Οι επισημάνσεις του Οικουμενικού Πατριάρχη, κ.κ. Βαρθολομαίου κατά την επίσκεψη του στην Ελλάδα τις τελευταίες ημέρες, όπως και η παρέμβαση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κ.κ. Ιερώνυμου συζητήθηκαν και σχολιάστηκαν εντόνως από μερίδα των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ενώ σε πολλές περιπτώσεις κατακρίθηκαν. Κατά πόσο δικαιούνται οι ιεράρχες να παρεμβαίνουν στα πολιτικά και κοινωνικά θέματα που απασχολούν τη χώρα μας; Όσο και αν διαφωνούν ορισμένοι, θεωρώ αναφαίρετο δικαίωμα των ιεραρχών, είτε του Οικουμενικού Πατριάρχη, είτε του Αρχιεπισκόπου, είτε ενός απλού Επισκόπου, είτε ενός απλού κληρικού να διατυπώνει την άποψη του επί παντός επιστητού και βέβαια, να δέχεται και την κριτική, όσο σκληρή και αν είναι, χωρίς το σχήμα να αποτελεί εμπόδιο για την άσκηση κριτικής επί των λεχθέντων του.
Οι παρεμβάσεις των εκκλησιαστικών αρχόντων μπορεί να μην γίνονται αποδεκτές από το σύνολο και την συντριπτική πλειοψηφία του Ελληνικού λαού, όμως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να λησμονηθούν και να απαγορευθούν. Δεν σημαίνει ότι αν κάποιος έχει μια άποψη διαφορετική ή την διατυπώσει με ανορθόδοξο ως προς τα σημερινά ήθη τρόπο, ότι πρέπει να γίνει αντικείμενο καταδίκης. Όπως στη Δημοκρατία έχει ο καθένας δικαίωμα να εκφραστεί, το ίδιο δικαίωμα έχουν και οι κληρικοί. Αν ο λόγος ενός κληρικού μετράει πιο πολύ στο κοινωνικό σύνολο, αυτό επαφίεται και στο γεγονός ότι το ποίμνιο έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους εκπροσώπους της Εκκλησίας, όμως σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ο λόγος ενός κληρικού, προσβολή προς το δημόσιο συμφέρον, ή υπονόμευση των αξιών και των αρχών της πολιτείας. Πως γίνεται αποδεκτός ο λόγος και η άποψη ενός Καλλιτέχνη ή ενός Ηθοποιού και να μην γίνεται αποδεκτή η παραίνεση ενός ανώτατου κληρικού.
Σε πολλές των περιπτώσεων και ειδικότερα στην κρίση των αρχών και των αξιών της πατρίδας μας να έχει παίξει σημαίνοντα ρόλο η απομάκρυνση των ανθρώπων από τα ιδανικά των περασμένων δεκαετιών που ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με τις εκκλησιαστικές παραινέσεις. Χωρίς να έχω σκοπό την προσέγγιση ενός συντηρητικού και φιλοεκκλησιαστικού σκεπτικού, από τη στιγμή που ο Ελληνισμός και Ορθοδοξία έχουν κοινή πορεία τους τελευταίους αιώνες, η παρέκκλιση της κοινωνίας μας από τον δεύτερο πυλώνα έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή νοοτροπίας σε βασικές κατευθύνσεις, που μέχρι πρότινος αποτελούσαν βασικά συστατικά της καθημερινότητας των Ελλήνων. Το πώς θα πορευθεί η κοινωνία είναι κάτι που θα προδιαγραφεί από την ίδια, όμως το να στερούμε το δικαίωμα έκφρασης και παρέμβασης από κληρικούς, όταν δεν συμφωνεί μια ομάδα, αυτό είναι άκρως αντιδημοκρατικό.
Υπάρχουν κληρικοί που τοποθετούνται για τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε λόγω των συνεπειών της οικονομικής κρίσης, άλλοι για τα παρατράγουδα της Χρυσής Αυγής και άλλοι για την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων. Η Εκκλησία πρέπει να έχει λόγο και άποψη, ανεξαρτήτως για το αν πρέπει να γίνει αποδεκτή. Από την άλλη, δεν σημαίνει ότι πρέπει ως κοινωνία να είμαστε αρνητικά προκατειλημμένη σε οποιαδήποτε έκφραση μπορεί να διατυπωθεί.
Όσα λάθη και αν έχουν κάνει κατά καιρούς Ιεράρχες αυτό δεν πλήγωσε ανεπανόρθωτα το θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων. Συνεχίζει και παραμένει ζωηρό, εντονότερο μέσα στην εποχή της οικονομικής εξαθλίωσης και με τάση ενίσχυσης. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την σύγχρονη Ελληνική πραγματικότητα; Ότι παρά την παγκοσμιοποίηση, τον επηρεασμό από τα ξένα ήθη και έθιμα, την εισβολή του διαδικτύου και της τηλεόρασης, την δημιουργία συνθηκών πίεσης και διάλυσης των παραδόσεων, οι Έλληνες προφανώς και προσπαθούν να επιστρέψουν σε ένα δρόμο που έχει χαράξει τις προηγούμενες δεκαετίες, κατά τις προηγούμενες γενιές. Προφανώς και υπάρχουν αλλαγές νοοτροπίας, όμως παρά τη διαφορετικότητα, φαίνεται ότι δεν επηρεάζεται από τους κραδασμούς και όσο τα υλικά αγαθά και η πολυτέλεια θα εγκαταλείπουν τους Έλληνες, τόσο η Ελλάδα θα επανέρχεται στις περασμένες δεκαετίες. Η ιστορία θα δείξει αν αυτό θα είναι σε καλό ή σε κακό του Ελληνισμού…