Φωτογραφίες: Λευτέρης Σιαράπης / Studio ΔΟΛ

Οι περισσότεροι εξαντλούν και την τελευταία σπιθαμή. Δεν υπάρχουν πολλοί Ελληνες που επιλέγουν να χτίσουν 400 τετραγωνικά μέτρα λιγότερα από αυτά που δικαιούνται. Η Ρεβέκκα Καμχή, όμως, δεν θα μπορούσε παρά να ταυτιστεί με την εξαίρεση. Στο Μεταξουργείο, στην οδό Λεωνίδου 9, ακριβώς πίσω από το νεοκλασικό κτίριο που φιλοξενεί την γκαλερί και το μικρό κατάστημα με τα χρήσιμα αντικείμενα και τα καλλιτεχνικά κοσμήματα –μεταφέρθηκε εδώ το 2008 από τη Σοφοκλέους –κρύβεται ένα σπίτι με παραμυθένιο κήπο. Τον κήπο με τα γιασεμιά, τα δύο στρογγυλά τραπέζια και το καθιστικό που αποτελεί την προσωπική χλιδή της γνωστής γκαλερίστα.

Στο εσωτερικό του σπιτιού της, έπιπλα που της έχουν δώσει φίλοι της ή έχει βρει στον δρόμο συγκατοικούν αρμονικά με τη σύγχρονη τέχνη και την υψηλή αισθητική των έργων της Ντιάννας Μαγκανιά, του Φίλιπ Τάαφφ και του Μίλτου Μανέτα, αναδεικνύοντας έναν χώρο που απογειώνει τις αντιθέσεις. Οπως ακριβώς κάνει και η ίδια.
Το μπαλκόνι της κρεβατοκάμαράς της είναι πολύ μεγαλύτερο από το δωμάτιο. Δυσκολεύεται να καταλάβει τους ανθρώπους που, ενώ μπορούν, επιλέγουν να μην έχουν πράσινο στο σπίτι τους, να ζουν χωρίς φυτά, κήπο, χώμα, αυλή. Το Μεταξουργείο, βέβαια, δεν ήταν απαραίτητα η πρώτη επιλογή της, αλλά πάντα προτιμούσε το κέντρο της πόλης και επιμένει ότι «μια περιοχή μπορεί να αναβαθμιστεί, ενώ ένα διαμέρισμα δεν μπορεί να ξεχειλώσει, ώστε να χωρά και αυλή». Ετσι, η ίδια επέλεξε να συστεγάσει δουλειά και προσωπική ζωή, αφού γλιτώνει πολύτιμο χρόνο και βρίσκεται συνέχεια στο πλευρό της κόρης της, η οποία μεγαλώνει περιτριγυρισμένη από εκθέσεις σε ένα περιβάλλον πλημμυρισμένο από τέχνη.
Η δική της αλήθεια

Η Ρεβέκκα Καμχή δεν σηκώνει τη σημαία της αυθεντικότητας. Δεν κάνει κάτι «επειδή αυτό είναι cool». Μπορεί να αγαπά την ανακύκλωση και να την υιοθετεί και ως στάση ζωής, ωστόσο τα κομμάτια που παίρνει από τον δρόμο –και έχει τύχει πάρα πολλές φορές να το κάνει –δεν τα μαζεύει από άποψη. Αντιθέτως, πιστεύει ότι κάνει κάτι που απλώς την αντιπροσωπεύει. Δεν θα είναι δηθενιά, αλλά η αλήθεια της. Παραδέχεται, βέβαια, ότι αν η ίδια ήταν δισεκατομμυριούχος, μπορεί να «λύγιζε» και να πήγαινε στα πιο ωραία μαγαζιά του κόσμου και να αγόραζε τα πιο όμορφα πράγματα. Ακόμη και τότε, όμως, αν έβλεπε μια ιδιαίτερη πολυθρόνα πεταμένη, θα την ξεχώριζε. «Αν η διακόσμηση του σπιτιού σου συνάδει με την προσωπικότητά σου, τότε το αποτέλεσμα θα είναι τίμιο και ωραίο».
Στο εσωτερικό του σπιτιού την παράσταση κλέβουν οι φεγγίτες, που επιτρέπουν στο άπλετο φυσικό φως να χρωματίσει με τον δικό του τρόπο τα αγαπημένα της αντικείμενα στα οποία φυσικά δεν συγκαταλέγεται η τηλεόραση.

«Αυτό μπορεί να γραφτεί με κεφαλαία» σχολιάζει. Αντιθέτως, η αδυναμία της στα βιβλία φαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο τα στοιβάζει με προσοχή, δίνοντας τον απαραίτητο χώρο στον Μοράβια και στον Τολστόι να βάλουν τη δική τους πινελιά στις πιο ιδιαίτερες γωνιές. Η λαϊκή τέχνη, τα υφαντά και τα κεντήματα επίσης κερδίζουν τη δική τους θέση στον χώρο της, αν και εκείνη γνωρίζει καλά ότι έρχονται σε αντίθεση με τη σύγχρονη αρχιτεκτονική του κτιρίου. Οι ευφάνταστες ιδέες, δικές της ή από φίλους αρχιτέκτονες, έκαναν ακόμη πιο οικεία και ξεχωριστή την ατμόσφαιρα. Το κοντραπλακέ θαλάσσης που ντύνει δάπεδα, σκάλα και κουζίνα και το παραδοσιακό τζάκι για μαγείρεμα ήταν δύο από αυτές.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ