Όταν ήταν νέα η Λίντα Σιμ ήθελε να καταταγεί στο στρατό στης Σινγκαπούρης, αλλά στάθηκε αδύνατον λόγω ύψους. «Μετά σκέφτηκα ότι ίσως θα μπορούσα να γίνω αστυνομικός για να προστατεύω τους ανθρώπους», λέει, αλλά και πάλι δεν πληρούσε τις σωματικές προϋποθέσεις. Το 1971 άρχισε να ασχολείται με το τάεκ κβον ντο, ένα άθλημα που ικανοποιούσε την επιθυμία της να βοηθάει τους άλλους. «Σκεφτόμουν πώς αν είχα μαύρη ζώνη θα μπορούσα να εργαστώ ως σωματοφύλακας και να προστατεύω κάποιον», λέει.
Αν και το τάε κβον ντο την ενίσχυσε πνευματικά και ψυχικά, αδυνατούσε να βρει μια πρακτική εφαρμογή για την αγαπημένη της πολεμική τέχνη για περισσότερο από τρεις δεκαετίες. Αργότερα, η Σιμ ήρθε σε επαφή με Φραγκισκανούς μοναχούς (θρησκευτικό τάγμα μοναχών της καθολικής εκκλησίας) και παρά τη δυσαρέσκεια των γονιών της αποφάσισε να γίνει καλόγρια.
«Επειδή ήμουν μοναχοκόρη, η μαμά μου ταράχθηκε όταν τους είπα ότι θα αφιερώσω τη ζωή μου στο Θεό», αναφέρει. Οι γονείς της ήλπιζαν ότι θα παντρευόταν και θα τους χάριζε εγγόνια. Επιπλέον, καθώς τα κεντρικά του τάγματος βρίσκονταν στη Βρετανία, η Σιμ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Σινγκαπούρη, παρατείνοντας την απογοήτευση των γονιών της. «Πέρασα 17 χρόνια στην Αγγλία και άλλα τρία στην Αφρική, όπου διηύθυνα ένα νοσοκομείο στην Ζιμπάμπουε».
Κατά τη διάρκεια της απουσίας της αναπτύχθηκε σχέσεις συνεργασίας ανάμεσα στην Ομοσπονδία Τάε Κβον Ντο της Σιγκαπούρης και στο νοσοκομείο Mount Alvernia.
Η γενική γραμματέας της Ομοσπονδίας Μινγκ Γουόνγκ αναφέρει ότι ένας από τους εργαζόμενους του νοσοκομείου σκέφτηκε ότι ίσως μερικοί από τους ασθενείς –παιδιά που πάσχουν από καρκίνο – θα μπορούσαν να επωφεληθούν από το άθλημα. «Ήταν κλεισμένα μέσα, παίζοντας επιτραπέζια, και έτσι η οργάνωση αποφάσισε να τους παρέχει μαθήματα» λέει η Γουόνγκ.
Το 2004 η Σιμ επέστρεψε στη Σινγκαπούρη γιατί οι γιατροί διέγνωσαν ότι η μητέρα της πάσχει από τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Όταν έμαθε για τα μαθήματα τάε κβον ντο κατάλαβε ότι της παρουσιαζόταν μια ευκαιρία να ασχοληθεί και πάλι με το άθλημα που αγαπούσε αλλά είχε παραμελήσει για να γίνει καλόγρια.
Σήμερα κάνει μαθήματα σε εβδομαδιαία βάση σε μια ομάδα 20 ασθενών που πάσχουν από λευχαιμία ή έχουν όγκο στον εγκέφαλο. Οι περισσότεροι είναι παιδιά, αν και στην τάξη υπάρχουν και τρεις νεαροί ενήλικες που προπονούνται με την Σιμ εδώ και αρκετά χρόνια.
Ένας από τους μαθητές, ο Νγκ Γουέι Χάου, διαγνώστηκε με όγκο στον εγκέφαλο όταν ήταν 12 ετών και οι γιατροί του έδωσαν μόνο έξι μήνες ζωής. «Όταν τον συνάντησα πρώτη φορά, βρισκόταν σε αναπηρικό καροτσάκι. Όταν έγινε 23 περπατούσε με μπαστούνι, αλλά σήμερα περπατά χωρίς βοήθεια», λέει η Σιμ. Παρά το γεγονός ότι ο Γουέι Χάου έπασχε από μερική τύφλωση και κώφωση, με τη βοήθεια της κατάφερε να πάρει μαύρη ζώνη στο τάε κβον ντο.

«Αυτά τα παιδιά κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν παρά την αρρώστια τους», λέει η Γουόνγκ. «Επειδή θέλουν να ζήσουν τη ζωή τους στο έπακρο, να απολαύσουν όσο καιρό έχουν για να ζήσουν».
Το φιλανθρωπικό έργο της Ομοσπονδίας δεν περιορίζεται στα παιδιά του νοσοκομείου. Συνεργάζεται με ορφανοτροφεία και άλλες ομάδες με προβλήματα προσφέροντας δωρεάν μαθήματα τάε κβον ντο σε ανθρώπους που υπό άλλες συνθήκες δεν θα έρχονταν σε επαφή με το άθλημα.
Η θρησκεία παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή της Σιμ. Σε αντίθεση με τις άλλες αδελφές που για τη διδασκαλία τους ακολουθούν πιο παραδοσιακές τεχνικές, μέσω του τάε κβον ντο τής δίνεται η ευκαιρία να δείξει στην πράξη αυτά που πιστεύει. «Αυτό το άθλημα με γεμίζει ικανοποίηση και γαλήνη», εξηγεί.