Η προσέγγιση αντίπαλων κομμάτων δεν είναι εύκολη υπόθεση. Αν προτίθενται όμως να συγκυβερνήσουν, όπως οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Σοσιαλδημοκράτες της Γερμανίας, τότε δεν χρειάζονται πολλά γι’ αυτό. Και ένα τσιγάρο φτάνει. Οπως εκείνο που κάπνισαν την περασμένη Τετάρτη στο μπαλκόνι του κτιρίου του κοινοβουλευτικού κλαμπ στο Βερολίνο δύο κομματικά «γεράκια»: η αντιπρόεδρος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Χανελόρε Κραφτ («αριστερό» γεράκι) και ο γενικός γραμματέας των βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών Αλεξάντερ Ντομπρίντ («δεξιό»). «Εικονική συμφιλίωση» συμπέρανε λίγο αργότερα η αριστερή-εναλλακτική «Tageszeitung». «Η πολιτική των εικόνων» προσέθεσε η φιλελεύθερη «Die Zeit». Οι απεικονισμένες πόζες πρέπει να αναδεικνύουν από τη μία τη νέα οικειότητα, από την άλλη όμως να μην την τονίζουν υπερβολικά, δεδομένου ότι τα κεντρικά όργανα των κομμάτων δεν την έχουν ακόμη ευλογήσει.

Στο Βερολίνο λίγοι αμφιβάλλουν ότι οι διαπραγματεύσεις για τη συγκρότηση μεγάλου συνασπισμού που θα αρχίσουν την Τετάρτη θα καταλήξουν τελικά σε επιτυχία –και δη πριν από τα Χριστούγεννα. Εξίσου αναμφίβολο είναι ότι οι διαπραγματεύσεις, που θα γίνουν σε 12 θεματικές ομάδες, θα είναι δύσκολες. Παρά τα κοινά σημεία τους, οι δύο μελλοντικοί εταίροι έχουν μεγάλες διαφορές σε εργασιακά, ενεργειακά, φορολογικά και ευρωπαϊκά θέματα. Η επίτευξη των αναγκαίων συμβιβασμών θα απαιτήσει λοιπόν αντίστοιχα ακονισμένο συμβιβαστικό πνεύμα.

Οι αφετηρίες των δύο κομμάτων είναι άνισες. Οι Χριστιανοδημοκράτες έχουν «από χέρι» διπλό συγκριτικό πλεονέκτημα: πρώτον, μια «παρά τρίχα» αυτονομία σε έδρες (311 σε σύνολο 630) και, δεύτερον, μια καγκελάριο-«γάτα» που είναι σε θέση να προσαρμόζεται σε κάθε νέο κυβερνητικό εταίρο και να του υφαρπάζει ταυτόχρονα τις εξυπνότερες ιδέες για να τις παρουσιάσει κατόπιν, με συντηρητικό μανδύα, ως αποκλειστικά δικές της.
Από αυτή την υφαρπαγή δεν είχε γλιτώσει μέχρι πρότινος ούτε το σοσιαλδημοκρατικό αίτημα για την καθιέρωση ενιαίου κατώτατου μισθού ύψους 8,5 ευρώ ωριαίως. (Η Γερμανία είναι, ως γνωστόν, από τις τρεις-τέσσερις χώρες στην Ευρωπαϊκή Ενωση που δεν διαθέτει τέτοιο κατώτατο όριο, με αποτέλεσμα να έχει γίνει την τελευταία δεκαετία η χώρα με τον μεγαλύτερο τομέα χαμηλόμισθων της ηπείρου –κάτι που αντιστοιχεί στο 25% περίπου των εργαζομένων της.) Οταν προ διετίας η καγκελάριος αντιλήφθηκε ότι το αίτημα γίνεται όλο και πιο δημοφιλές, δήλωσε και η ίδια θερμός οπαδός του. Με τη διαφορά ότι, αντί για έναν, καθιέρωσε δύο, τρεις, τέσσερις, εκατοντάδες «κατώτατους μισθούς», ανάλογα με τον κλάδο, την περιοχή, την ανταγωνιστικότητα και πάει λέγοντας –με τη δικαιολογία ότι μόνο ένα μισθολογικό μοντέλο που προσαρμόζεται στις εκάστοτε οικονομικές συνθήκες διασφαλίζει τις υπάρχουσες και δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας.
Σήμερα βέβαια δεν υπάρχουν περιθώρια για τέτοια τεχνάσματα. Οχι μόνο επειδή ο πρόεδρος των Σοσιαλδημοκρατών Σίγκμαρ Γκάμπριελ δηλώνει ότι χωρίς ενιαίο κατώτατο μισθό δεν χρειάζεται καν να αρχίσει τις διαπραγματεύσεις, αλλά και επειδή η καθιέρωσή του έχει γίνει ενδιαμέσως παλλαϊκό αίτημα. Σύμφωνα με το «πολιτικό βαρόμετρο» του ραδιοτηλεοπτικού σταθμού ZDF που δημοσιεύθηκε την Παρασκευή, το 83% των Γερμανών λέει «ναι» σε αυτό. Και επίσης πανύψηλο είναι το ποσοστό εκείνων (69%) που υποστηρίζουν το δεύτερο βασικό αίτημα των Σοσιαλδημοκρατών: την αύξηση των φορολογικών συντελεστών για τους πλουσίους.
Επόμενο έτσι είναι οι Σοσιαλδημοκράτες να αισθάνονται ούριο αέρα στα πανιά τους. «Τώρα έχουμε επιτέλους τη δυνατότητα να επιτύχουμε εκείνη τη μεγάλη πολιτική αλλαγή για την οποία είχαμε αγωνιστεί για δεκαετίες» δηλώνει η κυρία Κραφτ. «Και αυτό επιτρέπει τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των συμπολιτών μας».
Παρά την όψιμη λαϊκή στήριξη, όμως, οι απαιτήσεις των Σοσιαλδημοκρατών έχουν ένα αντικειμενικό όριο: την αποτυχία τους στις εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου (25,6% έναντι 41,5% για τους Χριστιανοδημοκράτες). «Δεν μπορούν να τα έχουν όλα» λέει αναλυτής. «Αν θέλουν τον ενιαίο κατώτατο μισθό, πρέπει να παραιτηθούν ουσιαστικά από την αύξηση των φορολογικών συντελεστών».
Εξίσου συγκρατημένοι θα είναι προφανώς και κατά τη μοιρασιά των υπουργείων. Οι περισσότεροι αναλυτές πιστεύουν ότι δεν θα διεκδικήσουν περισσότερα από έξι σε σύνολο 15. Αυτά θα ανήκουν όμως στα λεγόμενα «ευγενή», κοινώς πανίσχυρα, με προεξέχοντα τα υπουργεία Οικονομικών και Εργασίας. Για το υπουργείο Εξωτερικών, που έχει χάσει την αίγλη του από τότε που αποχώρησε από εκεί ο Γιόσκα Φίσερ, δεν δείχνουν αντίθετα ενδιαφέρον.
Για τέτοια θέματα βέβαια ο κ. Γκάμπριελ απαγορεύει προς το παρόν κάθε κουβέντα στη δημοσιότητα. Οι μνηστήρες των υπουργικών θώκων παίρνουν στα σοβαρά τη ρήση του ότι «όποιος μιλάει για υπουργοποίηση δεν γίνεται υπουργός».
Ολοι ξέρουν βέβαια στο Βερολίνο ότι η κυρία Μέρκελ δεν θα παραιτηθεί αμαχητί από το σημαντικότερο κέντρο εξουσίας μετά την καγκελαρία, ήτοι το υπουργείο Οικονομικών, και ούτε φυσικά και από τον επικεφαλής του, ήτοι τον πολυτιμότερο συνεργάτη της Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Αλλά και τυχόν αλλαγή φρουράς προς όφελος των Σοσιαλδημοκρατών δεν θα περιόριζε την παντοδυναμία της. Εδώ και αρκετά χρόνια συντελείται μια μετάθεση του κέντρου βάρους της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής από το υπουργείο Οικονομικών στην καγκελαρία. Ενδιαμέσως ο λόγος της κυρίας Μέρκελ βαραίνει ακόμη και σε μερικά ζητήματα περισσότερο από εκείνο του κ. Σόιμπλε. Και τον λόγο αυτόν τον διατυπώνουν δύο κυρίως άτομα: ο εντεταλμένος για ευρωπαϊκά ζητήματα Νικολάους Μάγερ-Λάντρουτ και ο ειδικός για θέματα παγκόσμιας οικονομίας Λαρς Χέντρικ Ρέλερ. Αυτοί είναι που καθορίζουν τη στρατηγική γραμμή της στην ευρωζώνη και αλλού και εκείνοι είναι επίσης που αναλαμβάνουν τον ρόλο του συνδέσμου με άλλους αρχηγούς κρατών, καθώς και του «Σέρπα» για τις διάφορες συναντήσεις κορυφής.
Αυτό το τρίο θα εξακολουθήσει λοιπόν να παίζει κυρίαρχο ρόλο στη μελλοντική ευρωπαϊκή πολιτική του Βερολίνου, ακόμη και σε περίπτωση που τα ηνία του υπουργείου Οικονομικών ανατεθούν σε κάποιον Σοσιαλδημοκράτη. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο τελευταίος θα έχει ρόλο κομπάρσου. Απλώς θα πρέπει να συμβιβάζεται με την παράλληλη λειτουργία μιας «υπερδομής», της καγκελαρίας.
Πρόσωπα
Οι πιθανοί διάδοχοι του Σόιμπλε και η Ελλάδα

Πολλά θα εξαρτηθούν και από την προσωπικότητα του νέου υπουργού Οικονομικών. Στη γερμανική πρωτεύουσα γινόταν τελευταία λόγος για δύο κυρίως ανώτατα στελέχη: τον εκπρόσωπο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ και τον γενικό γραμματέα της Τόμας Οπερμαν. Ο πρώτος είχε την ατυχία να κατηγορηθεί τελευταία για λογοκλοπή σε σχέση με τη διδακτορική του εργασία, κάτι που μειώνει σημαντικά τις μετοχές του. Ο κλήρος θα πέσει έτσι μάλλον στον κ. Οπερμαν. Για τον εκπρόσωπο της Γερμανίας στο προεδρείο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Γεργκ Ασμουσεν, που ανήκει επίσης στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και θεωρείται από πολλούς Ελληνες επικρατέστερος υποψήφιος για τη θέση, γίνεται ελάχιστη αναφορά στη Γερμανία. Ενας σοσιαλδημοκράτης υπουργός προτίθεται σίγουρα να κάνει σε σχέση με την Ελλάδα πολύ περισσότερα προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης από ό,τι ο κ. Σόιμπλε, βάζοντας παράλληλα κάποιο φρένο στην πολιτική της λιτότητας.
Ολα αυτά όμως είναι μουσική του μέλλοντος. Ως τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, περί τα Χριστούγεννα, θα ακούμε μάλλον τα ίδια παρατράγουδα. Αυτό σημαίνει: συνέχιση της συζήτησης για το αν η Αθήνα ιδιωτικοποιεί ή όχι την πολεμική βιομηχανία, αν θέτει στη διαθεσιμότητα επαρκή αριθμό υπαλλήλων, αν γίνονται νέες προσπάθειες για να μπει επιτέλους σε κίνηση το διαβόητο roll over (η μετακύλιση των ελληνικών ομολόγων που βρίσκονται στα χέρια των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών) και αν το πρωτογενές πλεόνασμα αποτελεί όντως τη βασικότερη προϋπόθεση (όπως τη χαρακτηρίζει ο εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών Μάρτιν Κοτχάους) για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού το διάστημα 2014-2015.
Μια εικόνα μιζέριας, δηλαδή, που δεν μπορεί να καλύψει, όπως στη Γερμανία, καμία «πολιτική» στημένων «εικόνων».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ