθούν και από άλλες ειδικότητες, κυρίως παθολόγους. Η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας δεν είναι μόνο ο οικογενειακός γιατρός, διότι όλα τα σύγχρονα συστήματα υγείας προσαρμόζονται προς την αντιμετώπιση των χρονίων παθήσεων. Αρα χρειάζονται και εξειδικευμένοι γιατροί στο σύστημα πρωτοβάθμιας περίθαλψης».
Από διαφορετική οπτική βλέπει το ζήτημα ο πρώην πρόεδρος του ΚεΣΥ, καθηγητής κ. Κυριάκος Στριγγάρης. «Πρέπει το σύστημα υγείας να αποκτήσει γιατρούς οι οποίοι θα αξιολογούν και θα παραπέμπουν τον ασθενή είτε στον ειδικό γιατρό είτε στο νοσοκομείο. Ακόμη και να τον παραπέμπουν για εξετάσεις προτού τον στείλουν στον ειδικό γιατρό. Ετσι πρέπει να είναι το χτίσιμο της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας» δηλώνει.
Προσθέτει ωστόσο ότι το ΚεΣΥ πρέπει να αξιολογήσει την επάρκεια της εκπαίδευσης των γενικών γιατρών οι οποίοι θα στελεχώσουν το σύστημα της πρωτοβάθμιας περίθαλψης. «Πιθανώς να χρειαστεί να επεκτείνει την εκπαίδευση σε ορισμένα γνωστικά αντικείμενα» αναφέρει και προσθέτει: «Πάντως υπάρχουν έμπειροι και επιστημονικά καταρτισμένοι γενικοί γιατροί οι οποίοι σε πρώτη φάση μπορούν να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



