Το ένα είναι θεματικό, με οργανικά ροφήματα που δεν ξέρεις καν το όνομά τους, πράσινη διακόσμηση και αντίστοιχης χρωματικής απόχρωσης τσάι· θα ήθελε να είναι κάπου στο Μανχάταν, αλλά δεν είναι. Το άλλο πιο δίπλα θα μπορούσε να βρίσκεται μόνο στην Ελλάδα, έτσι δείχνει η προχειρότητά του, η φλου άποψή του για την υγιεινή και ο τσιμεντένιος φραπές του. Λίγο πιο κάτω, μια παρέα φίλων ψήνει και πουλάει μπέργκερ και η ουρά των υποψήφιων κρεατοφάγων δίπλα στα αδέσποτα της πόλης (που αυτά και αν ξέρουν από καλό φαΐ) δείχνει πως το κάνουν σωστά. Στην επόμενη γωνία ξεπετάγεται ένα μπιστρό δίπλα σε ένα μεζεδοπωλείο, δίπλα σε ένα τεράστιο μπαρ που φιλοδοξεί να γίνει το επόμενο κέντρο της πόλης, αλλά δεν θα γίνει ποτέ και γι’ αυτό φταίει και ο μεγαλομανής διακοσμητής του. Ανάμεσά τους τα γνωστά: σκουπίδια, λερά πεζοδρόμια, ορισμένοι –αλλά όχι οργισμένοι – άστεγοι, αποτσίγαρα και σαββατιάτικα τακούνια.
Τον Μάρτιο του 2013, στο κέντρο της Αθήνας, είχαν καταμετρηθεί 861 κλειστά εμπορικά καταστήματα, σε σύνολο 2.909. Το ποσοστό έφθανε στο 29,60%. Και να μην υπήρχαν οι αριθμοί, μια ματιά αρκούσε. Το εμπόριο, με την παλιά του έννοια, αν δεν έχει πεθάνει εντελώς, ψυχορραγεί. Η πτώση της κατανάλωσης, η αύξηση των φόρων, η κρίση, τα εμπορικά κέντρα και η αδυναμία συναγωνισμού των μεγάλων επιχειρήσεων οδήγησαν τους περισσότερους περιφερειακούς εμπόρους στο λουκέτο.
Τη στιγμή που κλείνουν τα εμπορικά, όμως, σε κάθε στενό αυτής της πόλης, από το ιστορικό κέντρο μέχρι το Παγκράτι, το Χαλάνδρι, την Κηφισιά, ξεπετάγονται μαγαζιά εστίασης. Καφέ, σουβλατζίδικα νέας και παλαιάς κοπής, ιταλικά café, μπαρ με απωθημένα Νέας Υόρκης, συνεταιριστικά καφενεία με χύμα ρακή, μεζεδοπωλεία με φθηνές τηγανητές ποικιλίες, μπαρ με κακό οινόπνευμα, μπαρ με μπάρμεν που μιλούν για τα κοκτέιλ με ύφος πυρηνικού επιστήμονα και καφετέριες της σειράς. Παντού διασκέδαση ή τουλάχιστον «διασκέδαση».
Οι αριθμοί, όμως, τι λένε; Σε επικοινωνία με τον Δήμο Αθηναίων, ανακοινώθηκε πως δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για τον αριθμό των Αδειών Καταστημάτων Εστίασης που έχουν εκδοθεί από τον περασμένο χρόνο. Αν και οι διαμάχες στο Δημοτικό Συμβούλιο για την ανεξέλεγκτη αδειοδότηση καταστημάτων μαίνονται εδώ και καιρό, προς το παρόν δεν χρειάζονται αριθμοί, μια απλή βόλτα αρκεί για να διαπιστωθεί η έκρηξη. Τι γίνεται σε αυτή την πόλη;
Από την πλευρά των καταστηματαρχών όλη αυτή η ιστορία ίσως και να είναι κατανοητή. Το τέλος της μισθωτής εργασίας όπως την ξέραμε, τα φθηνότερα ενοίκια, τα ακόμη φθηνότερα μεροκάματα, οι απελπισμένες μόδες (κάποτε τα βιντεοκλάμπ, μετά τα γυμναστήρια, μετά τα γιαουρτάδικα, τώρα τα μπαρ), η όρεξη για δημιουργία, μια μάχη με την καθημερινότητα, όχι με τον μισθό πια, αλλά με τις εισπράξεις της ημέρας, δικαιολογεί την υπερπληθώρα των εγκαινίων. Ο ΦΠΑ μειώθηκε και ίσως για κάποιους να βγαίνει ο μήνας έστω και οριακά.
Από την πλευρά των πελατών όμως; Πώς ζούνε όλα αυτά τα μαγαζιά; Είναι κάποιου είδους επιθανάτιος ρόγχος του καταναλωτή; Είναι μια απόδειξη πως του Ελληνα ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει όταν πρόκειται για το τζιν τόνικ; Είναι ένα χαβαλετζίδικο βγάλσιμο της γλώσσας στη λιτότητα; Είναι η αδράνεια της ανεργίας;
Ή μήπως απλώς θέλουμε να ξορκίσουμε τη μοίρα μας και γι’ αυτό κάθε Σάββατο η Αθήνα κάνει πάρτι στους δρόμους; Δεν είναι κακό, δεν είναι κατακριτέο, είναι ανθρώπινο και έχει ξαναγίνει. Εχει καταγραφεί κιόλας, στο εξαιρετικό μυθιστόρημα του Κάριλ Φερέ «Μαπούτσε» (εκδόσεις Αγρα), που μιλάει για την Αργεντινή μετά το ΔΝΤ.

Γράφει ο Φερέ: «Το Μπουένος Αϊρες ήξερε ότι η χρυσή του εποχή ήταν παρελθόν και ότι δεν θα επέστρεφε ποτέ. Τώρα, ρακένδυτα πιτσιρίκια τριγυρνούσαν μπροστά στα κτίρια του Σέντρο, άνθρωποι κοιμούνταν σε χαρτόκουτα, έψαχναν τα σκουπίδια ή κάθονταν ξαπλωμένοι κατά μήκος του πεζοδρομίου. Οι κινηματογράφοι είχαν μετατραπεί σε εμπορικά κέντρα με μια απρόσωπη πολυτέλεια και η συνήθεια των μπιστρό εξακολουθούσε να υπάρχει (…) Η οργή διαπότιζε τους τοίχους της πρωτεύουσας, όμως το άρωμα εξορίας που απέπνεαν δεν εμπόδιζε τα ζευγάρια να φιλιούνται στο στόμα στη μέση του δρόμου, νέοι και γέροι χωρίς να ντρέπονται, ούτε να κρατούν τα προσχήματα, σαν να ήθελαν να εξορκίσουν τη μοίρα που κατέτρεχε τη χώρα τους». Σας θυμίζει κάτι;

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ