Στέκομαι μπροστά στο ξενοδοχείο «Ταζ Μαχάλ» στη Βομβάη, ένα από τα πολυτελέστερα της χώρας. Πίσω μου ακριβώς, σε μικρή απόσταση, ανοίγονται η προκυμαία, το λιμάνι και η Αραβική Θάλασσα. «Από εδώ έφτασαν οι πακιστανοί τρομοκράτες με τα φουσκωτά σκάφη» μου δείχνει η φίλη συγγραφέας και κριτικός τέχνης Αρούντατι Σουμπραμανιάμ που με συνοδεύει. «Βλέπεις τον κόσμο στην προκυμαία που περπατά αμέριμνος. Ολοι θέλουν να ξεχάσουν το μακελειό που συνέβη πριν από πέντε χρόνια».
Οι εικόνες που έδειξε η τηλεόραση επανέρχονται στη μνήμη που τις προβάλλει τώρα πάνω σε τούτο το εντυπωσιακό ανάκτορο: η φλεγόμενη πρόσοψη του ξενοδοχείου, οι πυροσβέστες και οι αστυνομικοί, οι δημοσιογράφοι, οι τηλεοπτικές κάμερες. Αλλά τα φαινόμενα της τρομοκρατίας και των πολιτικών δολοφονιών ταλαιπωρούν την Ινδία εδώ και δεκαετίες. Κι όμως η χώρα αυτή, όπου μιλιούνται 24 γλώσσες και αμέτρητες διάλεκτοι, με πάνω από 1.200.000.000 κατοίκους, είναι δημοκρατική: με κοινοβούλιο, πολιτικά κόμματα και αξιοζήλευτο Τύπο. Και βέβαια με έναν τεράστιο και από τους παλαιότερους πολιτισμούς στον κόσμο.

Βομβάη, η καρδιά
Η Βομβάη, η μεγαλύτερη πόλη της Ινδίας με πληθυσμό πάνω από 20.000.000, είναι το μεγαλύτερο χρηματοπιστωτικό κέντρο της χώρας. Εδώ παράγεται το 5% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της, εδώ βρίσκεται η εθνική της βιομηχανία του θεάματος, το Μπόλιγουντ, και ένα από τα μεγαλύτερα χρηματιστήρια του κόσμου. Στη Βομβάη έχουμε το 25% της βιομηχανικής παραγωγής της Ινδίας και το 70% των συναλλαγών κεφαλαίου. Αυτή είναι η καρδιά της χώρας και η μεγάλη πύλη του εξωτερικού εμπορίου της με το εντυπωσιακό θαλάσσιο μέτωπο και το εξίσου εντυπωσιακό λιμάνι της.
Στο κέντρο της πόλης συναντάς τα εξαίρετα κτίσματα που χρονολογούνται από την εποχή της βρετανικής αποικιοκρατίας, στα περίχωρα όμως τα πλήθη ζουν σε κατάσταση ένδειας, όπως συμβαίνει σε όλες τις πόλεις-μυρμηγκοφωλιές της Ασίας.
Η Ινδία που έρχεται είναι η χώρα των μεγαλουπόλεων, των πολυώροφων κτισμάτων που ξεφυτρώνουν παντού, αν και όχι με την ταχύτητα που παρατηρεί κανείς στην Κίνα. Η Ινδία που μπαίνει στη βιομηχανική εποχή, μια χώρα που το μέγεθός της είναι το ένα τρίτο των ΗΠΑ και ο πληθυσμός της τριπλάσιος. Που συνορεύει με το Πακιστάν, έναν επικίνδυνο γείτονα, ο οποίος δεν έχει την ίδια στρατιωτική ισχύ, διαθέτει όμως κι αυτός, όπως και η Ινδία, την ατομική βόμβα.
Δεν είναι επομένως ανεξήγητα τα δρακόντεια μέτρα ασφαλείας στα αεροδρόμια και στους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Ούτε και το ότι για να σου χορηγήσουν βίζα σου παίρνουν τα αποτυπώματα και από τα δέκα δάχτυλα των δύο χεριών του.
Η άλλη Ινδία


Οποιος θέλει να κινηθεί έξω από τις συνήθεις τουριστικές διαδρομές θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός. Δεν υπάρχει όμως άλλος τρόπος να πάρει κανείς μια γεύση της άλλης Ινδίας όπου ζουν οι μεγάλες μάζες του πληθυσμού. Και βέβαια ακόμη κι αυτή, η άλλη Ινδία, είναι διαφορετική από περιοχή σε περιοχή. Αν δεν πάρεις ένα τουκ τουκ (ένα μηχανοκίνητο είδος ρικσά, τουτέστιν ένα τρίκυκλο με κλειστή καρότσα), δεν καταλαβαίνεις και πολλά. Αν δεν πας, όχι μόνος σου αλλά με έναν ντόπιο, στις υποβαθμισμένες περιοχές, όπου μόνο το 30% των σπιτιών έχει αποχωρητήρια, δεν καταλαβαίνεις σε ποια χώρα έχεις βρεθεί. Και αν δεν συζητήσεις με τους ντόπιους τι σημαίνει το σύστημα της κάστας και οι προσυμφωνημένοι γάμοι, επιστρέφεις κρατώντας μόνο τις εξωτικές εικόνες των μνημείων που είδες και των γιγαντιαίων σύγχρονων κτιρίων.
Είναι πρωτοφανές το πολιτισμικό και κοινωνικό σοκ που προκαλεί εδώ η ραγδαία ανάπτυξη των πόλεων και η υποβόσκουσα σύγκρουση του παρία με τον νεόπλουτο.
Το πέρασμα από το πρότυπο της σπαρτιατικής λιτότητας που ανέπτυξε ο Γκάντι στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης άρχισε πριν από περίπου 30 χρόνια, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης που στέρησε από την Ινδία μια τεράστια αγορά για τα προϊόντα της και τη βύθισε για τρία χρόνια σε βαθιά ύφεση. Οταν τη δεκαετία του 1980 η Ινδία έμπαινε στη μεταβιομηχανική εποχή, οι πάντες αναρωτιόνταν ποια θα ήταν η πορεία της. Αλλωστε, μόλις το 1947 είχε καταφέρει να αποκτήσει την ανεξαρτησία της.
Η πατρίδα του Γκάντι


Η Βομβάη ήταν όλα αυτά μαζί. Αλλά η Ινδία που απέχει έτη φωτός από τη Δύση βρισκόταν αλλού: στη Βάρντα, λ.χ., στην οποία διατηρείται το ιστορικής σημασίας σπίτι του Γκάντι, ογδόντα χιλιόμετρα απόσταση από το αεροδρόμιο της Ναγκπούρ, όπου θα πήγαινα τρεις ημέρες αργότερα.
Από το αεροδρόμιο με πήρε μαζί με άλλους τέσσερις ένα μικρό βαν που θα μας μετέφερε στο Πανεπιστήμιο Γκάντι, πέντε χιλιόμετρα έξω από τη Βάρντα. Η διαδρομή στην αρχή έμοιαζε εφιαλτική. Να «πατάς συνέχεια φρένο» και να παθαίνεις δέκα εμφράγματα το λεπτό, όπως έλεγε κάποιος φίλος. Αλλά έπειτα από λίγο συνηθίζεις τις λακκούβες, τα ασταμάτητα κορναρίσματα και τα προσπεράσματα που σου δίνουν την εντύπωση πως δεν τη γλιτώνεις τη μετωπική σύγκρουση. Και βέβαια τις αγελάδες που περπατούν ή διασχίζουν τον δρόμο, τις οποίες ουδείς τολμά να ενοχλήσει. «Κατάλαβες τώρα από πού προέρχεται η αμερικανιά holly cow» μου είπε ο Σέρχιο, από το Σαντιάγο, ο οποίος καθόταν δίπλα μου στο βαν, τη στιγμή που περνούσε δίπλα μας σε απόσταση αναπνοής ένα σκουριασμένο φορτηγό έχοντας μόλις προσπεράσει ένα άλλο φορτηγό.
Σε αυτή την περιοχή απαγορεύεται αυστηρά η διακίνηση αλκοόλ. Οποιος συλληφθεί να μεταφέρει με το αυτοκίνητό του οινοπνευματώδη από τη Ναγκπούρ στη Βάρντα συλλαμβάνεται, τα ποτά κατάσχονται και ο ίδιος φυλακίζεται. Εδώ καλλιεργούνται το βαμβάκι και τα εσπεριδοειδή, καθώς και άλλα οπωροκηπευτικά. Αλλά οι καιρικές συνθήκες παίζουν τεράστιο ρόλο στο μέγεθος της παραγωγής και στη διαμόρφωση των τιμών.
Πρόσφατα δημιουργήθηκε τεράστιο πρόβλημα με την αλματώδη άνοδο της τιμής των κρεμμυδιών, βασικού συστατικού της τοπικής κουζίνας, που έφτασαν στην απαγορευτική τιμή των 0,80 ευρώ το κιλό, δεδομένου ότι το ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα είναι εξαιρετικά χαμηλό.
Τη Βάρντα, που μαζί με τη γύρω περιοχή έχει πληθυσμό 1.200.000 περίπου, δύσκολα θα τη χαρακτήριζε κανείς πόλη, με τα δυτικά μέτρα τουλάχιστον. Ενας ατελείωτος κεντρικός δρόμος με καταστήματα και γύρω «σπίτια» με ό,τι πρόχειρα υλικά μπορεί κανείς να φανταστεί. Τα οχήματα που κυριαρχούν είναι τα δίκυκλα, ταξί δεν υπάρχουν, μόνο τουκ τουκ που, αν στη Βομβάη επιβιβάζουν τέσσερα άτομα, εδώ δεν είναι σπάνιο να δεις ακόμη και οκτώ στριμωγμένα στο στενό κουβούκλιο που τραμπαλίζεται στις λακκούβες και τώρα, λες, θα ανατραπεί.
Λιτότητα και χορτοφαγία


Δεν έχω δει πιο εκφραστικά πρόσωπα από αυτά των Ινδών με τα μεγάλα λαμπερά, άλλοτε γελαστά και άλλοτε θλιμμένα, μάτια. Σκηνές που μου θύμισαν απομακρυσμένες πόλεις και χωριά στα τέλη της δεκαετίας του 1950 στην ελληνική επαρχία. Νέα παιδιά να κάνουν βόλτα στη δημοσιά, έξω από τα χωριά, που τα περισσότερα βρίσκονται πάνω στον δρόμο από τη Ναγκπούρ στη Βάρντα, παλαιολιθικά σκουριασμένα σχολικά λεωφορεία να μεταφέρουν μαθητές, λεωφορεία της τοπικής συγκοινωνίας στην ίδια κατάσταση να κινούνται ανάμεσα σε σκύλους και αμέριμνες αγελάδες, που και εκείνες μοιάζει να κάνουν τη βόλτα τους μαζί με τους ανθρώπους.
Το campus του Πανεπιστημίου Γκάντι, στο οποίο προστίθενται νέα κτίρια συνεχώς, έχει ένα πολύ καλό τμήμα δημοσιογραφικών σπουδών. Το επίπεδο σπουδών άλλωστε στην Ινδία είναι εξαιρετικά υψηλό. Η χώρα διαθέτει μια στρατιά από πρώτης κατηγορίας φυσικούς επιστήμονες και μαθηματικούς –κι αυτοί είναι το μεγάλο της κεφάλαιο.
Στο πανεπιστήμιο διδάσκουν τα πάντα, αλλά όσον αφορά τις συνθήκες διαβίωσης των φοιτητών το γκαντικό πνεύμα της λιτότητας επικρατεί σχεδόν παντού. Στα δωμάτιά μας, λ.χ., υπήρχε μεν κλιματισμός, όπως και ανεμιστήρας οροφής, αλλά τα κρεβάτια δεν είχαν πανωσέντονο. Αν ήθελε κανείς να σκεπαστεί, θα έπρεπε να αρκεστεί στην κουβέρτα, όπως γινόταν παλιά στον στρατό. Και φυσικά το φαγητό ήταν μόνο για χορτοφάγους –το κρέας απαγορευόταν διά ροπάλου, όπως και το ποτό και το κάπνισμα σε όλο το campus.
Στην περιοχή υπάρχουν δύο ασράμ με τα οποία είναι γεμάτη η Ινδία, δηλαδή κέντρα μελέτης και διαλογισμού. Το γνωστότερο βρίσκεται στη Βάρντα, στον χώρο όπου υπάρχει και το σπίτι του Γκάντι, το οποίο λειτουργεί ως μουσείο. Ενα «καλύβι» είναι, που λέει ο λόγος, μαζί με άλλα αντίστοιχα βοηθητικά κτίσματα γύρω του. Περπατώντας ανάμεσα στα δέντρα και σε μια υποβλητική ησυχία αισθάνεσαι ότι πηγαίνεις εκατό χρόνια πίσω.
Παράδοση
Το σύστημα της κάστας και της σούπερ κάστας

Το δεύτερο βράδυ στο πανεπιστήμιο συνάντησα έναν νεαρό Ελληνα που σπούδαζε τα χίντι, την επίσημη (μαζί με τα αγγλικά) γλώσσα της Ινδίας. Διέθετε ταλέντο στις ξένες γλώσσες και ήρθε εδώ να σπουδάσει, ταυτοχρόνως όμως δίδασκε και κινέζικα (μανδαρινικά) τα οποία είχε μάθει σε χρόνο-ρεκόρ μέσα σε δύο χρόνια στη Γερμανία και στο Πεκίνο.
Είχε μακριά γενειάδα και φορούσε ένα περίεργο καφτάνι, γι’ αυτό όταν τον πρωτοείδα τον πέρασα για μοναχό κάποιου άγνωστου δόγματος. Αμέσως μόλις συστηθήκαμε άρχισε να μου διεκτραγωγεί τη ζωή των φοιτητών στο πανεπιστήμιο και ειδικότερα των φοιτητριών που, καθώς έλεγε, τις κλείνουν μέσα στις εστίες θηλέων από τις έξι το απόγευμα.

«Με τέτοια σεμνοτυφία μην απορείς που οι εφημερίδες είναι γεμάτες κάθε μέρα με περιστατικά βιασμών»
είπε και στη συνέχεια άρχισε να καταριέται την ημέρα που παράτησε το Πεκίνο για να έλθει εδώ.

«Οι Κινέζοι είναι έξυπνος λαός αλλά αυτούς εδώ δεν τους κόβει»
αποφάνθηκε. «Είναι τόσο μοιρολάτρες που ούτε καν διανοούνται πως υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι στον πλανήτη που δεν σκέφτονται σαν κι αυτούς. Είναι δυνατόν να ζεις στον 21ο αιώνα και να δέχεσαι αδιαμαρτύρητα το σύστημα της κάστας; Οτι αν γεννήθηκες παρίας είναι μοίρα σου να μην κάνεις τίποτε και να πεθάνεις παρίας, μέσα στην προσβολή και στη δυστυχία;».

«Κι αν έχεις χρήματα;».

«Αν το φυσάς, τότε ανήκεις στη σούπερ κάστα και κάνεις ό,τι θέλεις»
αποκρίθηκε καγχάζοντας.
Κι όμως δεν είναι τόσο απλό. Οι παραδόσεις αιώνων δεν ξεριζώνονται σε μια νύχτα και υπάρχουν πάρα πολλές οργανώσεις στην Ινδία που πολεμούν το σύστημα της κάστας και των προσυμφωνημένων γάμων. Ούτως ή άλλως, η παράδοση αυτή έχει ατονήσει στις μεγάλες πόλεις.
Το επόμενο βράδυ συζήτησα το θέμα με νέο ινδό διπλωματικό που διέθετε εξαίρετη αίσθηση του χιούμορ και κορόιδευε σαρδόνια την κρατική γραφειοκρατία. Τον ρώτησα τι σκεφτόταν για όλα αυτά.

«Η ανάπτυξη θα τα τελειώσει. Το θέμα είναι πότε το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ινδία θα πλησιάσει τον μέσο όρο των δυτικών χωρών
» είπε και κατέληξε: «Και εμένα κάποτε οι γονείς μου χωρίς να με ρωτήσουν μου βρήκαν νύφη από την κάστα στην οποία ανήκω. Την κοπέλα δεν την είχα δει ούτε σε φωτογραφία. Είχαν κανονίσει τον γάμο ενόσω βρισκόμουν στο εξωτερικό».

«Και τι έκανες;»
ρώτησα.

«Πρόλαβα και παντρεύτηκα Ρωσίδα»
είπε και έσκασε στα γέλια.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ