Το πρώτο πράγμα που παρατήρησα πάνω στον Κέισι Αφλεκ βλέποντας την ταινία «Μείνε δίπλα μου» («Ain’t them body saints») τον περασμένο Μάιο στις Κάννες ήταν ότι για μια ακόμη φορά, σε μια ακόμη ταινία, ο αμερικανός ηθοποιός έπαιζε φορώντας καπέλο. Δεν μπορώ να εξηγήσω ακριβώς τον λόγο, όμως το καπέλο «κάθησε» μέσα μου –ίσως επειδή στις μέρες μας οι νέοι ηθοποιοί δεν συνηθίζουν να φορούν καπέλα. Συνεπώς, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα να τον ρωτήσω όταν λίγο αργότερα τον συνάντησα στο Carlton Beach για την 20λεπτη κουβέντα που δημοσιεύεται εδώ, είναι αν φοράει καπέλα και στη ζωή του.
Ο μικρότερος αδελφός του Μπεν Αφλεκ ξαφνιάστηκε με την ερώτηση. «Φορούσα καπέλο στην ταινία;» αναρωτήθηκε σηκώνοντας αμήχανα τα πέτα του Αρμάνι σακακιού του. «Ούτε που το θυμάμαι! Αλλά όχι, δεν φορώ ποτέ καπέλα στη ζωή μου. Θα σας πω όμως το εξής: όλοι οι ηθοποιοί γουστάρουν πολύ τα καπέλα. Γιατί, πράγματι, ένα καπέλο μπορεί να προσθέσει χαρακτήρα όταν φτιάχνεις έναν ρόλο από το μηδέν. Το ίδιο θα έλεγα ότι συμβαίνει για κaθετί σχετικό με την γκαρνταρόμπα του ηθοποιού, κaθετί δηλαδή που μπορεί να βοηθήσει στο χτίσιμο ενός ήρωα. Γι’ αυτό και όλοι οι ηθοποιοί προσπαθούν να έχουν πάντα λόγο στο τι πρόκειται να φορέσουν παίζοντας σε μια ταινία…».
Από την άλλη πλευρά, το τι μπορεί να προκαλέσει την περιέργεια ενός ηθοποιού απέναντι σε ένα σενάριο ποικίλλει και αυτό που έλκυσε την περιέργεια του Αφλεκ στην περίπτωση του «Μείνε δίπλα μου» ήταν η «γλώσσα του σεναρίου» όπως την αποκάλεσε. «Με έναν τρόπο, διαβάζοντας το σενάριο έκανες ταυτοχρόνως προβολή της ταινίας» είπε ο Αφλεκ, «μπορούσα δηλαδή να «δω» τι θα είναι η ταινία απλώς και μόνο από το σενάριο. Και έβλεπα ότι αυτός που το έγραψε αγαπούσε πραγματικά τη γλώσσα και τη χρησιμοποιούσε με έναν πολύ πρωτότυπο τρόπο».
Τοποθετημένη στην αμερικανική ύπαιθρο της δεκαετίας του 1970, η ταινία του Ντέιβιντ Λόουερι είναι το χρονικό ενός πολύ ιδιαίτερου και σκοτεινού έρωτα, ανάμεσα σε έναν δραπέτη ληστή (Αφλεκ) και τη γυναίκα του (Ρούνεϊ Μάρα) που γέννησε την περίοδο που βρισκόταν στη φυλακή. Η απόδρασή του ωθείται από την ανάγκη του να την ξαναδεί και μαζί με το παιδί τους να φύγουν.
Το «Μείνε δίπλα μου» φέρει έντονα τα σημάδια που προκαλούν ο έρωτας, η μητρότητα και η αναζήτηση της ειρήνης, όταν αυτά έρχονται αντιμέτωπα με το παρελθόν. Mε την ποιητική ματιά του νεαρού σκηνοθέτη το αποτέλεσμα είναι χαμηλότονο, σκοτεινό και μεθυστικό, προσδίδοντας ευλαβικούς ρυθμούς μέσα από την καταδικασμένη αγάπη ενός ζευγαριού παρανόμων στην παρακμή του Αμερικανικού Νότου. Μέρος της κριτικής άλλωστε είχε μιλήσει (ίσως κάπως υπερβολικά) για μια σύγχρονη σπουδή πάνω στο «Μπόνι και Κλάιντ» του Αρθουρ Πεν και το «Badlands» του Τέρενς Μάλικ. Η ταινία γυρίστηκε με ελάχιστα χρήματα και πολύ μεγάλη αφοσίωση από όλους τους συντελεστές της.
Για τον Κέισι Αφλεκ, όπως άλλωστε και για τους περισσότερους ηθοποιούς του Χόλιγουντ, το ενδιαφέρον δεν βρίσκεται στο «μέγεθος» μιας ταινίας (με την έννοια του κόστους και της παραγωγής) αλλά στο τι προσφέρει το σώμα της. «Ωστόσο, όσο πιο «μικρή» είναι η ταινία τόσο πιο άμεση είναι η εμπλοκή όχι μόνο των ηθοποιών αλλά όλων όσοι εργάζονται σε αυτήν» είπε. «Πολλά αλλάζουν όσο προχωράς και αυτό γίνεται με έναν φυσικό τρόπο, οι σχέσεις ανάμεσα στο συνεργείο είναι πολύ πιο στενές, όλοι νιώθουν σαν μια μεγάλη παρέα, νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε μια μεγάλη κατασκήνωση. Και αυτό, εκτός από το ότι είναι πολύ όμορφο, είναι και δημιουργικό γιατί η δουλειά γίνεται συλλογικότερα».
Ο Κέισι Αφλεκ συμφωνεί με την άποψη ότι «οι ηθοποιοί πρέπει να παίζουν με τον προπονητή τους» που είχε ακούσει στο παρελθόν από κάποιον σκηνοθέτη τον οποίο δεν ονομάζει. «Παίζεις για την ομάδα, όχι μόνο για τον εαυτό σου. Μου αρέσει αυτή η προσέγγιση και όταν ο σκηνοθέτης σε εμπνέει με καλές ιδέες όπως συνέβη με τον Ντέιβιντ Λόουερι, τόσο το καλύτερο. Νιώθεις απελευθερωμένος, ακόμη και όταν μερικές φορές οι απόψεις του άλλου είναι διαφορετικές από τις δικές σου».
Το βέβαιο είναι ότι αυτή την περίοδο ο Κέισι Αφλεκ είναι φουλ αφοσιωμένος στην υποκριτική. Δεν αισθάνεται και τόσο άνετα μιλώντας για τη σκηνοθεσία του στο «I’m still here», εκείνο το περίεργο ντοκυμαντέρ (που τελικά δεν ήταν ντοκυμαντέρ) για τον φίλο του τον Χοάκιν Φίνιξ. «Μου φαγε πολύ χρόνο από τη ζωή μου εκείνη η ταινία. Και τώρα θέλω να τον αναπληρώσω παίζοντας. Εχω επιθυμήσει την υποκριτική, μου έχει λείψει η πρώτη μου και μεγαλύτερη αγάπη».

Ενα αστέρι γεννιέται
Σε ηλικία μόλις οκτώ ετών, ο Ντέιβιντ Λόουερι (φωτογραφία), γέννημα θρέμμα του Τέξας όπου τοποθετείται το «Μείνε δίπλα μου», αποφάσισε ότι θέλει να ακολουθήσει το όνειρό του και να κάνει σινεμά. Αρχικώς, στο πλαίσιο της αναζήτησης της καλλιτεχνικής ταυτότητάς του, αφιέρωσε χρόνο αποκλειστικά στη συγγραφή σεναρίων αλλά και στο μοντάζ, το οποίο, όπως μας είπε επίσης στις Κάννες, είναι ένα τεράστιο σχολείο. Σταδιακά η δίψα του να ανακαλύψει τα κινηματογραφικά στοιχεία που τον συναρπάζουν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο φάνηκε. Ο Λόουερι έχει σκηνοθετήσει περισσότερες από 10 μικρού μήκους ταινίες, ενώ η αμέσως προηγούμενή του μεγάλου μήκους, «St. Nick», ήταν εκείνη στην οποία φάνηκαν οι ικανότητές του και στην κινηματογραφική δημιουργία μεγάλου μήκους. Το «Μείνε δίπλα μου», η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του που δίνει έμφαση στον οδυνηρό πόνο της απώλειας, επελέγη για να εγκαινιάσει το εφετινό τμήμα της Εβδομάδας Κριτικής του Φεστιβάλ των Καννών, αφού πρώτα προβλήθηκε με επιτυχία στο Φεστιβάλ του Σάντανς στην Αμερική. Ολα δείχνουν ότι ο Λόουερι έχει μέλλον και ότι θα βρει τη θέση του ανάμεσα σε μεγάλους δημιουργούς, με βραβεύσεις σε κινηματογραφικά φεστιβάλ ανά τον κόσμο.

πότε & πού:
Η ταινία «Μείνε δίπλα μου» παίζεται στις αίθουσες από την Πέμπτη 24 Οκτωβρίου, σε διανομή Odeon

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ