Τις ζοφερές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες του εμφύλιου σπαραγμού της δεκαετίας του 1940 φέρνει στο φως μελέτη του καθηγητή Οικονομικών κ. Νίκου Χριστοδουλάκη. Στο κείμενο με τίτλο «Οικονομική Ανάλυση του Εμφυλίου 1946-49», το οποίο αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου ερευνητικού έργου, υπολογίζεται για πρώτη φορά με επιστημονική μεθοδολογία η απώλεια σε όρους εθνικού προϊόντος. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό όσο και αποκαρδιωτικό. Σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια (1946-1949) η Ελλάδα έχασε ένα ΑΕΠ (100% του ΑΕΠ) εξαιτίας των πολύπλευρων συνεπειών του Εμφυλίου. Συμπτωματικά, διεθνείς μελέτες για πιο πρόσφατες συρράξεις υπολογίζουν περίπου στα ίδια επίπεδα το κόστος ενός εμφυλίου: από το Σουδάν και την Κολομβία ως τη Γιουγκοσλαβία και τη Σρι Λάνκα.

Ο κ. Χριστοδουλάκης υποστηρίζει ότι σε σημερινές τιμές θα λέγαμε ότι ο Εμφύλιος στέρησε την Ελλάδα από περίπου 200 δισ. ευρώ. «Ποιο άραγε κοινωνικό πρόβλημα, ποια διεκδίκηση και ποια ανάγκη ανοικοδόμησης δεν θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί αν υπήρχαν διαθέσιμοι αυτοί οι πόροι;» διερωτάται ο πρώην υπουργός Οικονομικών. «Ακόμη και ο ιδεολογικά προκατειλημμένος αντιλαμβάνεται ότι και οι πιο ακραίες απαιτήσεις του «χωρούσαν» σε ένα τέτοιο πλαίσιο και άφηναν πολλά και για τους άλλους. Χώρια που η μελλοντική πορεία της Ελλάδας θα χτιζόταν σε μια πιο μεγάλη και πιο σταθερή αφετηρία».

Η μελέτη παρουσιάστηκε πριν από μερικές ημέρες σε ειδική εκδήλωση στην Τράπεζα της Ελλάδος. Παρόντες ήταν μεταξύ άλλων ο πρώην πρωθυπουργός κ. Κώστας Σημίτης, ο πρώην πρόεδρος της Βουλής και βουλευτής του ΠαΣοΚ κ. Απόστολος Κακλαμάνης και ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Γιώργος Σταθάκης. «Δυστυχώς είναι η μοίρα της Ελλάδας να τσακωνόμαστε μεταξύ μας» τόνισε μεταξύ άλλων ο κ. Σημίτης στο πλαίσιο της συζήτησης που ακολούθησε την παρουσίαση.
Ο υπολογισμός ότι απωλέσθη το 100% του ΑΕΠ δίνει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να αντιληφθεί την κλίμακα της οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής που προκάλεσε ο Εμφύλιος. Οι συγκρίσεις με το σήμερα είναι προφανώς αδόκιμες και δεν επιχειρούνται από τον συγγραφέα. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι η χειρότερη ύφεση σε καιρό ειρήνης, την οποία βιώνει ακόμη η Ελλάδα από το 2008, οδήγησε σωρευτικά ως τώρα σε απώλεια 25% του ΑΕΠ.
Η οικονομική αλλά και πολιτική ανάλυση του κ. Χριστοδουλάκη απαντά στο ερώτημα γιατί η Ελλάδα δεν ακολούθησε τις άλλες χώρες της Ευρώπης στο λεγόμενο «μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα». Οι αριθμοί των νεκρών στην πιο σκληρή περίοδο του Εμφυλίου (1948-49) είναι δηλωτικοί της αγριότητας της σύγκρουσης. Κάθε μήνα οι πεσόντες έφταναν τους 2.000, μια κωμόπολη σβηνόταν από τον χάρτη.
Παρατηρώντας κανείς τη σχετική βιβλιογραφία διαπιστώνει ότι μετά την κρίση του 2008 πλήθυναν σε διεθνές επίπεδο κατά πολύ οι μελέτες των φαινομένων κατάρρευσης κοινωνιών και κρατών. «Διερευνούσαν ποιος είναι ο πιο σημαντικός παράγων που κάνει μια κοινωνία να εκτραπεί από μια σώφρονα πορεία επέκτασης και προόδου σε μια ανεξέλεγκτη συμπεριφορά υπερκατανάλωσης και απρονοησίας, η οποία αργά ή γρήγορα οδηγεί σε ολοσχερή κρίση» λέει στο «Βήμα» ο κ. Χριστοδουλάκης. Εκ των υστέρων σχεδόν όλοι βλέπουν τον παραλογισμό, αλλά η επιστροφή στην πρότερη κατάσταση είναι συνήθως αδύνατη.
Σύμφωνα με τον πρώην υπουργό, οι ανεξέλεγκτες συμπεριφορές που οδηγούν στην κρίση είναι η έλλειψη ή και η αναξιοπιστία των θεσμών ένταξης και συμμετοχής τόσο στη διαδικασία παραγωγής όσο και κυρίως στη διαδικασία διανομής του κοινωνικού πλεονάσματος, χωρίς αποκλεισμούς και διακρίσεις. Πιο απλά κάποιοι μένουν απ’ έξω, ενώ αυτοί που έχουν αποκτήσει πρόσβαση στο σύστημα διανομής κατατρύχονται από τον φόβο ότι την επόμενη ημέρα θα βρεθούν εκείνοι «εκτός». Ετσι λειτουργούν συνήθως βουλιμικά («ας πάρουμε τώρα που μπορούμε») εις βάρος τελικά των επόμενων γενεών που πληρώνουν τον λογαριασμό.
Κατά τον κ. Χριστοδουλάκη, ένας εμφύλιος πόλεμος μπορεί να ιδωθεί ως μια παρόμοια επιδίωξη μονομερούς οικειοποίησης των δυνατοτήτων μιας κοινωνίας, αλλά τώρα με αντίπαλο όσους διεκδικούν τη συμμετοχή τους σε μια πιο αναλογική διανομή. Και όπως συμβαίνει με τις κρίσεις, έτσι και η εκ των υστέρων αποτίμηση ενός εμφυλίου κάνει την εσωτερική αναμέτρηση να φαίνεται όχι μόνο ηθικά απάνθρωπη αλλά και εξωφρενικά παράλογη.
Το κόστος είναι τόσο μεγάλο που τα οφέλη που επεδίωκε να ιδιοποιηθεί η κάθε πλευρά θα μπορούσαν εν πολλοίς να είχαν καλυφθεί από την αποφυγή της αναμέτρησης. Η απουσία όμως θεσμών αξιόπιστης συνεννόησης, αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης και κάπως δίκαιης κατανομής εδραιώνει την πεποίθηση ότι μόνο ο βίαιος αποκλεισμός του «αντιπάλου» μπορεί να διασφαλίσει αυτή τη συμμετοχή, όποιο και αν είναι το κόστος.
Στην ελληνική περίπτωση ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι υιοθετήθηκε και από τις δύο πλευρές η επιλογή του αποκλεισμού του άλλου: «Αν επικρατούσε η μία πλευρά, θα καταργούσε ριζικά το σύστημα παραγωγής αντί να το διευρύνει και να το βελτιώσει. Αν επικρατούσε η άλλη, θα αφάνιζε όσους την απειλούσαν. Κανείς δεν έβλεπε ότι έτσι χάνουν και οι δύο, άμεσα και μακροπρόθεσμα. Η Ελλάδα, όπως και η Πολωνία, προσδοκούσε ότι θα είναι η μεγάλη κερδισμένη του εξωτερικού πολέμου για να τα χάσει τελικά σχεδόν όλα από τον δικό της εσωτερικό πόλεμο».

Μοιραία σύγκρουση
Η αποτυχία της κοινωνίας να «συνεννοηθεί»

Ο ελληνικός εμφύλιος έχει εξαντλητικά αναλυθεί και συζητηθεί στις πολιτικές και κομματικές διαστάσεις του. Τι πίστευε η μία πλευρά, τι ιδεολογία είχε η άλλη, ποια εγχώρια στρώματα υπηρετούσε και ποιες ξένες δυνάμεις εξυπηρετούσε η επικράτηση της καθεμιάς. «Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και σήμερα κυριαρχεί –με ελάχιστες εξαιρέσεις –είτε η εξύμνηση της κάθε πλευράς είτε η εμμονική αναζήτηση των λόγων που την έκαναν να χάσει ή να μην κερδίσει την άλλη παράταξη. Οχι για να είχε αποφευχθεί η αναμέτρηση και των δύο αλλά για να ήταν πιο ολοκληρωτική η επικράτηση του ενός!» λέει ο κ. Χριστοδουλάκης. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ελάχιστα ως σήμερα έχει εξεταστεί ο ελληνικός εμφύλιος ως μια συνολική αποτυχία της ελληνικής κοινωνίας να «συνεννοηθεί». Μια θεμελιώδης προϋπόθεση για αυτή την οπτική είναι η γνώση του κόστους που συνεπάγεται η εμφύλια σύγκρουση, καθώς και η αξιολόγηση των παραγόντων που οδήγησαν στην παραγνώρισή του. Αυτή είναι ίσως η κύρια συνεισφορά της μελέτης. Ο συγγραφέας της επιμένει ότι «το δημοφιλές στην Ελλάδα επιχείρημα ότι «οι άνθρωποι δεν είναι αριθμοί» χρησιμοποιείται ως άλλοθι κυρίως από όσους θέλουν να αποφύγουν τη συζήτηση για το πόσο μοιραία και καταστροφική για ολόκληρη τη χώρα απέβη η σύγκρουση».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ