Προς το τέλος της χρονιάς που ανατέλλει πρέπει να δρομολογηθεί η διαδικασία για μια προεδρική εκλογή ενδεχομένως αδύνατη, με αποτέλεσμα να πορευτούμε άκαιρα σε πρόωρη ανάδειξη νέου Κοινοβουλίου, αφού στην ατέλεια των θεσμών ενδεχομένως θα προστεθούν πιθανότατα η ευτέλεια, ο καιροσκοπισμός και η εξουσιομανία των πολιτικών μας δυνάμεων. (Αυτό, βέβαια, αν η κυβέρνηση δεν αποφασίσει, ακριβώς για να αποφύγει τον συγκεκριμένο σκόπελο, να επισπεύσει ακόμη περισσότερο, α λα 2009, τις εκλογικές διαδικασίες, στήνοντας την προσεχή άνοιξη εθνικές κάλπες μαζί με τις ευρωπαϊκές.)
Εδώ, όμως, βρισκόμαστε μπροστά σε μια εγγενή παθολογία του θεσμικού υποστρώματος της δημόσιας ζωής του τόπου, η οποία παράγει αέναες προεκλογικές περιόδους, ωθώντας τις μεν αντιπολιτεύσεις σε διαρκείς υπερβατικούς μαξιμαλισμούς, τις δε κυβερνήσεις σε παροχολογία ή ενδοτικότητα προς τους οργανωμένους ισχυρούς, κυρίως όμως σε αδυναμία για πολιτικές επιλογές με μακροπρόθεσμες στοχεύσεις. Ενώ στοιχειώδης θεσμική προνοητικότητα θα μπορούσε εύκολα να έχει εκριζώσει αυτή την παθογένεια, διασφαλίζοντας στους εκάστοτε κυβερνώντες τη δυνατότητα η απόδοσή τους να αξιολογείται από τον λαό μόνο στο τέλος της θεσμικής τους θητείας (ώστε η πολιτική τους να έχει καρποφορήσει, εάν βέβαια κυοφορεί καρπούς). Ειδικότερα…
Από το 2005, με πλήθος παρεμβάσεων και βιβλίων μου –π.χ. «Προτάσεις για μια συνταγματική αναθεώρηση», «Τα πολιτικά καθεστώτα», «Προεδρικό σύστημα στην Ελλάδα;» κτλ., το πρώτο εξ αυτών γραμμένο μαζί με τον Γιάννη Μαρίνο και άλλους συγγραφείς –προτείνω δύο τουλάχιστον μεταρρυθμίσεις ικανές να δώσουν χρόνο και ασφάλεια στους εκάστοτε κυβερνώντες, παράλληλα, δε, σταθερότητα στο πολιτικό σύστημα της χώρας (αφαιρώντας από τους βιαστικούς υποψήφιους εφαψίες της εξουσίας τη δυνατότητα να εκμεταλλεύονται τις κάθε λογής συγκυρίες, ώστε να απονομιμοποιούν πρόωρα και να αποδυναμώνουν πολιτικά την εκλεγμένη για συγκεκριμένο διάστημα κυβερνητική πλειοψηφία).
Κατά πρώτον, υποστηρίζω η ανάδειξη των εκπροσώπων μας για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να μπορεί να γίνεται ατομικά, χωρίς κομματικές λίστες (ή με δυνατότητα διακομματικής σταυροδοσίας σε εθνική βάση), ώστε οι εκλογές αυτές να προσανατολιστούν στον άμεσο προορισμό τους και να πάψουν να προσφέρονται για αποδοκιμασία της κυβέρνησης και έκφραση των κάθε λογής δυσαρεσκειών της κοινωνίας.
Κυρίως, όμως, διαχρονικά επανέρχομαι στην ανάγκη να αποσυνδεθεί η ανάδειξη του Προέδρου της Δημοκρατίας από την πρόωρη διάλυση του Κοινοβουλίου, χωρίς όμως να πάμε σε άμεση λαϊκή εκλογή του προέδρου (αυτή θα δημιουργούσε επικίνδυνο δυϊσμό και ανταγωνισμό μέσα στην εκτελεστική εξουσία, δυνητικά γενεσιουργό συγκρούσεων και παραγωγό κρίσεων, ενώ θα βύθιζε τη χώρα σε διαρκή προεκλογική περίοδο). Παράλληλα, όμως, η αποσύνδεση αυτή, εφόσον δεν αποφασίζεται η «υπερβατική» μετάβαση στο προεδρικό ή το ημιπροεδρικό σύστημα, δεν πρέπει να οδηγήσει σε κατάργηση του –συμβατού προς την αβασίλευτη κοινοβουλευτική δημοκρατία –εθνικού συμβολικού εκτοπίσματος του ΠτΔ, το οποίο του το παρέχει μόνο η ανάδειξή του με ευρεία διακομματική κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Πώς, όμως, μπορεί να γίνει αυτό;
Είναι απαραίτητο να δοθεί στην ελάχιστη κοινοβουλευτική βάση μιας κυβέρνησης, δηλαδή στους 151 σήμερα βουλευτές, η δυνατότητα να επιμηκύνουν τουλάχιστον κατά ένα έτος τη θητεία του ήδη υπηρετούντος προέδρου, ο οποίος ασφαλώς έχει καταγεγραμμένη στο πρόσωπό του τη μεγάλη πολιτική συναίνεση, εφόσον εξελέγη με ευρύτατη πλειοψηφία. Η ασφάλεια που θα δοθεί στους εκάστοτε κυβερνώντες και η συνακόλουθη αύξηση των αντοχών του πολιτικού συστήματος είναι προφανείς, γιατί καμία βιαστική αντιπολίτευση δεν θα τολμήσει να χρησιμοποιήσει στρεψόδικα την προεδρική εκλογή, για να προκαλέσει πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, όταν η κυβερνητική πλειοψηφία έχει πρόσφατη λαϊκή εντολή, π.χ. ενός έτους. Ενώ, όταν η κυβέρνηση βρίσκεται περί τη μέση ή μετά τη μέση της θητείας της, οπότε συνήθως κάμπτεται η δημοτικότητά της, η παράταση αυτή περίπου διασφαλίζει την ομαλή ολοκλήρωση του κανονικού κυβερνητικού κύκλου.
Είναι φυσικά αυτονόητο πως οι σκέψεις αυτές, αφού δεν ελήφθησαν υπόψη στη συνταγματική αναθεώρηση του 2008, δεν μπορούν να αποτρέψουν τις ενδεχόμενες δυσμενείς εξελίξεις που πιθανότατα θα προκαλέσει σε έναν χρόνο η αδυναμία εκλογής ΠτΔ. Αυτός, όμως, δεν είναι λόγος να μην αποτελέσουν, έστω και τώρα, αντικείμενο συζήτησης και προβληματισμού. Ισως, άλλωστε, ο λόγος που φτάσαμε εδώ που βρισκόμαστε είναι πως το πολιτικό μας σύστημα δεν απέδειξε ικανότητα –όχι μόνο δράσης, αλλά ούτε καν –σκέψης με βαθύ χρονικό ορίζοντα…
Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ