TO BHMA – The Project Syndicate

Το χημικό οπλοστάσιο της Συρίας έχει βρεθεί, δικαίως, στο επίκεντρο της διεθνούς προσοχής. Οι επιθέσεις με χημικά εναντίον αμάχων ώθησαν την Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες να βάλουν στην άκρη τις διπλωματικές εντάσεις και να επινοήσουν ένα σχέδιο για την εξάλειψη των αποθεμάτων του καθεστώτος της Συρίας. Και ο Οργανισμός για την Απαγόρευση των Χημικών Οπλων (OPCW), ο οποίος έχει επιφορτιστεί με την εφαρμογή του σχεδίου Ρωσίας-ΗΠΑ, μόλις τιμήθηκε με το βραβεία Νομπέλ Ειρήνης.

Προφανώς, οι κίνδυνοι από τέτοια όπλα δεν σταματούν στην Συρία. Εκτός από την δυνατότητα κυβερνήσεων να εξαπολύουν χημικές επιθέσεις εναντίον του ίδιου του λαού τους, υπάρχει ο κίνδυνος της χρήσης τοξικών παραγόντων από τρομοκράτες, όπως έκαναν στο Ιράκ το 2007. Πράγματι, τόσο για τους κρατικούς όσο και για τους μη κρατικούς παίκτες, η δημιουργία, η απόκτηση και η χρήση χημικών όπλων μαζικής καταστροφής είναι πολύ εύκολη, εν μέρει λόγω της ευρείας διαθεσιμότητας των συστατικών τους.

Πολλές χώρες έχουν βιομηχανίες σε θέση να κατασκευάζουν μεγάλες ποσότητες τέτοιων χημικών, και τρομοκράτες έχουν αποδείξει ότι μπορούν, επίσης, να έχουν τα μέσα για να παράγουν και να χρησιμοποιούν επικίνδυνες χημικές ουσίες.

Ενώ η απειλή από τα χημικά όπλα σαφώς δεν έχει εξαλειφθεί, ο OPCW έχει κάνει τεράστια άλματα για να την μειώσει, ιδίως μέσω της Σύμβασης για τα Χημικά Οπλα (CWC), η οποία απαγορεύει την ανάπτυξη, την παραγωγή, την απόκτηση, την αποθήκευση, την μεταφορά και την χρήση χημικών όπλων. Από ορισμένες απόψεις , η CWC είναι μία από τις πιο επιτυχημένες συμφωνίες για την μη διάδοση όπλων στην ιστορία.

Εχοντας επικυρωθεί από όλες, εκτός από μια χούφτα, χώρες, η CWC έχει τηρήσει την δέσμευση για συναινετική διαδικασία λήψης αποφάσεων, ακόμη και για την αντιμετώπιση επίμαχων ζητημάτων, και έχει καταφέρει να επεκτείνει τα εκπαιδευτικά και επιμορφωτικά προγράμματά της, παρά τις περικοπές στον προϋπολογισμό της.

Από την στιγμή που τέθηκε σε ισχύ το 1997, η CWC έχει διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην πρόληψη χημικού πολέμου σε συγκρούσεις μεταξύ κρατών. Μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια θα επιτύχει τον πρωταρχικό στόχο της, που είναι η εξάλειψη των τεράστιων αποθεμάτων χημικών όπλων που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα.

Αλλά η CWC αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα, όπως η ελλιπής εθνική εφαρμογή των όρων της και η επανειλημμένη αποτυχία ορισμένων κρατών-μελών να τηρήσουν τις προθεσμίες για την καταστροφή των χημικών όπλων.

Υπάρχουν επίσης αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα του καθεστώτος επιθεωρήσεων της CWC, ιδίως για την ικανότητά της να διαχειρίζεται μια παγκόσμια βιομηχανία που μεταμορφώνεται από επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα.

Η ανάγκη για πιο αποτελεσματική άμυνα απέναντι σε επιθέσεις με χημικές ουσίες είναι αδιαμφισβήτητη. Οι προσπάθειες του OPCW για την ενίσχυση αυτών των δυνατοτήτων επικεντρώνονταν μέχρι τώρα στην προστασία των δυνάμεων ασφαλείας από μεγάλης κλίμακας χημικές επιθέσεις που θα εξαπολύονταν από κυβερνήσεις.

Σήμερα, όμως, η αυξανόμενη απειλή από τρομοκρατικές ομάδες που θα μπορούσαν να κάνουν τέτοιες επιθέσεις απαιτεί να επικεντρωθεί η εκπαίδευση και οι συναφείς δραστηριότητες στην ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων.
Ο OPCW αντιμετωπίζει και εσωτερικές προκλήσεις, που απορρέουν από έναν όλο και πιο περιορισμένο προϋπολογισμό και σημαντικές μειώσεις προσωπικού.

Δεδομένου ότι η παγκόσμια οικονομία δεν έχει ακόμη ανακάμψει πλήρως από τις πρόσφατες κρίσεις, οι περικοπές ίσως ήταν αναπόφευκτες. Αλλά απειλούν να στερήσουν τον κόσμο από μερικούς από τους πιο έμπειρους ειδικούς στα χημικά όπλα, σε μια εποχή αυξημένου κινδύνου για την χρήση τους.

Η απόφαση της επιτροπής των Νομπέλ να τιμήσει τον κρίσιμο ρόλο του OPCW στην προώθηση της παγκόσμιας ειρήνης θα πρέπει να υποχρεώσει τους ηγέτες διεθνώς να αυξήσουν την υποστήριξή τους προς τον Οργανισμό και την CWC. Οι πιθανές επιπτώσεις της αδράνειας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο εμφανείς – ή πιο τρομακτικές.

* Ο κ.Ρίτσαρντ Γουέιτς είναι διευθυντής του Κέντρου Πολιτικής-Στρατιωτικής Ανάλυσης στο Hudson Institute.