Η 45χρονη Γουοτς, γνωστή για τις ταινίες “Οδός Μαλχόλαντ” του Ντέιβιντ Λιντς, “Επικίνδυνες Υποσχέσεις” του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, “Funny Games” (το ομώνυμο ριμέικ της ταινίας του Μίκαελ Χάνεκε), “Θα Συναντήσεις έναν Ψηλό Μελαχρινό Άντρα” του Γούντι Άλεν και δύο φορές υποψήφια για Όσκαρ ‘Α Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της στο “21 Γραμμάρια” και “The Impossible”, ήταν η πρώτη επιλογή των παραγωγών για να υποδυθεί μία από τις διασημότερες γυναίκες του κόσμου, την πριγκίπισσα Diana. Το ομολογουμένως παράτολμο εγχείρημα ανέθεσαν στον 55χρονο Γερμανό σκηνοθέτη Όλιβερ Χιρσμπίγκελ, (“Το Πείραμα”, “Πέντε Λεπτά πριν τον Παράδεισο”) που έγινε γνωστός με την ταινία “Η Πτώση”, υποψήφια για Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας, για τις τελευταίες μέρες στη ζωή του Αδόλφου Χίτλερ.
Το “Diana” επικεντρώνεται στα δύο τελευταία χρόνια στη ζωή της 33χρονης πριγκίπισσας και κυρίως στο μυστικό δεσμό της με τον Πακιστανό καρδιοχειρούργο Χασνάτ Καν, ενώ ήταν ακόμα παντρεμένη με τον πρίγκιπα Κάρολο, μέχρι τη διάλυση της σχέσης τους λίγες εβδομάδες πριν το θάνατό της στο μοιραίο αυτοκινητικό δυστύχημα στο Παρίσι το 1997. Ο Καν, 54 ετών σήμερα (τον υποδύεται ο ηθοποιός Ναβίν Άντριους, γνωστός από το “Ο Άγγλος Ασθενής” και την τηλεοπτική σειρά “Lost”), ένας “κλειστός” άνθρωπος που κατά τη διάρκεια της σχέσης του με τη Diana προσπαθούσε πάντα να αποφύγει τα φώτα της δημοσιότητας, κατηγόρησε τους συντελεστές πως βασίστηκαν σε φήμες και υποθέσεις. Τόσο ο Χιρσμπίγκελ όσο και η Γουοτς έχουν παραδεχτεί πως η ταινία – βασισμένη στο βιβλίο της Κέητ Σνελ “Diana: Η τελευταία της αγάπη”, τις ανακρίσεις που διεξάχθηκαν μετά το θάνατο της Diana και μαρτυρίες φίλων της – είναι μια απόδοση της σχέσης τους, η οποία στο μεγαλύτερο μέρος της εκτυλίχτηκε σε συνθήκες απόλυτης μυστικότητας (προκειμένου να συναντήσει τον Καν περνώντας απαρατήρητη, η Diana έβγαινε έξω φορώντας συχνά περούκα και γυαλιά ηλίου).
Οι δημιουργοί έδωσαν έμφαση στο να κάνουν τη Γουοτς να μοιάζει όσο περισσότερο γίνεται στη Diana και όχι τόσο στο να αναπαραστήσουν την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα και της ζωής της. Σημαντικά κεφάλαια, όπως η επίδραση της βασιλικής οικογένειας στην περιορισμένη πρόσβαση που είχε στους γιους της Oυίλιαμ και Χάρι καθώς και η ταραγμένη και αντιφατική συμπεριφορά της, αντιμετωπίζονται επιφανειακά, ενώ ο πρίγκιπας Κάρολος – εκτός από μία φορά που ακούμε τη φωνή του – και η Βασίλισσα Ελισσάβετ απουσιάζουν από την αφήγηση.
Ο Χιρσμπίγκελ δήλωσε πως δεν ήθελε να κάνει μια βιογραφική ταινία, αλλά να δείξει τον καθοριστικό ρόλο που είχε η σχέση της Diana με τον Καν – την εξόπλισε με αυτοπεποίθηση και την οδήγησε να βρει και να πιστέψει στον εαυτό της. Από μια καταθλιπτική και μοναχική γυναίκα, έγινε πιο τολμηρή και μέσω της ευτυχίας και ολοκλήρωσης στην προσωπική της ζωή, μπόρεσε να κατακτήσει την επιτυχία και να αφοσιωθεί στο φιλανθρωπικό της έργο. “Όταν η Diana συνάντησε τον Καν, κατάλαβε την αξία όχι μόνο του να δίνεις αγάπη, αλλά και του να λαμβάνεις. Αν και πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, είχαν κάτι κοινό κι αυτό ήταν η επιθυμία τους να προσφέρουν και να βοηθούν τους άλλους. Νομίζω πως ήταν αδελφές-ψυχές”.
Τα γυρίσματα κράτησαν εννέα εβδομάδες και πραγματοποιήθηκαν σε περισσότερες από 100 τοποθεσίες, στη Βρετανία, την Κροατία, το Πακιστάν και τη Μοζαμβίκη. Η βασιλική οικογένεια έδωσε άδεια να γυριστούν μερικά πλάνα έξω από το παλάτι του Κένσινγκτον, που υπήρξε η κατοικία της Diana, αλλά τα γυρίσματα των εσωτερικών χώρων έγιναν μακριά από το παλάτι.
Υπάρχουν πολλές εικονικές στιγμές από τη ζωή της που αναπαριστώνται στην ταινία – η φορά που παρακολούθησε τον Καν να πραγματοποιεί μια εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, όταν περπάτησε πάνω σε ναρκοπέδιο στην Ανγκόλα, οι διακοπές της με τον Ντόντι Αλ Φαγιέντ στο γιοτ του και η πολυσυζητημένη συνέντευξη που έδωσε στον δημοσιογράφο του BBC Μάρτιν Μπασίρ το 1995.
Λίγο πριν τη συνέντευξη, η υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων με ενημερώνει ότι η Γουοτς δε θα είναι μόνη της, αλλά θα συνοδεύεται από τον Χιρσμπίγκελ, καθώς αυτό την κάνει να νιώθει μεγαλύτερη ασφάλεια. Ίσως για τον επιπλέον λόγο ότι, όπως αποκάλυψε μετά, δεν είχε δει ακόμα την τελική εκδοχή της ταινίας.
Μπαίνουν και οι δύο στη σουίτα του Ξενοδοχείου Claridge’s στο Λονδίνο, όπου έχει δοθεί το ραντεβού. Η Γουοτς, φορώντας ένα κομψό μαύρο φόρεμα, ζητά συγγνώμη για την καθυστέρηση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της συνέντευξης, απαντά με συστολή, σα να προσέχει την κάθε της λέξη ή σα να έχει σκεφτεί από πριν τι θα πει.
Έχετε συχνά αναφερθεί στις αρχικές σας επιφυλάξεις να δεχτείτε να υποδυθείτε τη Diana. Τι ήταν αυτό που τελικά σας έπεισε;
«Είναι αλήθεια πως στην αρχή αμφιταλαντεύτηκα πολύ, αναγνωρίζοντας την τεράστια ευθύνη που συνόδευε τον συγκεκριμένο ρόλο. Όταν μου το πρότεινε ο ατζέντης μου, αρχικά ήμουν αρνητική. Ως ηθοποιός όμως, εξαρτάσαι άμεσα από το σκηνοθέτη σου. Είχα δει την “Πτώση” και την είχα θεωρήσει αριστουργηματική, επομένως ήξερα πως μπορούσα να εμπιστευτώ τον Όλιβερ.
Μου αρέσει να υποδύομαι γυναικείους χαρακτήρες που είναι περίπλοκοι και γεμάτοι αντιθέσεις. Η Diana ήταν όλα αυτά και ακόμα περισσότερα. Μπορούσε να είναι δυνατή και επαναστάτρια, χαρούμενη, περιπετειώδης και έξυπνη. Συγχρόνως αισθανόταν μόνη, θυμωμένη, θλιμμένη και παγιδευμένη. Ο ρόλος με φόβιζε και συγχρόνως μου κινούσε το ενδιαφέρον. Τελικά είπα το ‘ναι’».
Έχετε πει πως ποτέ πριν δεν είχατε έρθει τόσο κοντά σε έναν ρόλο. Πόσο δύσκολο ήταν να τον αφήσετε πίσω σας την τελευταία μέρα των γυρισμάτων;
«Έδωσα όλο μου τον εαυτό στο να κάνω εξονυχιστική έρευνα. Διάβασα κάθε βιβλίο και άρθρο που γράφτηκε για τη Diana και είδα κάθε διαθέσιμο αρχειακό υλικό. Θυμάμαι με πόσο ενθουσιασμό μοιραζόμασταν καινούργιες ανακαλύψεις για τη ζωή της με τον Όλιβερ, γιατί φυσικά κι εκείνος έκανε παράλληλα έρευνα. Είχα πάθει εμμονή με το ρόλο και το χαρακτήρα της Diana, ήταν τόσο πολλά τα πράγματα που έπρεπε να έχω πάντα υπόψη μου. Στο τέλος ήμουν εξαντλημένη».
Δεδομένου πως είχατε στη διάθεσή σας τεράστιο υλικό για τη ζωή και το χαρακτήρα της, πώς διαλέξατε ποια στοιχεία ήταν πιο κατάλληλα για την ιστορία που η ταινία ήθελε να πει;
«Στο τέλος έπρεπε απλά να εμπιστευτώ το σενάριο. Πολλές πηγές έδιναν αντιφατικές πληροφορίες για τη Diana. Ξέραμε πως δε γινόταν να πιστέψουμε όλα όσα γράφτηκαν γι’ αυτήν. Ο Όλιβερ και οι συνεργάτες του πέρασαν πολύ χρόνο προσπαθώντας να διασταυρώσουν τις πηγές για να επιβεβαιώσουμε τι ήταν αλήθεια και τι μύθος».
(Ο Χιρσμπίγκελ συμπληρώνει: Υπήρχαν ιστορίες που έλεγαν ότι κάποιες φορές, η Diana έβγαινε έξω γυμνή, φορώντας μόνο τη γούνα της και πήγαινε να συναντήσει τον Καν. Όταν όμως ρώτησα διάφορους ανθρώπους που την ήξεραν καλά, μου είπαν “αποκλείεται να το έκανε αυτό, δεν ήταν του στυλ της”. Όλα όσα γίνονται στην ταινία όμως είναι βασισμένα σε πραγματικά γεγονότα”.)
Πιστεύετε ότι η Diana ήταν ένας γενναίος ή ένας θλιβερός άνθρωπος;
«Είχε θλιβερό τέλος, αλλά νομίζω ήταν πολύ θαρραλέα. Έκανε πολλά που το αποδείκνυαν αυτό – όπως για παράδειγμα η συνέντευξη που έδωσε στον Μπασίρ. Συγχρόνως βέβαια υπήρχε πολύ θλίψη στη ζωή της, που προκλήθηκε από το διαζύγιο των γονιών της, τη διάλυση του γάμου της με τον Κάρολο, την ασφυκτική πίεση από τη δημοσιότητα και το ότι αναγκάστηκε να αποχωριστεί τα παιδιά της».
Στο παρελθόν έχετε υποδυθεί ξανά υπαρκτά πρόσωπα. Πώς ήταν όμως το να πρέπει να πλησιάσετε μια γυναίκα σαν τη Diana στην εξωτερική της εμφάνιση, σε κάθε σχεδόν λεπτομέρεια;
«Όταν προετοιμάζομαι για ένα ρόλο, συνήθως δουλεύω από “μέσα” προς τα “έξω”. Πρώτα μελετώ το χαρακτήρα και την ψυχολογία του και μετά το πώς θα τον χτίσω σε επίπεδο εξωτερικής εμφάνισης και συμπεριφοράς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, κινηθήκαμε αντίστροφα. Έπρεπε να της μοιάζω όσο περισσότερο γινόταν, χωρίς να την αντιγράψω. Αυτό που με δυσκόλεψε περισσότερο ήταν η φωνή της, γιατί ήταν ένα στοιχείο πολύ συνδεδεμένο με την ίδια. Μελέτησα εντατικά τη φωνή της για έξι εβδομάδες. Η ένταση της φωνής της ήταν χαμηλή, αλλά η χροιά ήταν “ζεστή”, ελκυστική και όχι αυστηρή όπως των περισσότερων άλλων αριστοκρατών. Ακόμα και η μητέρα μου μου είπε “Ναόμι, δεν ξέρω αν θα καταφέρεις να μιμηθείς τη φωνή της!” Το βλέμμα της ήταν επίσης κάτι που με δυσκόλεψε – από ντροπαλό και ευάλωτο, μπορούσε να γίνει ξαφνικά έντονο και διαπεραστικό.
Όταν υποδύεσαι υπαρκτά πρόσωπα, έχεις μεγάλο αίσθημα ευθύνης να πεις την ιστορία τους με ευαισθησία και με τον πιο ακριβή τρόπο. Η Diana υπήρξε μια από τις διασημότερες γυναίκες της εποχής της. Ο κόσμος αισθάνεται πως τη γνωρίζει και πως του ανήκει. Πώς μπορείς να κάνεις “δικό” σου έναν άνθρωπο που εκατομμύρια άλλοι τον θεωρούν οικείο; Ήταν μια τρομαχτική διαδικασία. Ακόμα αισθάνομαι περίεργα όταν βλέπω τον εαυτό μου ως Diana στις αφίσες ή φωτογραφίες της ταινίας».
Μέσω της έρευνας που κάνατε και της προσπάθειας να τη μάθετε και να την πλησιάσετε, πόσο θα λέγατε ότι άλλαξε η εντύπωση που είχατε μέχρι τότε γι’ αυτήν;
«Κάτι που με ξάφνιασε ήταν η πολύ ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ της. Όλοι όσοι την ήξεραν μου μίλησαν γι’ αυτό. Ήταν ένα χιούμορ καλοπροαίρετο, αλλά με μια δόση πονηριάς. Της άρεσε συχνά να κάνει τολμηρά αστεία για να “σπάσει” τον πάγο. Η γιαγιά του Χασνατ Καν την χαρακτήρισε “νεαρή λέαινα” – νομίζω της ταιριάζει απόλυτα. Τη θαυμάζω πολύ για αυτή της την τόλμη. Καθώς και για την ευαισθησία της και την ανθρωπιά της, την ικανότητά της να συμπονά και να συμπάσχει με τον πόνο του άλλου. Το φιλανθρωπικό της έργο ήταν τρομερά σημαντικό. Δε δίστασε να κρατήσει αγκαλιά ένα παιδί που είχε AIDS – στις αρχές του 90’ που δε γνωρίζαμε ακόμα πολλά για την ασθένεια, ήταν μια εξαιρετικά τολμηρή κίνηση. Αγωνίστηκε για την ευτυχία της ενάντια σε όλους και σε όλα. Ήταν μία καταπληκτική μητέρα και μια δυνατή, έξυπνη γυναίκα που γεφύρωσε το κενό ανάμεσα στη βασιλική οικογένεια και το λαό».
* Η ταινία “Diana” προβάλλεται στους κινηματογράφους από την Πέμπτη 28 Νοεμβρίου από τη Village.