Η ρεαλιστική δύναμη του «Αμαρτήματος» είναι αδιαμφισβήτητη: ο τρόπος που περιγράφεται το «ρεμβώδες και μελαγχολικόν πρόσωπον» της μικρής Αννιώς, της άρρωστης και χαϊδεμένης μοναχοκόρης· η πρώτη διανυκτέρευση της οικογένειας στην εκκλησία, «ενώπιον της Μητρός του Σωτήρος» υπό το αμυδρό φως των λύχνων, με τους ψυχρούς ανέμους να σφυρίζουν στα ψηλά παράθυρα· η εικόνα της μάνας να προσεύχεται γονυπετής, με τα δάκρυά της να στάζουν στις πλάκες· ο τελευταίος στεναγμός που βγαίνει από τα μαραμένα χείλη της εξαντλημένης Αννιώς στη μητρική αγκαλιά, όλες οι περιγραφές συνεισφέρουν σε μια γλαφυρή απόδοση γεγονότων και καταστάσεων, όπως μας τις αφηγείται αναδρομικά, πολλά χρόνια αργότερα, ο αδελφός της Αννιώς, ο Γιώργης.
Εξίσου έντονη διαγράφεται και η ηθογραφική πλευρά του διηγήματος: οι ήρωες είναι απλοί άνθρωποι της υπαίθρου και η ζωή τους τυλιγμένη σε έναν ιστό από ήθη και έθιμα του τόπου τους (της Βιζύης της Θράκης). «Ολος ο κόσμος το έλεγεν ότι είχεν εξωτικόν», μαθαίνουμε για την ασθένεια της Αννιώς, η οποία έπρεπε να περάσει σαράντα μερόνυκτα μέσα στην εκκλησία «ίνα σωθή από το σατανικόν πάθος, το οποίο εμφωλεύσαν ήλεθε τόσον αμειλίκτως το τρυφερόν της ζωής αυτής δένδρον». Δεισιδαιμονίες, προλήψεις, συμβολικοί αριθμοί, εξορκισμοί, τα ευχολόγια των ιερέων και «τα σαλαβάτια των μαγισσών», η ψυχή του νεκρού πατέρα που επισκέπτεται τη γυναίκα και την κόρη του με τη μορφή μικρής χρυσαλλίδας, η θρησκεία, η εμπειρία και η μαγεία, όλα συνυπάρχουν και συνυφαίνουν αρμονικά την ανεπιτήδευτα μεταφυσική ατμόσφαιρα του διηγήματος.
Συνήθως η ηθογραφία μάς δίνει «μια φωτογραφική, μια επίπεδη όψη του κόσμου, από την οποία λείπει η τρίτη διάσταση, το βάθος της ανθρώπινης ψυχής. Αυτή τη διάσταση στην πεζογραφία της εποχής του και γενικά στη νεοελληνική πεζογραφία την έφερε πρώτος με το έργο του ο Γεώργιος Βιζυηνός» γράφει ο Κ. Μητσάκης. Πράγματι, η εξερεύνηση των οικογενειακών σχέσεων, των συναισθημάτων και παιδικών τραυμάτων του αφηγητή που θεραπεύονται, πολλά χρόνια αργότερα, από τη συγκλονιστική εξομολόγηση της μητέρας, καθώς και η απόδοση του ψυχικού δράματος της τελευταίας, που σκότωσε άθελά της το πρώτο της κορίτσι καταδικάζοντας έκτοτε τον εαυτό της σε μια ζωή μεταμέλειας και εξιλέωσης, εκτελείται με τρομερή διεισδυτικότητα και ευαισθησία, αποφεύγοντας αριστοτεχνικά τους σκοπέλους της υπερβολής στο όνομα μιας ευεργετικής αφηγηματικής οικονομίας.
Η οικονομία αυτή συνδυάζεται μοναδικά με την αίσθηση σασπένς που διαπνέει το διήγημα. Μέσω προσεκτικά φυτευμένων ενδείξεων –που ξεκινούν από τον αινιγματικό τίτλο και συνεχίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια –ο συγγραφέας διατηρεί ζωντανή την αγωνία του αναγνώστη ως προς το μυστηριώδες «αμάρτημα» που οδηγεί τη μητέρα σε τόσο ανεξήγητη συχνά συμπεριφορά. Η έκπληξη στην πλοκή και η λύση του μυστηρίου έρχονται τέλος με τη φανέρωση του αβάσταχτου μυστικού· όταν ο αφηγητής ομολογεί «τώρα μου ηνοίγησαν οι οφθαλμοί, και εκατάλαβα πολλάς πράξεις της μητρός μου», αισθανόμαστε κι εμείς το ίδιο.
Ενα εξαιρετικό διήγημα, σπάνιας γλωσσικής ομορφιάς, που συνδυάζει τον ρεαλισμό με την ηθογραφία, και την ψυχογραφία με το ψυχολογικό θρίλερ, ένα αυτοβιογραφικό διήγημα που θα μπορούσε, όπως επισημαίνει η Παρασκευή Σιδερά, να συνιστά «μικρό μυθιστόρημα», καθώς «ξεπερνά τον μονοκεντρισμό του ενός επεισοδίου, διαθέτει πολλά επεισόδια και πολλά πρόσωπα, ενώ ο χρόνος διαρκεί από την παιδική ως την ώριμη ηλικία του αφηγητή».
Ολος ο πλούτος αυτού του κειμένου μπήκε στο φτωχικό καλούπι που του ετοίμασε ο Δήμος Αβδελιώδης για το θέατρο. Το έχουμε ξαναπεί, η λιτότητα από μόνη της δεν συνιστά απαραίτητα αρετή. Ενας έρμος αφηγητής που στέκεται «παγωμένος», με το χέρι ελαφρά προτεταμένο, το βλέμμα στυλωμένο στο κενό, μονίμως δακρυσμένο, με μια λεπτή λωρίδα φωτός να τον «κόβει» διαγωνίως στα δύο, και, το σημαντικότερο, με μονότονη, στερημένη από περιπέτεια και εναλλαγή, εκφορά του λόγου, δεν είναι αρκετός να μας συγκινήσει, όσο κι αν το προσπαθεί. Το αργό, τελετουργικό βήμα της μάνας, ο παλιομοδίτικος οδυρμός, η γλυκερή μουσική, όλα συντελούν σε μια ξεπερασμένη, και, το χειρότερο, αβασάνιστα φορεμένη αισθητική σε ένα κείμενο που μπορεί να γράφτηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, δεν παύει όμως να διεκδικεί και να αξίζει μια θέση στο σήμερα, μέσα από μια φρέσκια θεατρική ματιά. Οι δύο ηθοποιοί, ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος και η Ρένα Κυπριώτη, κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν (φλογερή η ένταση που φέρει η δεύτερη στην εξομολόγηση της μάνας), αλλά δεν μπορούν και αυτοί να δραπετεύσουν από το σκηνοθετικό σχήμα που τους εγκλωβίζει.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ