Δεν είναι πρωτοφανές να καθιστούμε ολόκληρες κοινωνικές ομάδες υπεύθυνες για τα εγκλήματα μεμονωμένων ατόμων. Συλλογική ευθύνη –και αντίστοιχη τιμωρία- αναγνωριζόταν στη Ναζιστική Γερμανία σε ολόκληρες οικογένειες για τη βοήθεια μεμονωμένων μελών τους προς τους Εβραίους ή στα Σοβιετικά Γκούλαγκ σε ολόκληρες ομάδες για την κακή εργασιακή απόδοση ενός ατόμου. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι βασικές ψυχολογικές διεργασίες που διέπουν αυτές τις ακραίες αντιλήψεις«δικαιοσύνης»χαρακτηρίζουν συχνά και τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε εγκλήματα στις μέρες μας.
Ας πάρουμε δύο παραδείγματα: την κατάσταση της μικρής Μαρίας που ξεσήκωσε αντιδράσεις απέναντι στη φυλή των Ρομά και το φόνο του Παύλου Φύσσα που ξεσήκωσε αντιδράσεις απέναντι στη Χρυσή Αυγή.Μπορεί αρχικά να μην φαίνεται συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο περιστατικών, αλλά είναι αναμφισβήτητο ότι και στις δύο περιπτώσεις επιρρίφθηκαν συλλογικές ευθύνες στην κοινωνική ομάδα που ανήκαν οι φυσικοί δράστες.
Εν προκειμένω είναι σχεδόν αδιανόητο να μην αποδεχτούμε ότι η απόδοση ευθυνών πρέπει να έχει και τη συλλογική της διάσταση. Αν δεν ήταν φίλα προσκείμενος ο Ρουπακιάς στη Χρυσή Αυγή, θα διέπραττε ποτέ το φόνο του Παύλου Φύσσα; Από την άλλη, αν δεν ανήκαν στους Ρομά οι γονείς της Μαρίας, θα είχαν οδηγηθείστην εγκατάλειψη του παιδιού; Η δυσκολία να αναλογιστούμε την πιθανότητα να έχουν διαπραχθεί τα συγκεκριμένα εγκλήματα δίχως τη συμμετοχή στις συγκεκριμένες ομάδες, μας ωθεί να πιστεύουμε αβίαστα ότι το αίτιο των συμπεριφορών είναι αυτή ακριβώς η συμμετοχή στις ομάδες. Ο Ρουπακιάς σκότωσε επειδή είναι Χρυσαυγίτης, οι γονείς της Μαρίας την εγκατέλειψαν επειδή είναι Ρομά.
Εύκολη η λύση λοιπόν. Όσους λιγότερους Χρυσαυγίτες ή Ρομά έχουμε, τόσο μειώνουμε την πιθανότητα να έχουμε τέτοιες συμπεριφορές. Στο πλαίσιο αυτό υπάρχουν οι φασιστικές προτάσεις να τους καθαρίσουμε όλους και να τους διώξουμε από τη χώρα ή οι πιο ψύχραιμες που εστιάζουν στην εκπαίδευση και στην ένταξη στην κοινωνία.
Μήπως όμως απλά αρνούμαστε να πάμε ένα βήμα παραπέρα τη σκέψη μας; Το λάθος δεν είναι απλά οι γενικεύσεις τύπου «Οι Ρομά είναι ανήθικοι» και «Οι Χρυσαυγίτες είναι επιθετικοί» -τα στερεότυπα- ούτε η ανάπτυξη αρνητικών στάσεων απέναντι στην ομάδα –δηλαδή η προκατάληψη- ούτε η συστηματική δυσμενής συμπεριφορά απέναντι στις ομάδες –την οποία ονομάζουμε διάκριση-. Το λάθος στο οποίο αναφέρομαι αφορά στη χρησιμοποίηση της κατηγορίας για την εξήγηση συγκεκριμένων συμπεριφορών των μελών της. Παρακάτω θα εξηγήσω τί εννοώ.
Το φαινόμενο της χρησιμοποίησης της ίδιας της κατηγορίας ως εξήγηση για τις συμπεριφορές των μελών της είναι μία από τις διαστάσεις του ψυχολογικού εσσενσιαλισμού. Ο εσσενσιαλισμός (από το αγγλικόessenceπου σημαίνει φύση/ουσία/υπόσταση) είναι η αντιμετώπιση μίας κατηγορίας σαν να έχει μία βαθύτερη, καθοριστική υπόσταση που την κάνει να είναι αυτό που είναι. Άρα η συμπεριφορά των μελών της καθορίζεται από αυτή τη βαθύτερη υπόσταση. Συνδέεται μεν συχνά με την προκατάληψη, είναι διαφορετικό φαινόμενο δε.
Μάλιστα, ο εσσενσιαλισμός δεν καταλήγει πάντα σε λανθασμένα συμπεράσματα. Ένα χρυσό κόσμημα όντως γυαλίζει επειδή είναι χρυσό ή ένα μάλλινο ρούχο όντως είναι ζεστό επειδή είναι μάλλινο. Υπάρχει δηλαδή μία βαθύτερη υπόσταση που κάνει το κόσμημα ή το ρούχο να είναι αυτό που είναι. Αυτού του είδους οι διαπιστώσεις υποθέτουν ότι υπάρχει μία ευθεία σχέση μεταξύ του χαρακτηριστικού που επιδεικνύει το φυσικό αντικείμενο –την ιδιότητα να γυαλίζει ή να ζεσταίνει- και της κατηγορίας στην οποία ανήκει –των χρυσών ή μάλλινων αντικειμένων-. Σε σχέση λοιπόν με τις φυσικές κατηγορίες η εσσενσιαλιστική λογική δείχνει να στέκει, κυρίως επειδή οι ιδιότητές τους εκπορεύονται μονοσήμαντα από συγκεκριμένες φυσικές ουσίες. Αρκεί να υποδείξουμε σε ποια κατηγορία ανήκει το αντικείμενο, για να εξηγήσουμε τις ιδιότητες ή τη συμπεριφορά του. Δεν ισχύει το ίδιο όμως με τις κοινωνικές κατηγορίες.
Ενώ οι φυσικές κατηγορίες αντλούν τις ιδιότητές τους από τη φύση, οι κοινωνικές κατηγορίες νοηματοδοτούνται στο επίπεδο της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Ενώ αρκεί να υποδείξεις ότι κάτι είναι χρυσό για να εξηγήσεις γιατί γυαλίζει, δεν αρκεί να υποδείξεις ότι ένας άνθρωπος είναι Χρυσαυγίτης για να εξηγήσεις γιατί είναι φονιάς. Η ταυτότητα του Χρυσαυγίτη δεν εκπορεύεται απλά από μία φυσική ιδιότητα αλλά συνδέεται με πλήθος προσωπικών, κοινωνικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών.

Δεν είναι καθόλου εύκολο να προσδιορίσεις αν υπάρχουν κάποια φυσικά χαρακτηριστικά που έχουν όλα τα μέλη των ομάδων και παράγουν τις συμπεριφορές τους. Προφανώς δεν είναι εξήγηση ότι «Οι χρυσαυγίτες είναι χαζοί» για το φόνο του Παύλου Φύσσα, αλλιώς όλοι οι «χαζοί» θα διέπρατταν φόνο. Φαίνεται αστείο ως αιτιολόγηση; Αν ρωτήσετε γύρω σας, σπάνια οι αντίπαλοι της Χρυσής Αυγής θα πάνε ένα βήμα παραπέρα. Ίσως οι πιο φιλοσοφημένοι να πουν «Με τη φτώχεια και την ανεργία έρχεται άνοδος του ναζισμού». Αυτό πάλι δεν καταδεικνύει μία ευθεία σχέση της φτώχειας ή της ανεργίας με την υιοθέτηση ναζιστικών ιδεολογιών. Ούτε βέβαια με το φόνο. Αλλιώς όλοι οι φτωχοί και άνεργοι θα ήταν ναζιστές και φονιάδες. Όχι, οι εξηγήσεις είναι πιο πολύπλοκες και οφείλουμε να τις αναζητούμε όταν αποδίδουμε ευθύνες. Αυτό δεν απαλλάσει τη Χρυσή Αυγή από τις ευθύνες της, απλά υποδηλώνει ότι οφείλουμε να γνωρίζουμε με ποιό ακριβή τρόπο η συμμετοχή στην ομάδα συμβάλλει στη βία ώστε να επέλθει και η αντίστοιχη τιμωρία.

Όταν λοιπόν χρησιμοποιούμε την υπαγωγή στην ομάδα ως αιτία συμπεριφοράς, οφείλουμε να εξετάζουμε περαιτέρω με ποιό τρόπο η συμμετοχή στην ομάδα προκαλεί τη συμπεριφορά. Σε περίπτωση που εντοπίσουμε τον συγκεκριμένο τρόπο, τότε έχουμε βρει πού εδράζεται η ευθύνη για τη συμπεριφορά του ατόμου. Οπωσδήποτε για την εγκατάλειψη της μικρής Μαρίας, ευθύνη δεν έχει μόνο η φύση των Ρομά αλλά και τα κυκλώματα εκμετάλλευσης ανηλίκων, το καθεστώς των κρατικών επιδομάτων, η αντιμετώπιση της κοινωνίας απέναντι στους Ρομά και τα προσωπικά χαρακτηριστικά των γονέων.

Μπορεί αυτά να έχουν ειπωθεί διάσπαρτα, αλλά όχι με συστηματικό και συνολικό τρόπο. Η ευθύνη των γονιών της Μαρίας ίσως έχει να κάνει και με το ότι είναι Ρομά, αλλά δεν μπορούμε να σταματήσουμε απλά στη διατύπωση μίας υπόθεσης. Πρέπει να την εξετάσουμε ενδελεχώς για να αποδώσουμε τις ευθύνες εκεί που πρέπει. Μετά, μπορούμε να κάνουμε τις παρεμβάσεις που απαιτούνται είτε στην ίδια τη Μαρία, είτε στους γονείς της, είτε στον στενό ή στον ευρύτερο κοινωνικό τους κύκλο, στη φυλή των Ρομά της Βουλγαρίας, στη φυλή των Ρομά στην Ελλάδα, στο καθεστώς της υιοθεσίας στην Ελλάδα, στην Ευρώπη ή παγκόσμια, στο καθεστώς των επιδομάτων στην Ελλάδα, στην Ευρώπη ή παγκόσμια κ.ο.κ.

Αν δεν συνυπολογίσουμε ψύχραιμα και σωστά όλες τις παραμέτρους – ή έστω να κάνουμε μία συνειδητή προσπάθεια σε αυτή την κατεύθυνση- και παραμείνουμε στο επιφανειακό γεγονός ότι οι γονείς της Μαρίας είναι Ρομά ή, ακόμη, ότι ο Ρουπακιάς είναι χρυσαυγίτης, καταλήγουμε τελικά να υιοθετούμε την άποψη ότι φταίει η συμμετοχή στην ομάδα και η ίδια η ομάδα στο σύνολό της. Δυστυχώς ακολούθως συχνά αρνούμαστε να ελέγξουμε, παρά μόνο με μία επιφανειακή εκλογίκευση, με ποιό ακριβή μηχανισμό η συμμετοχή στην ομάδα παράγει ανεπιθύμητες συμπεριφορές. Αρκούμαστε στο ότι φταίει η ομάδα για τη συμπεριφορά του ατόμου.

Κατά αυτό τον τρόπο, οι ατομικές ευθύνες γίνονται αυτόματα και αβίαστα συλλογικές. Και ο καταλογισμός των συλλογικών ευθυνών μπορεί να γίνει με τη σειρά του, όπως δυστυχώς είδαμε από τους φόνους των Μάνου Καπελώνη και Γιώργου Φουντούλη, άδικος και τραγικός.