Αν και απαιτητικό, δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να γράψεις ένα καλό πολιτικό κείμενο. Αρκεί η γλώσσα σου να είναι αρκούντως ελκυστική και διαφωτιστικά αναλυτική. Είναι όμως εξόχως δύσκολο να γράψεις ένα καλό πολιτικό κείμενο που να εμπνέει. Οι απαιτήσεις εδώ ανεβαίνουν: δεν αρκεί η αναλυτική σου ικανότητα, χρειάζεται η γλώσσα σου να έχει δραστικότητα, να συν-κινεί.
Γιατί είναι πιο δύσκολο ένα τέτοιο εγχείρημα; Διότι η γλώσσα δεν περιγράφει ούτε αναλύει μόνο τον κόσμο αλλά εν μέρει τον συγκροτεί –παράγει αποτελέσματα. Μια έκκληση ή μια διακήρυξη δεν αποσκοπεί μόνο να πείσει αλλά κυρίως να κινητοποιήσει. Το πετυχαίνει μόνο στο μέτρο που συντονίζεται με την κοινή εμπειρία, αρθρώνει αυτό που πολλοί αισθανόμαστε αλλά δυσκολευόμαστε να εκφράσουμε και συγχρόνως μορφοποιεί τα κοινά αισθήματά μας παράγοντας καινούργια γεγονότα. Δεν είναι εύκολο.
Η Εκκληση των 58 προσωπικοτήτων για την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς είναι ένα καλό αλλά ξέπνοο πολιτικό κείμενο. Προτείνει αλλά δεν συγκινεί, διατυπώνει αλλά δεν συμβολίζει, αναλύει αλλά δεν εμπνέει. Λέει αρκετά σωστά, πλην τετριμμένα, πράγματα για τον ρόλο του κράτους, το νέο παραγωγικό μοντέλο που χρειάζεται η χώρα, την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων, τη σταθερή προσήλωση στην ενωμένη Ευρώπη. Ολα τούτα είναι πλέον ανώδυνες γενικότητες. Δεν ερεθίζουν γιατί δεν απηχούν την κοινή εμπειρία –την εμπειρία της οικονομικής καταστροφής και της καθοριστικής ευθύνης της υπαρκτής Κεντροαριστεράς στην παραγωγή της και στη διαχείρισή της. Οι αποσιωπήσεις είναι περισσότερο ηχηρές από τις διατυπώσεις.
Πρώτον, η κριτική στο πολιτικό σύστημα είναι έμμεση, όχι ευθύβολη, μαχητική και κεντρική. Η χώρα χρεοκόπησε διότι την ιστορική της παθογένεια (πελατειακό κράτος, ισχνοί θεσμοί, λαϊκισμός, πόλωση) όχι μόνο δεν θεράπευσε η για τρεις δεκαετίες κυβερνητική Κεντροαριστερά (αυτή στην οποία κυρίως απευθύνεται το κείμενο) αλλά, αντίθετα, εν πολλοίς, την ανέχθηκε και την προήγαγε. Τον θυμό του πολίτη οι συντάκτες της Εκκλησης τον περιγράφουν σαν ανταποκριτές ξένων ειδησεογραφικών πρακτορείων, δεν τον κατανοούν σε βάθος, γι’ αυτό και αδυνατούν να τον εκφράσουν.
Δεύτερον, η Εκκληση σωστά ζητεί μια «νέα εθνική αυτογνωσία», μόνο που, όπως οι πολιτικάντηδες, δεν την πραγματώνει η ίδια, μιλάει απλώς γι’ αυτήν. Η διακήρυξη θα συνεισέφερε στην εθνική αυτογνωσία αν καταδείκνυε ρητά τις νοοτροπίες, τις πρακτικές και τους πρωταγωνιστές της φαυλότητας, της οικογενειοκρατίας, της απαξίωσης των θεσμών, του πελατειακού κρατισμού, του λαϊκισμού και της ηγετικής ανεπάρκειας στον δικό της χώρο. Μόνο όποιος μπορεί γενναία να ξαναδεί κριτικά την παράδοσή του και αυτούς που την ενσάρκωσαν μπορεί να σκεφθεί διαφορετικά και να πείσει για την ειλικρίνειά του. Η αυτογνωσία κοστίζει.
Τρίτον, η Εκκληση ζητεί ουσιαστικά τη συγκόλληση των υπαρχόντων κομμάτων της Κεντροαριστεράς σε ένα ευρύτερο σχήμα. Οι συντάκτες της μιλάνε βεβαίως για την ανάγκη της «αυτοκριτικής» αλλά απλώς μιλάνε γι’ αυτήν, δεν την πραγματώνουν. Θεωρούν ότι ο οργανωτικός κερματισμός της παράταξης είναι το μείζον πρόβλημα, ενώ αυτό είναι η ηθικοπολιτική της χρεοκοπία. Δεν αντιλαμβάνονται ότι, για να μην είναι η επανίδρυση της Κεντροαριστεράς απλή αλλαγή περιτυλίγματος, πρέπει να συνοδεύεται με την αυτοδιάλυση των συναφών κομματικών σχηματισμών και τον παραμερισμό των περισσότερων ιστορικών στελεχών της. Νέα πολιτικά γεγονότα δημιουργούνται μέσα από γενναίες πράξεις διακινδύνευσης (σαν αυτήν του 1974).
Φανταστείτε αν το ΠαΣοΚ και η ΔΗΜΑΡ αυτοδιαλύονταν (αν έκαναν, δηλαδή, αυτό που η Εκκληση ζητεί να μην κάνουν!) και οι ηγετικές τους ομάδες παραιτούνταν καλώντας συγχρόνως τους πολίτες να πλαισιώσουν το νέο εγχείρημα. Αυτή, ναι, θα ήταν μια ύψιστη πράξη αυτογνωσίας και ένα συγκλονιστικά καινοτόμο πολιτικό γεγονός. Το παλιό θα παραμέριζε ενσυνείδητα για να κάνει χώρο στο καινούργιο. Κάτι τέτοιο όμως θα απαιτούσε αυτοπεριορισμό, υπαγωγή ηγετικών φιλοδοξιών στον κοινό σκοπό, θυσιαστική ανιδιοτέλεια –συμπεριφορές που, ας το πω ευγενικά, δεν καλλιεργήθηκαν επαρκώς στην υπαρκτή Κεντροαριστερά της Μεταπολίτευσης.
Η επανίδρυση της Κεντροαριστεράς είναι τόσο απαραίτητη όσο η βαθιά συνειδητοποίηση των ευθυνών της για το δράμα της χώρας. Μπορούμε να ελπίζουμε μόνο αν επιτρέψουμε στον εαυτό μας να απογοητευθεί βαθιά για τις αστοχίες μας. Ολα τα άλλα είναι άσφαιρα λόγια κομμάτων και επαγγελματιών πολιτικών που πασχίζουν για την επιβίωσή τους.
Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (tsoukas@gmail.com) είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ