Η Αριστερά δεν ήταν ποτέ υπέρ της παλαιάς κοινωνίας, των παλαιών θεσμών και των παλαιών αξιών. Ιστορικά, ήδη από τον 19ο αιώνα, υπήρξε «περισσότερο αλληλέγγυα από τη Δεξιά» προς το κίνημα της νεωτερικότητας. Ο θαυμασμός προς την καπιταλιστική modernity αποτυπώνεται με μεγαλειώδη τρόπο στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο των Μαρξ και Ενγκελς. Υπάρχει δηλαδή στο ιδρυτικό θεωρητικό και ιδεολογικό κείμενο της μοντέρνας Αριστεράς.
Βέβαια, στην αφετηρία δράσης της Αριστεράς βρίσκεται η ρυθμιστική ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αυτός είναι ο μεγάλος υποστατικός μύθος. Δεν υπάρχει Αριστερά χωρίς στρατηγική αναδιανομής, περιορισμένης ή ριζικής, του παραγόμενου πλούτου. Ωστόσο οι αναδιανεμητικές πολιτικές προσλαμβάνουν διαφορετικά περιεχόμενα, ανάλογα με το εκσυγχρονιστικό πλαίσιο –τεχνολογικό, οικονομικό, θεσμικό, πολιτισμικό –στο οποίο εντάσσονται. Από τον Λένιν της μετεπαναστατικής Ρωσίας (όπου κυριαρχούσαν τα εξισωτικά ιδεώδη και η λατρεία της τεχνολογίας) μέχρι τους σουηδούς σοσιαλδημοκράτες (υπερηφανεύονται ακόμη ότι δημιούργησαν «την πιο μοντέρνα χώρα στον κόσμο») δεν έχει υπάρξει επιτυχημένη κυβερνητική Αριστερά, μετριοπαθής, ριζοσπαστική ή επαναστατική, χωρίς ένα είδος «σχεδίου εκσυγχρονισμού» που να νοηματοδοτεί τη δράση της.
Φυσικά, η νεωτερικότητα είναι «απερίσταλτα πλουραλιστική« (Gauchet, 2009). Ανταγωνιστικές ιδεολογίες (παράδειγμα: ο φιλελευθερισμός, ο σοσιαλισμός) διεκδίκησαν και διεκδικούν να την ορίσουν, παράγοντας έτσι εναλλακτικά σχέδια εκσυγχρονισμού. Στην Ελλάδα, οι εγχώριες εκδοχές του μοντέρνου απέτυχαν είτε γιατί ήταν μιμητικές του εξωτερικού (η Ελλάδα οφείλει να γίνει μια «κανονική δυτική χώρα») είτε γιατί ήταν αμυντικές (η μεταπολιτευτική Αριστερά έτεινε να είναι «αντιεκσυγχρονιστική» για να αντιπαρατεθεί στον νεοφιλελεύθερο εκσυγχρονισμό). Το παράδειγμα του ΠαΣοΚ είναι εύγλωττο. Το ΠαΣοΚ δεν κατάφερε να προωθήσει ούτε βιώσιμο μοντέλο μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων ούτε αποτελεσματικό οικονομικό και θεσμικό εκσυγχρονισμό, παρά τη μεγάλη ικανότητα προγραμματικής καινοτομίας που το διέκρινε. Σήμερα τα λαϊκά στρώματα πληρώνουν τον λογαριασμό.
Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβει στην εξουσία, θα επιτύχει εκεί που απέτυχε το ΠαΣοΚ; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Και γίνεται λιγότερο εύκολη γιατί το κλίμα γενικευμένης πόλωσης που κυριαρχεί, όπου όλοι στρέφονται χωρίς έλεος εναντίον όλων, αποκρύβει τα επίδικα της ιστορικής περιόδου. Χάνονται, μέσα στην οχλοβοή, οι κεντρικές γραμμές και η δομή της πολιτικής των κομμάτων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, έπειτα από μια περίοδο μονομερώς καταγγελτικού λόγου και ανεπαρκέστατα επεξεργασμένων θέσεων, αποκρυστάλλωσε, κάπου στις αρχές του 2011, τη βασική οικονομική του πολιτική. Εκτοτε η πολιτική του διαθέτει κεντρικό κορμό που, στη σημερινή μετεξέλιξή του, έχει προσλάβει την παρακάτω μορφή: «Οχι στο μνημόνιο – μορατόριουμ πληρωμών και ρήτρα ανάπτυξης – κούρεμα ενός τμήματος του χρέους στο πλαίσιο μιας μεγάλης διεθνούς διάσκεψης που θα αντιμετωπίσει συνολικά το πρόβλημα του ευρωπαϊκού Νότου – ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί και μετριοπαθής μισθολογική πολιτική – έμφαση στην ανάπτυξη με τη συμβολή ευρωπαϊκών κεφαλαίων – αναδιανομή μέσω της πλήρους αναθεμελίωσης του φορολογικού συστήματος». Το σκέλος «παραγωγική ανασυγκρότηση» συμπληρώνει τη βασική γραμμή πλεύσης του κόμματος.
Η πολιτική αυτή είναι συνεκτική, έχει υπέρ της το επιχείρημα της κοινής λογικής και συγκλίνει με προτάσεις πολλών σημαντικών οικονομολόγων του εξωτερικού. Επίσης, δεν είναι «εθνο-λαϊκιστική», παρά όσα κατά κόρον γράφονται. Εχει εν τούτοις δύο κυρίως αδύνατα σημεία: α) υπερεκτιμά την ικανότητα μιας μελλοντικής ελληνικής κυβέρνησης, έστω αποφασισμένης, έστω λαοπρόβλητης, να επηρεάσει καθοριστικά την ΕΕ και, ιδιαίτερα, τη Γερμανία, και β) υπερεκτιμά τη δυνατότητα δημιουργίας συμμαχίας του Νότου (είναι γνωστό ότι οι σοσιαλιστές Θαπατέρο και Σόκρατες έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να μη συνυπάρξουν, ούτε σε κοινή φωτογραφία, με τον Γ. Παπανδρέου, ακριβώς για να σηματοδοτήσουν τη θέση τους ότι η Ισπανία και η Πορτογαλία «δεν είναι Ελλάδα»). Συνεπώς η πολιτική αυτή, ως συνολική δέσμη, εκφεύγει του παρόντος πλαισίου της ΕΕ. Είναι ριζοσπαστική, διότι τείνει να διευρύνει τα όρια του μέχρι σήμερα θεωρούμενου ως ευρωπαϊκά εφικτού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, με όλα τα καλά και όλα τα στραβά του (με χειρότερο τη δημαγωγία), προωθεί ένα σοβαρό σχέδιο εξόδου από την κρίση χρέους που συνδυάζει τη στρατηγική μείωσης των ανισοτήτων με την «παραγωγική ανασυγκρότηση» (σε πιο καθιερωμένο λεξιλόγιο: με ένα μοντέλο παραγωγικού εκσυγχρονισμού). Αυτή η διπλή διάσταση, με βάση τα ιστορικά προηγούμενα, τον καθιστά δυνάμει φερέγγυα κυβερνητική δύναμη. Ωστόσο το σχέδιο αυτό εμπεριέχει πολλούς κινδύνους.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αν βρεθεί στο τιμόνι της χώρας, είναι καταδικασμένη να διαπραγματευθεί σκληρά με τους εταίρους μας. Εχει την αναγκαία προετοιμασία γι’ αυτό, ιδιαίτερα σήμερα που ζητάει εκλογές; Εχει μια ευρωπαϊκή –και ευρύτερη –στρατηγική συμμαχιών πέραν του αβέβαιου Νότου; Εχει την αποφασιστικότητα να κάνει τους αναγκαίους συμβιβασμούς; Ή θα προτιμήσει να ανοίξει τις πύλες της Κολάσεως, πρώτα απ’ όλα για τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, αν τα προηγούμενα δεν πάνε καλά;
Η ελληνική κοινωνία δεν έχει προς το παρόν πειστεί, αυτό δείχνουν οι έρευνες κοινής γνώμης. Και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα επιλέξει τη «μεγάλη αβεβαιότητα» αντί της παρούσας δραματικής κατάστασης. Ο Αλ. Τσίπρας έχει επιτύχει πολλά. Αν δεν βιάζεται, έχει χρόνο να διορθώσει κάποια από τα κενά της πολιτικής του. Το πιο δύσκολο όμως το έχει μπροστά του. Είτε κερδίσει τις επόμενες εκλογές είτε τις χάσει.
Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ