Κατά τον Κωνσταντίνο Δημαρά η πύκνωση των τεκμηρίων, ιδίως των γλωσσικών, αποτελούσε αναγκαία και ικανή αποδεικτική συνθήκη της μεταβολής των δεδομένων μιας εποχής. Για να αντιληφθεί κανείς πώς οι συλλογικές νοοτροπίες και «ευαισθησίες» άλλαζαν κατεύθυνση όφειλε να προσέχει τους θεματικούς ή εννοιολογικούς δείκτες της πολιτισμικής παραγωγής. Και αν κάτι δεν έχουμε προσέξει σε αυτούς, μπουκωμένοι από την πανταχού παρουσία του λόγου περί κρίσης, είναι η δειλή επάνοδος του Ψυχρού Πολέμου στο λογοτεχνικό στίβο.

Οι πραγματικοί πράκτορες δεν συνταξιοδοτήθηκαν ποτέ, άλλαξαν απλώς προφίλ και εργαλεία, όπως μας θυμίζουν επίμονα τα άπαντα του Έντουαρντ Σνόουντεν, θα πίστευε κανείς όμως ότι οι Σμάιλι του spy novel θα είχαν εξαντληθεί οριστικά ήδη από τον καιρό που ο Τζον Λε Καρέ έγραφε τα τότε απλά μπεστ σέλερ, σήμερα επιβεβαιωμένα δείγματα υψηλής ποιότητας. Προϊόντα του ανταγωνισμού των υπερδυνάμεων, έμοιαζαν μετά το πέρας του με ξαναζεσταμένο φαγητό: η υπαρξιακή κρίση του Τζέιμς Μποντ, όπως αποτυπώνεται κινηματογραφικά από τα στραβοπατήματα του Τίμοθι Ντάλτον ως τον αρχικό αργό βηματισμό του Πιρς Μπρόσναν, είναι αψευδής μάρτυρας για το αδιέξοδο μιας πάλαι ποτέ πλατιάς λεωφόρου μυθοπλασίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις συνήθως είτε διανοίγονται άλλες παρακαμπτήριοι οδοί για την κυκλοφορία είτε η ροή αποκαθίσταται μετά τις κατάλληλες επισκευές. Η παρακαμπτήριος ήρθε στον απόηχο της 9/11 με τον Τζέισον Μπορν και τους κλώνους του (βλ. το δίπολο Νίκολας Μπρόντι / Κάρι Μαθισον στο Homeland), η ανακατασκευή της κύριας αρτηρίας αφέθηκε σε πιο φιλόδοξα χέρια.

Το σημερινό λίφτινγκ του κατασκοπικού μυθιστορήματος μοιάζει να αφορά τον αναστοχασμό του Ψυχρού Πολέμου με ριζικά διαφορετικούς όρους από μια γενιά που ανδρώθηκε κοινωνικά και πολιτικά στη δεύτερη φάση του – μετά την «Άνοιξη της Πράγας» το 1968. Ο βρετανός Ίαν ΜακΓιούαν (1948 – ), ας πούμε, βρίσκει στο Sweet Tooth (Jonathan Cape, 2012) την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει αυτοβιογραφικά στοιχεία για να μιλήσει για την αναδιάταξη της σεξουαλικότητας, την εισδοχή των γυναικών σε παραδοσιακά ανδρικούς χώρους εργασίας και τη μόνιμη επιτήρηση της ακαδημαϊκής κοινότητας υπό το φόβο των ζιζανίων του «σιδηρού παραπετάσματος» στη Βρετανία της δεκαετίας του ’70: η ηρωΐδα του προαλείφεται για καριέρα στη ΜΙ5 ως «δόλωμα» – τεχνική προσέλκυσης στόχων με την υπόσχεση ερωτικής ανταμοιβής. Ο συμπατριώτης του, Τζόναθαν Κόου (1961 – ), στήνει το σατιρικό Expo 58 (Πόλις, 2013) αντιπαραθέτοντας στη βρετανική νησιωτική νοοτροπία την ευρωπαϊκή πρόκληση του μέλλοντος όπως αυτή εκφραζόταν στην παγκόσμια έκθεση των Βρυξελλών το 1958, ένα σημαντικό στάδιο της πλοκής όμως αναλώνεται στην υπενθύμιση ότι επί Ψυχρού Πολέμου κάθε πολίτης σε ξένο έδαφος ήταν δυνάμει πράκτορας: ο πρωταγωνιστής, Τόμας Φόλεϊ, διοικητικός υπάλληλος της Κεντρικής Διεύθυνσης Πληροφοριών, άρα εξ ορισμού χαρτογιακάς, επιφορτίζεται με την αποστολή να επέμβει στην υπέρ το δέον φιλική προσέγγιση μας αθώας Αμερικανίδας από εναν Ρώσο της KGB προτού διάφοροι ερωτικοί και κατασκοπευτικοί ρόλοι αντιστραφούν. Ο σουηδός Χένινγκ Μάνκελ (1948 – ), σύγχρονος κλασικός της σκανδιναβικής σχολής του αστυνομικού, επισκέπτεται τις αρχές της δεκαετίας του ’80 για ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με την Ιστορία. Στο τελευταίο του μυθιστόρημα, με τίτλο Το φθινόπωρο του Κουρτ Βαλάντερ (Ψυχογιός, 2013), o ομώνυμος αρχιεπιθεωρητής καταπιάνεται με ένα σκοτεινό ως σήμερα στρατιωτικό επεισόδιο του 1982, όταν αγνώστου ταυτότητας υποβρύχια που παραβίαζαν συστηματικά τα χωρικά ύδατα της Σουηδίας αποκλείστηκαν από το σουηδικό πολεμικό ναυτικό αλλά κατάφεραν να διαφύγουν μυστηριωδώς. Ο Μάνκελ υποδεικνύει ως κλειδί μιας νέας ανάγνωσης τις πολιτικές περιστάσεις της εποχής, τη δυσχερή ισορροπία Σοσιαλδημοκρατών και συντηρητικών μεταξύ ΝΑΤΟ και Συμφώνου της Βαρσοβίας, όσο η Σουηδία ήταν μια (τυπικά) ουδέτερη χώρα.

Καθώς τα πρώτα αρχεία της περιόδου της πτώσης του Τείχους πλησιάζουν στο άνοιγμά τους 25 χρόνια μετά, η εποχή της μνήμης ετοιμάζεται να δώσει τη σκυτάλη στην εποχή της Ιστορίας και η δυνητική αγορά μιας ανανεωμένης ματιάς στον Ψυχρό Πόλεμο, νοσταλγικής ή αναθεωρητικής, επιστημονικής ή μυθοπλαστικής, βρίσκεται στα σπάργανά της. Για όσους πορεύονται προς (ή έχουν διασχίσει ήδη) τη νοητή γραμμή της δεκαετίας των 40 βιώνοντας τα τελευταία χρόνια του Ψυχρού Πολέμου στην εφηβεία τους, η εισαγωγική καταδίωξη του τηλεοπτικού The Americans (ρετρό ελεγεία εν υπνώσει σοβιετικών πρακτόρων στην Αμερική του Ρέιγκαν) επενδεδυμένη με τους ήχους του Tusk των Fleetwood Mac είναι μια εικόνα από το μέλλον.