Παρασκευή μεσημέρι με τη θερμοκρασία έξω να αγγίζει καλοκαιρινά, σχεδόν, επίπεδα. Καθισμένοι άνετα στον χώρο που μας έχει παραχωρηθεί από το ξενοδοχείο Χίλτον ειδικά για τη συνέντευξη, παρέα με τον φωτογράφο του «Βήματος», περιμένουμε την άφιξη ενός θρύλου! Ο Γιούρι Γκριγκορόβιτς είναι αναμφίβολα ο άνθρωπος που σφράγισε ανεξίτηλα το πάλαι ποτέ σοβιετικό μπαλέτο αφού επί μία 30ετία διοίκησε με σιδερένιο χέρι το ιστορικό θέατρο Μπαλσόι, έχοντας μάλιστα στη διάρκεια αυτού του διαστήματος επισκεφθεί επανειλημμένως την Ελλάδα. Κάποια στιγμή, τα πρώτα μετασοβιετικά χρόνια, εκδιώχθηκε εν μέσω θύελλας στη μοσχοβίτικη σκηνή για να επιστρέψει αργότερα θριαμβευτικά, παραμένοντας μέχρι σήμερα, στα 86 του χρόνια, ως χορογράφος και δάσκαλος…
Η εμπειρία της Αθήνας


Η αναμονή δεν διαρκεί πολύ. Σύντομα η πόρτα ανοίγει και ο βετεράνος χορογράφος εμφανίζεται χαμογελαστός. Εντυπωσιακά ακμαίος παρά την ηλικία του, με προσεγμένη εμφάνιση στους τόνους του γαλάζιου και του γκρι, χαιρετά εγκάρδια, κάθεται απέναντί μου και μου προσφέρει το πρόγραμμα των παραστάσεων που μόλις παρουσίασε στην Αθήνα το συγκρότημα το οποίο ίδρυσε πριν από μερικά χρόνια και φέρει το όνομά του, τα μπαλέτα Γκριγκορόβιτς. Εφέτος ήταν η τρίτη συνεχόμενη χρονιά που η εν λόγω ομάδα εμφανίστηκε στο Badminton, με την επιτυχία να παραμένει αμείωτη αφού, παρά τη μεγάλη χωρητικότητα του θεάτρου, κατά κανόνα οι αρχικά προγραμματισμένες παραστάσεις αποδεικνύονται λίγες για να καλύψουν τη ζήτηση του αθηναϊκού κοινού, με αποτέλεσμα να προστίθενται κάθε φορά κι άλλες… Στο πλαίσιο αυτό, ήδη διεξάγονται συζητήσεις για νέες εμφανίσεις του συγκροτήματος από την επόμενη σεζόν.

«Τις δύο προηγούμενες χρονιές δεν είχα μπορέσει να έρθω ο ίδιος με την ομάδα στην Αθήνα, οι υποχρεώσεις μου στο Μπαλσόι δεν μου το επέτρεψαν»
λέει ο Γκριγκορόβιτς. «Παρ’ όλα αυτά, επιστρέφοντας οι χορευτές αλλά και όλοι οι συντελεστές των παραγωγών μου μιλούσαν με μεγάλο ενθουσιασμό για την ανταπόκριση του ελληνικού κοινού: για τη γεμάτη αίθουσα, για το θερμό χειροκρότημα, για τη ζεστή συμπεριφορά των Ελλήνων κι αυτό με έβαζε κι εμένα σε όλη αυτή την ατμόσφαιρα. Το ζούσα από απόσταση… Τώρα όμως που ήρθα και το είδα ο ίδιος, η αίσθηση είναι διαφορετική. Είδα μια τεράστια αίθουσα, χωρητικότητας 2.500 θέσεων, να είναι κάθε βράδυ γεμάτη, να μην υπάρχει θέση ελεύθερη. Για εμένα αυτό μαρτυρεί την αγάπη και την εκτίμηση των Ελλήνων στο ρωσικό μπαλέτο, τον σεβασμό τους για την Τέχνη γενικά» προσθέτει. Δεν ξεχνά, βέβαια, και τις προηγούμενες επισκέψεις στη χώρα μας με το μπαλέτο Μπαλσόι: στο Ηρώδειο, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Μιλάει με συγκίνηση για τον Χρήστο Λαμπράκη: «Ηταν ένας πραγματικά ενδιαφέρων άνθρωπος, με μεγάλη αγάπη για τον χορό και τον πολιτισμό γενικότερα…».
Γιούρι ο… τρομερός


Γεννημένος στις 2 Ιανουαρίου 1927 στην Αγία Πετρούπολη (Λένινγκραντ, τότε, και συχνά στη διάρκεια της κουβέντας μας ο Γκριγκορόβιτς αναφέρεται με αυτό το όνομα στη γενέτειρά του), σε οικογένεια οι ρίζες της οποίας συνδέονταν με τα Αυτοκρατορικά Ρωσικά Μπαλέτα, ο βετεράνος χορογράφος έχει υπογράψει αναβιώσεις αλλά και πρωτότυπες δημιουργίες οι οποίες σήμερα θεωρούνται κλασικές. Ανάμεσα στις μεγαλύτερες επιτυχίες του ο «Σπάρτακος», ο «Καρυοθραύστης», ο «Ιβάν ο Τρομερός». Πού αποδίδει ο ίδιος τη διαχρονική αγάπη του κοινού για τα μεγάλα μπαλέτα;

«Το ρωσικό μπαλέτο έχει μακραίωνη παράδοση. Γεννήθηκε από ένα ταξίδι των Γάλλων στη Ρωσία όπου δημιούργησαν σπουδαίες ακαδημίες και σχολές χορού κι αυτό επηρέασε πολύ έντονα τους Ρώσους. Η χώρα αγάπησε πολύ αυτή την τέχνη, προφανώς ο καρπός έπεσε σε πρόσφορο έδαφος. Γι’ αυτό κι εγώ λέω πάντα ότι οι Ιταλοί τραγουδούν γιατί έχουν το τραγούδι μέσα τους και οι Ρώσοι χορεύουν γιατί έχουν τον χορό μέσα τους. Βεβαίως, η Μούσα του Χορού, η Τερψιχόρη, ήταν Ελληνίδα»
λέει με χιούμορ.
Εχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές του στη γενέτειρά του το 1946, χόρεψε ως σολίστ στα μπαλέτα Μαριίνσκι (τότε Κίροφ) ως το 1962. Παράλληλα, όμως, ανέβαζε και τις πρώτες δικές του παραγωγές. Με το «Πέτρινο Λουλούδι» (1957) σε μουσική Προκόφιεφ και τον «Θρύλο της Αγάπης» (1961) απέκτησε φήμη ως χορογράφος. Ο τότε διευθυντής του Μπαλσόι, βλέποντας την επιτυχία του, του πρότεινε να μετακινηθεί στη Μόσχα, διαδρομή που είχαν ακολουθήσει ως τότε κι άλλοι θρυλικοί χορευτές της τότε ΕΣΣΔ, η Γκαλίνα Ουλάνοβα για παράδειγμα. Ο Γκριγκορόβιτς το σκέφτηκε και κάποια στιγμή το αποφάσισε. Το 1964 έγινε καλλιτεχνικός διευθυντής, θέση στην οποία παρέμεινε ως το 1995… Τον ρωτώ αν ανέλαβε τη διεύθυνση του ιστορικού θεάτρου την τελευταία περίοδο του Χρουστσόφ ή την πρώτη του Μπρέζνιεφ. Το σκέφτεται λίγο, προσπαθώντας να θυμηθεί…

«Νομίζω ήταν επί Μπρέζνιεφ»
μου λέει. «Πρέπει να αναλάβαμε περίπου ταυτόχρονα, αυτός Γραμματέας του Κόμματος κι εγώ διευθυντής του Μπαλσόι. Εγώ, βέβαια, έμεινα περισσότερο στη θέση μου απ’ ό,τι εκείνος στη δική του» λέει με χιούμορ. Εχοντας εργαστεί τόσο στο Μαριίνσκι όσο και στο Μπαλσόι, τι λέει άραγε για την πολυσυζητημένη –στη Δύση ιδιαίτερα –«κόντρα» ανάμεσα στα δύο ιστορικά ρωσικά θέατρα; Είναι άραγε υπαρκτή ή περισσότερο ένα εφεύρημα που συντηρεί, αντίστοιχα, τον «μύθο»; «Θα σας πω ότι ανταγωνισμός υπάρχει ανάμεσα σε όλα τα θέατρα κι αυτό είναι φυσιολογικό» λέει Γκριγκορόβιτς και το χαμόγελό του δείχνει πως έχει έρθει επανειλημμένως αντιμέτωπος με αυτή την ερώτηση. «Προσωπικά είμαι πολύ ευτυχής που είχα αυτή τη διπλή εμπειρία. Οσο εργαζόμουν στο Μαριίνσκι πίστευα πως εμείς είμαστε οι καλύτεροι, όταν πήγα στο Μπαλσόι έλεγα το ίδιο για εκεί. Υστερα από όλα αυτά τα χρόνια, όμως, καταλαβαίνω πως δεν υπάρχει καλύτερος και χειρότερος. Υπάρχει μόνο διαφορετικό. Διαφορετικό στον χαρακτήρα, στο στυλ. Παράλληλα, όμως, υπάρχουν και ομοιότητες γιατί όλα κινούνται στη βάση του κλασικού μπαλέτου. Θα έλεγα, μάλιστα, πως οι ομοιότητες είναι περισσότερες από τις διαφορές».
«Τα έχω δει όλα…»


Ο Γκριγκορόβιτς μιλάει πρόθυμα για τη μακρόχρονη θητεία του στο Μπαλσόι. Οσο κι αν επιμένω, όμως, δεν πείθεται να μου αφηγηθεί κάποιο μεμονωμένο περιστατικό, μια ιστορία: μια συγκεκριμένη δυσκολία, ας πούμε, ή μια ιδιαίτερα χαρούμενη στιγμή: «Είναι άλλο να διοικείς πέντε χρόνια» μου λέει «κι άλλο τριάντα και περισσότερα. Στη δεύτερη περίπτωση και οι χαρές και τα άγχη και οι δυσκολίες είναι πολλές, είναι αδύνατο να απομονώσεις κάποιο μέσα σε λίγα λεπτά που διαρκεί μια κουβέντα. Κι αυτό ακόμη το ποσοστό ανάμεσα στη δυσκολία και στην ικανοποίηση δεν μπορώ να το πω με ασφάλεια. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι τα έχω δει όλα…».
Τον ρωτώ για τον «μύθο» που περιβάλλει το Μπαλσόι: τις ίντριγκες, τα σκοτεινά παρασκήνια, τις πολιτικές παρεμβάσεις. Σε τι βαθμό άραγε ισχύουν όλα αυτά; «Ισχύουν όσο ισχύουν σε οποιοδήποτε άλλο θέατρο» απαντά ο βετεράνος χορογράφος. «Εχω δουλέψει παντού στον κόσμο: στο Μιλάνο, στο Παρίσι, στην Κοπεγχάγη, στη Βαρσοβία. Διαβάστε τον Σαίξπηρ, το αποτυπώνει ακριβώς. Ο κόσμος είναι το θέατρο ή, για να το πω αλλιώς, στο θέατρο υπάρχουν τα πάντα. Το Μπαλσόι δεν ξεχωρίζει. Ο,τι συμβαίνει αλλού, συμβαίνει κι εκεί. Ισως λίγο πιο τονισμένο, αυτό ναι, μπορεί να είναι αλήθεια. Σε εμένα πάντως ποτέ δεν δόθηκε κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση των μπαλέτων που ήθελα να κάνω. Μιλώντας ειλικρινά, θα έλεγα πως κανείς δεν με πίεσε να κάνω κάτι που δεν ήθελα».
Το 1995 ο Γκριγκορόβιτς εκδιώχθηκε από το Μπαλσόι κατηγορούμενος, μεταξύ άλλων, για συντηρητισμό. Ο ίδιος δεν έμεινε αδρανής αφού γρήγορα σύστησε τη δική του ομάδα με νέους χορευτές και όσους σολίστες του Μπαλσόι θέλησαν να του μείνουν πιστοί. Το 2008, μετά τον πρόωρο θάνατο της συζύγου του, της σπουδαίας χορεύτριας Νατάλια Μπεσμέρτνοβα, εκλήθη εκ νέου στο Μπαλσόι όπου εργάζεται παράλληλα με το συγκρότημα που φέρει το όνομά του. Εχοντας «δει τα πάντα» όπως ο ίδιος δήλωσε, πώς είδε άραγε την άγρια επίθεση με οξύ στον διευθυντή μπαλέτου Σεργκέι Φιλίν, η οποία σόκαρε την παγκόσμια κοινότητα; Ο Γκριγκορόβιτς είναι πολύ προσεκτικός στην απάντησή του. Το ύφος του μαρτυρεί ότι αισθάνεται μάλλον άβολα να μιλήσει για αυτό. «Εκείνη την περίοδο ήμουν στο νοσοκομείο, δεν είχα την ευκαιρία να ενημερωθώ ακριβώς» λέει και συνεχίζει: «Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι είναι ένα τελείως προσωπικό θέμα το οποίο δεν έχει καμία σχέση με την καλλιτεχνική παραγωγή. Δεν θα ήθελα να πω κάτι παραπάνω» καταλήγει με νόημα.
Η επόμενη ημέρα


Για την πρόσφατη αλλαγή στην «κορυφή» του Μπαλσόι, με τον 66χρονο Βλαντίμιρ Ουρίν να διαδέχεται τον Ανατόλι Ικσάνοφ (ο οποίος αντικαταστάθηκε πριν από τη λήξη της θητείας του από τον ρώσο υπουργό Πολιτισμού) λέει πως είναι πολύ πρώιμο να πει κανείς κάτι. Το διάστημα που έχει περάσει είναι ακόμη πολύ μικρό. Ο ίδιος ο Γκριγκορόβιτς πάντως διατηρεί πολύ καλές προσωπικές σχέσεις μαζί του και τον Σεπτέμβριο του 2014 ετοιμάζεται να μεταφέρει τον «Θρύλο της Αγάπης» από τη νέα, μικρότερων διαστάσεων, σκηνή του Μπαλσόι στην ιστορική, ανακαινισμένη αίθουσα. «Επειδή η ανακαίνιση κράτησε έξι χρόνια, μια ολόκληρη γενιά χορευτών εξελίχθηκε καλλιτεχνικά στη νέα σκηνή» λέει ο βετεράνος χορογράφος. «Πέρα από τα καινούργια σκηνικά και κοστούμια, λοιπόν, έχουμε και νέους χορευτές».
Πώς βίωσε, ωστόσο, ο Γιούρι Γκριγκορόβιτς τόσο προσωπικά όσο και καλλιτεχνικά το πέρασμα από τη Σοβιετική Ενωση στην «επόμενη ημέρα» της χώρας του; Ο ίδιος θεωρεί ότι η μετάβαση δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Δηλώνει ευτυχής, ωστόσο, που όλο αυτό προχώρησε χωρίς κάποια «ιδιαίτερη επανάσταση» όπως λέει χαρακτηριστικά. «Με πολιτισμένο τρόπο προσπαθούμε να εξελιχθούμε ως χώρα και να κάνουμε τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν ώστε να οδηγηθούμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα…».
Μιλώντας για την προσωπική του πορεία, αναφέρεται με συγκίνηση στους ανθρώπους τους οποίους είχε την ευκαιρία να γνωρίσει: τον Σοστακόβιτς, τον Προκόφιεφ, τον Στραβίνσκι, τον Λιφάρ, τον Μπαλανσίν, τον Χατσατουριάν και πολλούς ακόμη, κάποιοι από τους οποίους ήταν και στενοί του φίλοι. Ολοι αυτοί, υποστηρίζει, δεν ήταν απλοί καλλιτέχνες αλλά πραγματικές ιδιοφυΐες και η επαφή μαζί τους δεν μένει στο επίπεδο της απλής συζήτησης.
Υπάρχουν «μύθοι»;


Πιστεύει άραγε ότι σήμερα υπάρχουν σπουδαίοι χορευτές, αντίστοιχοι με τους «μύθους» των περασμένων δεκαετιών; Ο Γκριγκορόβιτς λέει ότι το ταλέντο δεν μπορεί ποτέ να είναι αποκλειστικό προνόμιο μιας και μόνο εποχής. «Αυτό που κάποιες φορές γίνεται», λέει, «είναι να γεννηθούν πολλοί ταλαντούχοι άνθρωποι την ίδια περίπου περίοδο. Στα τέλη του 19ου αιώνα, για παράδειγμα, γεννήθηκαν πολλοί ταλαντούχοι ποιητές στη Ρωσία: η Αχμάτοβα, ο Πάστερνακ. Αργότερα, ήρθε μια άλλη περίοδος όπου δεν υπήρχε ιδιαίτερη άνθηση. Δεν σημαίνει όμως ότι δεν μπορεί να ξαναγεννηθούν σπουδαίοι ποιητές. Και τώρα υπάρχουν σπουδαίοι καλλιτέχνες, όχι απαραιτήτως νέοι. Το πώς θα τους εκτιμήσει ο καιρός θα φανεί αργότερα, ακόμη είναι ενεργοί. Το λέω αυτό γιατί κατά κανόνα η συνολική εικόνα ενός καλλιτέχνη εκτιμάται προς το τέλος. Για να μιλήσω πιο πρακτικά, όμως, προσφάτως το Μπαλσόι έδωσε παραστάσεις στη Μεγάλη Βρετανία όπου γνωρίζουν πολύ καλά το μπαλέτο μας και οι νέοι καλλιτέχνες μας εκτιμήθηκαν πολύ. Εγώ δυστυχώς δεν μπόρεσα να πάω γιατί είχα ένα πρόβλημα υγείας, αλλά και ο κόσμος εντυπωσιάστηκε πολύ και οι κριτικές που πήραμε ήταν ενθουσιώδεις».
Υστερα από τόσες δεκαετίες καριέρας αισθάνεται ότι υπάρχει ακόμη για τον ίδιο κάποια ανεκπλήρωτη καλλιτεχνική φιλοδοξία; Ο Γκριγκορόβιτς λέει πως όσο ζει κανείς, πάντα έχει τη δίψα να κάνει κάτι. «Αυτό που δεν ξέρω, όμως, είναι αν πράγματι θα τα καταφέρω. Ποτέ δεν ξέρεις πότε τελειώνει η ζωή…».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ