Είναι το τρίτο ζευγάρι φίλων που χωρίζει τον τελευταίο καιρό. Μου το ανακοίνωσαν οι ίδιοι, και ενώ μου εξηγούσαν τους (διόλου σοβαρούς) λόγους «που μας ανάγκασαν να πάρουμε αυτή την απόφαση», το μυαλό μου επέστρεψε στον προ έξι μηνών γάμο τους: με τα νυφικά από χειροποίητη δαντέλα Ισπανίας. Τη νοικιασμένη Limo. Την ορχήστρα και την τζαζ τραγουδίστρια –τζαζ από κάθε άποψη, αφού ξεκίνησε από το «Summertime» και κατέληξε χωρίς αιδώ στο «Συγγνώμη, κύριε, ποιος είστε;». Το α λα Αλέξις Κάρινγκτον κέτερινγκ, με τα φουαγκρά στον κήπο του κτήματος Πιασοκωλάκη –«για γαμήλιες δεξιώσεις με τη σφραγίδα του κλασικού». «Τόσα έξοδα για το τίποτα» σχολίασα. «Αυτό έχεις να πεις;» απόρησαν.
Αυτό τους είχα πει και το βράδυ του γάμου, καθισμένος δίπλα στους στάβλους του κτήματος Πιασοκωλάκη, την ώρα που με τη μυρωδιά της φρέσκιας καβαλίνας στη μύτη προσπαθούσα να καταπιώ το «αέρινο καναπεδάκι» με το φουαγκρά από πάπια της Ντιέπ: αντί να ξοδεύετε τόσα χρήματα για να ταΐσετε συγγενείς που στην πραγματικότητα σας είναι αδιάφοροι και να στήσετε ένα θέαμα πιο κακόγουστο και από τα σόου της Εστερ Γουίλιαμς (γιατί, ναι, το έκαναν και αυτό: έπεσαν με τα νυφικά στην πισίνα), δεν θα ήταν καλύτερα να τα ξοδεύατε για να κάνετε ένα μεγάλο ταξίδι; (Εξακολουθώ να θεωρώ ότι ο μοναδικός σοβαρός λόγος για να παντρευτεί σήμερα κάποιος είναι για να μαζέψει λεφτά και να κάνει ένα ταξίδι ζωής). Δεν είπα περισσότερα, αποφεύγοντας να «αναζωπυρώσω» μια κουβέντα που είχαμε χιλιοκάνει, σχετικά με το τι σημαίνει συντροφικότητα, οικογένεια, συμβίωση και πόσο άσχετοι είναι οι εν λόγω όροι με τελετές, χορούς και πενταώροφες τούρτες με ξεραμένη σαντιγί που σπάει δόντια.
Προτίμησα να ανασάνω βαθιά την καβαλινούχο αύρα της βραδιάς και να ευχηθώ να είναι ευτυχισμένοι και μαζί και χώρια. Δεν φανταζόμουν πόσο γρήγορα θα αποφάσιζαν το χώρια. Τουλάχιστον ο Ν. και η Γ. και ο Θ. και η Μ., τα άλλα δύο ζευγάρια φίλων που χώριζαν, ήταν παντρεμένοι, οι πρώτοι πέντε και οι άλλοι επτά χρόνια. Θα μου πείτε, είχαν αποκτήσει και παιδιά που τώρα δεν μπορούσαν να αποφασίσουν σε τίνος το σπίτι θα τα «παρκάρουν» κάθε Σαββατοκύριακο… «Καλύτερα να το διαλύσουμε τώρα, που καθένας μπορεί να φτιάξει τη ζωή του πιο εύκολα» με κοίταξαν επιμένοντας να αποσπάσουν το «συμφωνώ! Καλά κάνετε!». Απλώς θεωρώ ότι θα ήταν ακόμη καλύτερα να βρίσκατε τα σημεία που σας ενώνουν και να επενδύατε σε αυτά αντί να επιμένετε σε εκείνα που σας απομακρύνουν, γιατί αυτό κάνετε, αυτό κάνουν σήμερα οι περισσότεροι.
«Τι φταίει;» ρώτησε εκείνη. (Οτι δεν υπάρχει διάθεση για συνεργασία. Οτι άνδρες και γυναίκες είμαστε τόσο ανεξάρτητοι που δεν βάζουμε ούτε σταγόνα νερό στο κρασί μας. Οτι όλα γίνονται με τέτοια ταχύτητα που δεν προφταίνουμε να τα αντιληφθούμε, να τα επεξεργαστούμε, να τα χωνέψουμε. Οτι είμαστε ανάπηροι συναισθηματικά. Οτι επιμένουμε να αναπαράγουμε παραδοσιακά μοντέλα οικογένειας που σήμερα δεν λειτουργούν.) «Δεν ξέρω» απάντησα.
Τότε αναφέρθηκαν στο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» του Εντουαρντ Αλμπι που είδαν στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παραγωγή με τη Μίρκα Παπακωνσταντίνου και τον Δάνη Κατρανίδη (Θέατρο Πόλη, για δεύτερη χρονιά): «Την απόφαση να χωρίσουμε την είχαμε πάρει ήδη, έπειτα όμως από την παράσταση εγώ τουλάχιστον σκεφτόμουν πιο έντονα από κάθε άλλη φορά ότι δεν θέλω να καταλήξω σαν αυτούς τους δύο ανθρώπους, να εξαρτώμαι από τον άλλον τη στιγμή που τον απεχθάνομαι» είπε εκείνη. Μόνο που για να φτάσουν η Μάρθα και ο… πώς τον λένε (Τζορτζ τον έλεγαν) σε αυτό το σημείο χρειάστηκε μια ολόκληρη ζωή, κοινή ζωή, με πολλές ατυχίες και πολλά τραύματα, παρατήρησα, ενώ εσείς βάζετε τελεία προτού καν ξεκινήσετε. «Είναι θέμα εποχής» παρενέβη εκείνος: «Ολα γίνονται πιο γρήγορα, το είπες!».
Επιστρέφοντας σπίτι σκεφτόμουν τις τελευταίες ατάκες του έργου του Αλμπι: με τον συντετριμμένο σύζυγο να ρωτάει την επίσης συντετριμμένη συμβία του «ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;», προβάλλοντας στο πρόσωπο της συγγραφέως τη μοναξιά, την απόγνωση, την αδυναμία ουσιαστικής επικοινωνίας του σύγχρονου ανθρώπου, και εκείνη να απαντά «εγώ!». Συνειδητοποίησα πόσο πολλοί άνθρωποι γύρω μου, παρ’ ότι… φοβούνται τη Βιρτζίνα Γουλφ, δεν μπορούν να απαλλαγούν από το ασφυκτικό αγκάλιασμά της. Νέοι άνθρωποι που ερωτεύονται και παντρεύονται στο κτήμα Πιασοκωλάκη για να συνειδητοποιήσουν μόλις τελειώσει ο χορός ότι είναι πιο μόνοι από ό,τι ήταν πριν από τον γάμο.
Αναρωτήθηκα γιατί να μην μπορούμε να συμβιώσουμε όπως οι παλιότεροι. Τι είδους κουσούρι είναι αυτό που δεν μας επιτρέπει να μετατρέψουμε τον έρωτα, που κάποια στιγμή αρχίζει να ξεθυμαίνει, σε κατανόηση, συντροφικότητα, φιλία, σε συστατικά τα οποία δίνουν στις ανθρώπινες σχέσεις μακροβιότητα; Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας, που εν πολλοίς τα κατάφεραν, ήταν τελικά πιο συμβιβασμένοι, όπως τους είχαμε κατηγορήσει, ή πιο πρακτικοί, λογικοί και έξυπνοι; Λίγες ημέρες αργότερα μου τηλεφώνησε η Τ. για να μου πει ότι ο 92χρονος αδελφός της μαμάς της χωρίζει έπειτα από 60 χρόνια γάμου επειδή, όπως τους ανακοίνωσε, «η σχέση έχει βαλτώσει».
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ