Το νέο ηλεκτρονικό σύστημα παρακολούθησης συνόρων Eurosur, που ενέκρινε πρόσφατα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και αρχικά θα λειτουργήσει για τις χώρες της ΕΕ με εξωτερικά σύνορα, αποτελεί ένα μέσο ενίσχυσης της Frontex. Πρόκειται για ένα δίκτυο διαρκούς επιτήρησης των ευρωπαϊκών συνόρων μέσω δορυφόρων και μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Αξιωματούχοι της ΕΕ υποστηρίζουν ότι τραγωδίες σαν αυτή της Λαμπεντούζα θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί με το εν λόγω σύστημα. Ωστόσο ειδικοί σε θέματα μετανάστευσης υποστηρίζουν ότι όσο πιο δύσκολη καθίσταται η πρόσβαση των μεταναστών στην Ευρώπη τόσο περισσότερα θύματα θα θρηνούμε στα νερά της Μεσογείου. Συνομιλήσαμε με τρεις από αυτούς.

«Πρέπει να σκεφτούμε: τι είδους πρόβλημα είναι αυτό; Δεν είναι πρόβλημα ασφάλειας, είναι ανθρωπιστικό πρόβλημα»
μας λέει o Αντριου Γκέντες, καθηγητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου του Σέφιλντ στη Βρετανία. «Οι προσπάθειες να προστατευθούν οι ζωές και τα δικαιώματα των μεταναστών είναι ο σωστός τρόπος αντιμετώπισης. Είναι ανθρωπιστικό πρόβλημα και πρέπει να αντιμετωπιστεί ως τέτοιο» προσθέτει. Σύμφωνα με τον ίδιο, δεν είναι τόσο το σύστημα χορήγησης ασύλου της ΕΕ που πρέπει να αλλάξει, όσο οι πολιτικές εισόδου στην Ευρώπη. Η Frontex ενισχύεται με περισσότερους πόρους και μέσα, και αυτό συνιστά ως έναν βαθμό μέρος της λύσης στο πρόβλημα της παράνομης μετανάστευσης, αλλά δεν αντιμετωπίζει τους λόγους που την προκαλούν.
Θα συνεχίσει να υπάρχει ανισότητα


«Αυτοί θα παραμείνουν οι ίδιοι. Θα συνεχίσει να υπάρχει η ανισότητα, θα συνεχίσουν να υπάρχουν οι συγκρούσεις και οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να προσπαθούν να μεταναστεύσουν στην Ευρώπη. Και η Ευρώπη πρέπει να αναλογιστεί πώς θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Και αυτό σημαίνει πρόσβαση στην Ευρώπη με ασφαλείς τρόπους» μας εξηγεί ο Γκέντες.
Ο δρ Νάντο Σιγκόνα, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ και συνεργάτης στο Κέντρο Προσφυγικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, μας λέει ότι «οι λιγότερο πλούσιες χώρες κάνουν πολύ περισσότερα από τα κράτη-μέλη της ΕΕ ώστε να προσφέρουν καταφύγιο και προστασία στους πρόσφυγες που προσπαθούν να ξεφύγουν από τις διώξεις σε κράτη όπως η Συρία τώρα ή πιο πριν η Λιβύη. Αυτό που κάνει η ΕΕ είναι να αποθηκεύει ανθρώπους όσο πιο μακριά από τις ακτές της γίνεται. Το να κάνεις αίτηση στο σύστημα χορήγησης ασύλου της ΕΕ είναι πολύ δύσκολο και συχνά ο μόνος τρόπος για να κάνεις την αίτηση είναι να ταξιδέψεις «παράνομα»».
Και προσθέτει: «Πρέπει να κατανοήσουμε ότι οι πρόσφυγες είναι άνθρωποι. Προστασία δεν σημαίνει μόνο να τους κρατάμε ζωντανούς, να τους παρκάρουμε σε έναν προσφυγικό καταυλισμό κάπου απομακρυσμένα. Προστασία σημαίνει να δίνουμε σε αυτούς τους ανθρώπους την ευκαιρία να ξαναχτίσουν τη ζωή τους, να δημιουργήσουν μια νέα ζωή για τους ίδιους».
Προορισμός η Βόρεια Ευρώπη


Συνθήκες όπως το Δουβλίνο ΙΙ, όχι μόνο δεν βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση αλλά ευνοούν μόνο ορισμένα κράτη-μέλη της ΕΕ και σίγουρα όχι τις χώρες υποδοχής, όπως είναι η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία. «Οι περισσότεροι αιτούντες άσυλο θέλουν να πάνε στη Βόρεια Ευρώπη και ένα ζήτημα είναι η ικανότητα των νοτιοευρωπαϊκών χωρών να αντιμετωπίζουν καταστάσεις όπως αυτή που είδαμε στη Λαμπεντούζα. Το βασικό ζήτημα είναι ότι η συνθήκη του Δουβλίνου δεν προωθεί την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών, τα κράτη-μέλη δεν μοιράζονται την ευθύνη. Αλλά βλέπεις τις συνθήκες στην Ιταλία, στη Λαμπεντούζα, με τους ανθρώπους να κοιμούνται έξω… Είναι πραγματικά σοκαριστικό που συμβαίνουν τέτοια πράγματα. Αυτό δεν αφορά το Δουβλίνο, αυτό αφορά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια» μας λέει ο Γκέντες.
Για τον ίδιο, αυτό που λείπει από την Ευρώπη είναι η πολιτική βούληση για να αντιμετωπισθούν τέτοιες καταστάσεις. «Ολη αυτή η ασφάλεια καθιστά πιο δύσκολη την είσοδο στην Ευρώπη αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα σταματήσουν να προσπαθούν να μεταναστεύσουν στην Ευρώπη. Απλά το κάνει όλο και πιο επικίνδυνο. Ετσι, οι αξιωματούχοι μιλούν για τραγωδίες, πηγαίνουν στις κηδείες, βλέπουν τα φέρετρα των παιδιών και λένε πόσο τρομερό είναι αυτό που συνέβη αλλά αυτή η κατάσταση συνεχίζει για πολλά χρόνια. Η Λαμπεντούζα είναι μόνο ένα περιστατικό. Χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν στην προσπάθειά τους να περάσουν στην Ευρώπη. Ισως αυτό να ήταν το καμπανάκι αλλά θα δούμε» λέει.
«Είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης»


«Κάτι πρέπει να γίνει για να σταματήσει αυτό, αλλά είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης. Απαιτούνται αρκετά πράγματα, πρέπει να υπάρξει συνεργασία με τις κυβερνήσεις της Αφρικής. Πρέπει να υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες υποδοχής των μεταναστών, πρέπει να δημιουργηθούν νέες οδοί για τους μετανάστες. Είναι πολλά που πρέπει να διευθετηθούν. Δεν λέω να ανοίξουν τις πόρτες διάπλατα, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, αλλά μπορούν να αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά αυτή την κατάσταση. Εχουν τους πόρους να το κάνουν αυτό, αν αναλογιστούμε τις δαπάνες για την εξωτερική πολιτική, την άμυνα και τις στρατιωτικές επεμβάσεις, νομίζω ότι υπάρχουν οι πόροι για να προστατεύσουν αυτά τα παιδιά από το να πνίγονται. Είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν την ταμπέλα του μετανάστη και κυρίως του παράνομου μετανάστη και δεν αντιμετωπίζονται σαν άνδρες, γυναίκες και παιδιά» προσθέτει.
Είναι η πολιτική της ΕΕ προς τους μετανάστες ξενοφοβική; ρωτάμε. «Η εναρμόνιση της πολιτικής χορήγησης ασύλου της ΕΕ έχει συναντήσει πολλές αντιδράσεις τα τελευταία 20 χρόνια. Τα κράτη-μέλη δείχνουν να συμφωνούν μόνο σε μέτρα που περιορίζουν τα δικαιώματα όσων αιτούνται άσυλο» λέει ο δρ Σιγκόνα.

«Αλλά το αντι-μεταναστευτικό και αντι-ισλαμικό αίσθημα στην Ευρώπη είναι μεγάλο και τροφοδοτείται από πολιτικούς που προσπαθούν να κερδίσουν πολιτικό κεφάλαιο από τον φόβο του Αλλου και από τον ανταγωνισμό για την περιορισμένη κοινωνική πρόνοια. Η διοχέτευση των κοινωνικών φόβων προς τον Αλλον είναι γνωστή τακτική σε περίοδο κρίσης. Κάτω από αυτές τις πιέσεις ακόμη και οι πιο προοδευτικοί πολιτικοί δυσκολεύονται να βρουν αντεπιχειρήματα για να δημιουργήσουν νέες μορφές αλληλεγγύης ανάμεσα στα εθνικά και εθνικιστικά σύνορα»
καταλήγει.

Δημοσιεύτηκε στο HeliosPlus στις 15 Οκτωβρίου 2013

HeliosPlus