Θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες διακρίσεις στην αρχιτεκτονική. Το βραβείο Mies van der Rohe απονέμεται κάθε δύο χρόνια σε ευρωπαίο αρχιτέκτονα για μια υλοποιημένη μελέτη του. Εφέτος είχε έντονο ελληνικό άρωμα. Η κατοικία στο Συκάμινο Αττικής των Τηλέμαχου Ανδριανόπουλου και Κώστα Μαύρου ήταν η ελληνική συμμετοχή, η οποία έγινε «shortlisted», συμπεριελήφθηκε δηλαδή στις 34 επικρατέστερες για το περίφημο βραβείο. Διάκριση που τελευταία φορά είχε έρθει στην Ελλάδα το 2001 για την κατοικία στο Παλαιό Ψυχικό της Ζωής Σαμούρκα και για «τις πύλες της HELEXPO στη Θεσσαλονίκη» των Σκουβάκλη, Τσιγαρίδα, Καλογήρου. Για την ιστορία, στην ίδια θέση έχουν βρεθεί το γραφείο Diacomidis & Haritos για μια κατοικία στο Μαρούσι το 1996 και ο Παντελής Νικολακόπουλος με ένα σπίτι στα Κιούρκα. Ο πρώτος που κατόρθωσε να βρεθεί τόσο ψηλά ήταν ο Νίκος Βαλσαμάκης το 1992. Δύο δεκαετίες μετά την πρώτη αυτή διάκριση, ο Τηλέμαχος Ανδριανόπουλος μιλάει στο BHmagazino για τις εγχώριες αρχιτεκτονικές προκλήσεις τού σήμερα.

Τελικά η αρχιτεκτονική είναι διεθνής; Το σπίτι στο Συκάμινο θα μπορούσε να βρίσκεται, για παράδειγμα, στην εξοχή της Ολλανδίας; «Το σπίτι στο Συκάμινο δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στη συγκεκριμένη πλαγιά στο Συκάμινο. Ούτε καν κάπου αλλού στο Συκάμινο ή στην Ελλάδα, πόσω μάλλον στην επίπεδη ολλανδική εξοχή. Η κατοικία αυτή έχει γεννηθεί από τον χώρο στον οποίο βρίσκεται. Είναι οι περιορισμοί του, οι οπτικές φυγές του, ο προσανατολισμός του, η συγκεκριμένη κλίση του που της έδωσαν μορφή. Οχι εμείς, όχι οι αρχιτέκτονες. Δεν νιώθω ότι σχεδιάσαμε το σπίτι, αλλά ότι το βοηθήσαμε να γεννηθεί. Ο τόπος του το γέννησε».

Πόσο σημαντικό αλλά και πόσο εφικτό είναι να χτίζονται «πράσινα» κτίρια μέσα στο τοπίο της κρίσης; «Από την ερώτησή σας καταλαβαίνω ότι περιλαμβάνετε και το σπίτι στο Συκάμινο σε αυτά τα κτίρια. Κατ’ αρχάς, τι σημαίνει “πράσινο κτίριο”; Ο όρος είναι της μόδας και τα πρώτα ελληνικά δημοσιεύματα στο Διαδίκτυο σχετικά με το Συκάμινο – τα οποία έγιναν εν αγνοία μας – το βάπτισαν “οικολογικό σπίτι στην Αττική που κάνει θραύση στα ξένα μέσα”. Και είναι σίγουρο ότι δεν είχαμε καμία πρόθεση το σπίτι να είναι απλώς οικολογικό. Δεν ξέρω ακριβώς τι σημαίνει αυτό, όπως δεν ξέρω και τι σημαίνει πράσινο. Προσπαθώ να μάθω τι σημαίνει αρχιτεκτονική και η αρχιτεκτονική δεν ήταν ποτέ αδιάφορη προς το περιβάλλον, παρά μόνο τον προηγούμενο αιώνα. Το χωμάτινο δώμα είναι ένας πανάρχαιος τρόπος μόνωσης: ό,τι έχει γίνει όμως προς αυτή την κατεύθυνση σε ετούτη την κατοικία ενισχύει τον βιωμένο χώρο και τη συγχώνευσή του με το τοπίο. Ο στόχος της εξοικονόμησης ενέργειας είναι μάλλον πολύ “λίγος” για να γίνει αυτοσκοπός. Εφικτός, αναγκαίος ίσως στο τοπίο της κρίσης, αλλά όχι αρκετός».
Κατά πόσο το εγχώριο αρχιτεκτονικό αλαλούμ διευκολύνει το έργο ενός νέου αρχιτέκτονα, απελευθερώνοντάς τον από την ανάγκη να προσεγγίσει την αρχιτεκτονική του μέσα από έναν κριτικό τοπικισμό; «Οι διευκολύνσεις είναι ανιαρές. Είναι παγίδα να πιστεύει κανείς ότι είναι ελεύθερος επειδή δεν έχει περιορισμούς. Το αλαλούμ είναι δυσκολία και όχι διευκόλυνση, με την έννοια ότι όταν βρίσκεσαι μέσα του μπορεί και να σε ενοχλεί. Και αν σε ενοχλεί, δεν θέλεις με τίποτα να το επεκτείνεις, και αυτό απαιτεί επιπλέον προσπάθεια. Το αλαλούμ σημαίνει ότι ο καθένας χτίζει ή σχεδιάζει θεωρώντας ότι δεν έχει ή ότι δεν πρέπει να έχει κανέναν περιορισμό, ότι δεν υφίσταται καμία δέσμευση. Με την προσθήκη καθετί νέου στο υπάρχον, με την αναδημιουργία του χώρου, οι περιορισμοί είναι πάρα πολλοί. Από πού σκάει ο ήλιος το πρωί είναι εξίσου σημαντικό όσο και το πνεύμα του τόπου, το οποίο παρά το αλαλούμ μάλλον επιβιώνει. Αναγκάζεται λοιπόν κανείς να είναι κριτικός, έστω και αν δεν τον απασχολεί θεωρητικά ο τοπικισμός».
Ποιο είναι το μεγαλύτερο στοίχημα για τους αρχιτέκτονες της γενιάς σας; «Να γίνουμε όντως γενιά. Οπως ο Καραντινός, ο Δεσποτόπουλος, ο Μητσάκης, ο Παναγιωτάκος, οι αρχιτέκτονες που έδωσαν τα κτίρια του ’30. Εξέφρασαν τότε ένα παγκόσμιο πνεύμα, τον μοντερνισμό, εξέφρασαν μιαν αναπάντεχη μετατόπιση από το ιδιωτικό στο συλλογικό. Αυτό το συλλογικό είναι το στοίχημα».
Ποιο αρχιτεκτονικό στοιχείο των σπιτιών στην Ελλάδα συμπυκνώνει περισσότερο την πρόσφατη Ιστορία της χώρας; «Τα ατίθασα νεοελληνικά μπαλκόνια. Με ό,τι τα συνοδεύει: τέντες, κλιματιστικά, απλωμένα ρούχα, κάγκελα, φοριαμοί και μοναχικά περιστέρια. Αιωρούνται πλέον φθαρμένα, τρυφερά, ημιάχρηστα. Είναι η υλική απόδειξη του μαζικού, μεσογειακού μας εκμοντερνισμού».
Ποια κτίρια θα υποδεικνύατε σε έναν ξένο που θα ήθελε να περιηγηθεί στην Αθήνα προκειμένου να πάρει μια ιδέα για την αρχιτεκτονική της παράδοση, αλλά και τις νέες τάσεις; «Ο Παρθενώνας εμπεριέχει και την παράδοση και τις νέες τάσεις. Για να μην κουράζεται και ο ξένος, προτείνω να περάσει όλες τις ημέρες του επάνω στην Ακρόπολη: από εκεί θα μπορεί να εντρυφήσει και στην αξεπέραστη ένταση των δωρικών κιόνων, αλλά και στο μοναδικό ελληνικό αστικό τοπίο. Στην επεκτατική του βουλιμία. Αυτή είναι η διαρκής, νέα τάση».
Το αρχιτεκτονικό παράδειγμα ποιας πόλης θα έπρεπε να ακολουθήσει η Αθήνα προκειμένου να γίνει μια πόλη βιώσιμη; «“Ανδρες γαρ πόλις” έλεγαν οι αρχαίοι, και είμαστε μάλλον υποχρεωμένοι να συμφωνήσουμε. Η πόλις ήταν οι Αθηναίοι, οι Κορίνθιοι, οι Μεγαρείς. Οχι τα κτίρια, ούτε καν τα πλέον λαμπρά από αυτά. Ηταν οι γιορτές τους, το θέατρό τους, οι αγώνες τους, η άμεση δημοκρατία τους. Βιώσιμος είναι, υποτίθεται, εκείνος που έχει πιθανότητες να επιβιώσει, να διαρκέσει, να ζήσει. Δεν ρωτάμε, όμως, για την ποιοτική φύση αυτής της διάρκειας. Τι σημασία έχει η διάρκεια αν της λείπει η ένταση; Οι Αθηναίοι σήμερα φυτοζωούν, η πόλη μας είναι αδρανής, δυσκίνητη. Το κέλυφος, η αρχιτεκτονική της, είναι το λιγότερο. Δεν νομίζω ότι μπορούμε να θεωρούμε πως θα ξεκινήσουμε από αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις προκειμένου να πετύχουμε αναγέννηση. Προφανώς δεν θα αρνηθώ τον ενισχυτικό τους ρόλο και μάλιστα με το δεδομένο ότι οι λιγοστές αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις που έχουν αποτολμηθεί στον ελληνικό δημόσιο χώρο έτυχαν κακής εφαρμογής ή κάκιστης χρήσης. Ενας “πολεοειδής σχηματισμός”, όπως έλεγε ο Δεσποτόπουλος, δεν είναι πόλη. Δεν νομίζω ότι γνωρίζω κάποια παραδειγματική πόλη σήμερα. Η Αθήνα δεν μπορεί παρά να ξαναβρεί μόνη της την ταυτότητά της».
Από όλα τα έργα που πρόκειται να παραδοθούν στην Αθήνα τα επόμενα δύο χρόνια (Εθνική Πινακοθήκη, κτίριο Φιξ, Φαληρικό Δέλτα κτλ.) ποιο θεωρείτε το περισσότερο επιτυχημένο και ποιο όχι; «Αναφέρεστε αρχικά σε δύο σπουδαία κτίρια τα οποία υφίστανται μετατροπές. Και η λέξη μετατροπή είναι μάλλον κομψή για να περιγράψει τη θηριωδία που έχει ήδη υποστεί το δεύτερο, το εργοστάσιο Φιξ του πρωτοπόρου Τάκη Ζενέτου. Αυτό το αριστούργημα είναι πλέον ακρωτηριασμένο. Ο,τι και να προτείνει η νέα μελέτη, φοβάμαι ότι το κακό δεν επανορθώνεται. Κόψαμε το κτίριο στη μέση, δηλαδή το γελοιοποιήσαμε. Αντιλαμβάνομαι επίσης την ανάγκη εκσυγχρονισμού του κτιρίου της Εθνικής Πινακοθήκης, αλλά με δεδομένη την αρχιτεκτονική του αξία, θα προτιμούσα ο εκσυγχρονισμός να είχε ανατεθεί στον αρχιτέκτονα που γέννησε αυτή την αξία. Οσον αφορά την όντως πολλά υποσχόμενη, ενδιαφέρουσα πρόταση του Ρέντσο Πιάνο, είναι φρόνιμο να περιμένουμε».
Την απόφαση να γίνετε αρχιτέκτονας πώς την πήρατε; «Δεν ήταν ακαριαία ή απολύτως συνειδητή απόφαση. Διάφορα πράγματα οδηγούν συνήθως κάπου. Θυμάμαι ότι στον δρόμο προς το σχολείο έπαιρνα πάντοτε την Μπενάκη. Οταν περνούσα πλάι από την πολυκατοικία του ζεύγους Αντωνακάκη, έλεγα: “Για δες, γίνεται να παίρνεις μια σκάλα για να ανέβεις στο διαμέρισμά σου και να σε φυσάει ο αέρας;”. Η κυκλική αυτή σκάλα είναι ημιυπαίθρια, κατάλαβα ξαφνικά ότι μπορεί ένα κτίριο να είναι και αλλιώς. Εμενα επί 20 χρόνια σε μια πιο κλειστή, αλλά άνετη, ανεπιτήδευτη πολυκατοικία επί της Αλεξάνδρας, κοντά στον λόφο του Στρέφη. Κάποια στιγμή ο πατέρας μου, χαζεύοντας τον κατάλογο των έργων του Βαλσαμάκη που είχα πάρει στο πρώτο έτος της σχολής, μου λέει: “Τηλέμαχε, έχει σχεδιάσει και την πολυκατοικία μας”. Δεν το ήξερα, είχε ίσως παίξει και αυτή η πολυκατοικία τον ρόλο της. Η αλήθεια είναι ότι μια περίοδο σκεφτόμουν έντονα να γίνω πιλότος. Ομως είχα μυωπία. Ημουν ανάμεσα στα αεροπλάνα και στην αρχιτεκτονική. Και αν είχα άριστη όραση; Ηταν τυχαίο ότι είχα μυωπία; Ηταν τυχαίο ότι έμενα σε έργο του Βαλσαμάκη; Οτι ο εφηβικός μου δρόμος περνούσε από την πολυκατοικία των Αντωνακάκη; Ηταν και δεν ήταν».
Η παιδεία του αρχιτέκτονα θα έπρεπε να συνδυάζει τη γνώση πολλών τεχνών. Ποια από όλες είναι αναπόσπαστο κομμάτι της δημιουργικής προσέγγισης; «Είναι ίσως δελεαστική ή και ενθαρρυντική η ερωτοτροπία της αρχιτεκτονικής με τις άλλες τέχνες και οι συσχετισμοί με αυτές έχουν όντως βάση. Η αρχιτεκτονική, όμως, είναι η υλική διαχείριση του χώρου και ακριβώς επειδή η ύλη, και κατ’ επέκταση η βαρύτητα, μπαίνει στο παιχνίδι, δεν είναι μια άλλη από τις καλές τέχνες που είναι αναπόσπαστο κομμάτι της, αλλά μια επιστήμη: η μηχανική. Αρχιτεκτονική και μηχανική συνεργούν στoν δημιουργικό μετασχηματισμό της ύλης. Αλλά ίσως μιλάω πολύ προσωπικά, θα υπάρχουν κι άλλες εκδοχές. Ο Γκοντάρ έχει γράψει με τον προκλητικό τρόπο του ότι ο Αλέν Ρενέ είναι γλύπτης, ο Ζαν Ρενουάρ ζωγράφος και ο ίδιος συγγραφέας. Ενώ, φυσικά, και οι τρεις είναι σκηνοθέτες. Είναι μια ωραία σκέψη, η οποία θέλει να πει κάτι και για τους τρεις. Οταν κάποιος κάνει αυτό που δεν μπορεί παρά να κάνει, δεν έχουν και πολύ σημασία οι ορισμοί. Τα όρια μπαίνουν για να ξεπερνιούνται».