Ζούµε πλέον σχεδόν µια πενταετία σε καθεστώς κρίσης, λιτότητας, µνηµονίου ή όπως αλλιώς χαρακτηρίζουµε τις µέρες που διανύουµε. Οσοι έχουµε την πολυτέλεια να κοιτάξουµε µε καθαρό µυαλό όλη τη διαδροµή, διαπιστώνουµε ότι η κρίση µάς αφήνει και µια ωραία κληρονοµιά. Ισως αυτό αφορά πολύ περισσότερο την επόµενη γενιά και όχι τόσο εµάς που, αντιµετωπίζοντας το σκληρό πρόσωπο του υπουργείου Oικονοµικών, δυσκολευόµαστε (δικαιολογηµένα) να δούµε πως νοµοτελειακά αλλάζουµε προς το καλύτερο. Ετσι, ένα από τα πράγµατα που έχουν εισχωρήσει στην καθηµερινότητά µας είναι και η έννοια της σωστής σχέσης ποιότητας – τιµής.
Οι ζηµιάρηδες µε τις µπουκάλες
Ντρέποµαι που το παραδέχοµαι, αλλά έχοντας δουλέψει στον τοµέα των πωλήσεων, οφείλω να οµολογήσω ότι η σχέση ποιότητας – τιµής δεν υπήρχε καν στο λεξιλόγιο της καταναλωτικής µας συµπεριφοράς. Τουναντίον, υπήρχε όρος σχετικός µε την κατανάλωση προϊόντων υψηλής τιµής, ειδικά σε χώρους εστίασης, η λεγόµενη «ζηµιά». Ηταν λες και το µέγεθος της «ζηµιάς» καθόριζε το ειδικό βάρος του εν λόγω καλοζωιστή. Παρενθετικά και επειδή µε το φαγητό οι τιµές είναι λίγο-πολύ συγκεκριµένες, η Barbie της ιστορίας µας ήταν ο κατάλογος των κρασιών. Εκεί που, µοιραία, το πεδίο τιµής ξεκινούσε από τα 20 ευρώ και κατέληγε σε φιάλες χιλιάδων ευρώ. Το αστείο ήταν πως την επόµενη ηµέρα οι «ζηµιάρηδες» συναγωνίζονταν µεταξύ τους τηλεφωνικά για το ποιος ελάφρυνε περισσότερο τον τραπεζικό λογαριασµό του. Βέβαια, δεν είχαµε µόνο ως καταναλωτές λάθος νοοτροπία. Ο παραγωγικός τοµέας προµήθευε και τους εστιάτορες µε πραγµατικά υπέροχα κρασιά, που όµως έφταναν στο ράφι της κάβας µεταξύ 15 και 20 ευρώ στην καλύτερη των περιπτώσεων. Κάποιοι, πιο τολµηροί, έβγαζαν στην αγορά τα λεγόµενα «µεγάλα ελληνικά κρασιά» µε τιµές που ξεπερνούσαν τα 50 ευρώ.
Ο φθηνός είναι αλλιώς
Και ξαφνικά, το σκηνικό άλλαξε δραµατικά: πλέον η Barbie φοράει τον χιτώνα της φτήνιας, αλλά είναι το ίδιο δηµοφιλής. Για να µείνουµε πιστοί στην ιδιοσυγκρασία µας, φροντίσαµε όλη – µα όλη – η πόλη να ασχολείται µε το κυνήγι του φθηνού. Πλέον, το σηµείο G της πώλησης είναι το φθηνό. Το ανησυχητικό είναι ότι η ποιότητα του κρασιού δεν παίζει κανέναν ρόλο, όπως δεν έπαιζε και στην προ κρίσης εποχή. Το ηδονιστικό σηµείο στην παρούσα ιστορία είναι η στιγµή της άφιξης ενός χαµηλού λογαριασµού. Την εποµένη έχουµε να περηφανευόµαστε στους φίλους µας για τη σωστή επιλογή µας. Τα οινοποιεία από την πλευρά τους αντιλαµβάνονται ότι δεν υπάρχει ζήτηση για την ακριβή κατηγορία και λανσάρουν φθηνότερες επιλογές. Βέβαια, επικεντρώνοντας το βλέµµα µας µόνο στα ταµπελάκια των τιµών, θα συνειδητοποιήσουµε ότι οι πιο χαµηλές ανήκουν σε κρασιά από τη Χιλή, την Ιταλία, τη Νότια Αφρική. Το ότι ένα κρασί που έχει ταξιδέψει από την άλλη άκρη του Ατλαντικού κοστίζει δραµατικά λιγότερο από το αντίστοιχο ελληνικό πρέπει να µας ανησυχεί.
Καλές οι υπερβολές, αλλά νοµίζω ότι πρέπει να βάλουµε τα πράγµατα στη θέση τους. Κάθε προϊόν, στη δική µας περίπτωση κάθε κρασί, έχει την τιµή που του αρµόζει ή, διαφορετικά, έχει την τιµή που αντιστοιχεί στα ποιοτικά-γευστικά χαρακτηριστικά του. Υπήρξαν κάποιες εξαιρέσεις κρασιών που υπερτιµήθηκαν, αλλά αργά ή γρήγορα το σύστηµα τα απέβαλε. Υπάρχουν φθηνά κρασιά και κρασιά µε σωστή σχέση ποιότητας – τιµής, χωρίς να πρόκειται απαραίτητα για την ίδια κατηγορία. Κάποτε ο Επίκουρος είχε γράψει για τη Σπονδή, το καλύτερο (και ακριβότερο µοιραία) ελληνικό εστιατόριο, πως είχε την καλύτερη σχέση ποιότητας – τιµής. Αν σκεφτεί κανείς πως για ένα ποιοτικά αντίστοιχο γεύµα στο Παρίσι θα πληρώσουµε τουλάχιστον τα διπλάσια χρήµατα, είχε πολύ δίκιο. Στο χέρι µας είναι να ξεκαθαρίσουµε ποια θα είναι τα καθηµερινά µας κρασιά, ποια θα συντροφεύουν το τραπέζι της Κυριακής, την επέτειο ή το πάρτι µε δεκάδες καλεσµένους.
Κοινή λογική
Σε δεύτερο βαθµό θα βοηθήσει να προσδιορίσουµε τις γευστικές προτιµήσεις µας και να τις διαχωρίσουµε από το πεδίο τιµής. Εχω παρατηρήσει ότι όσες φορές αποφασίζουµε µε µοναδικό κριτήριο την τιµή, το αποτέλεσµα είναι µέτριο. Το παράδειγµα της λαϊκής αγοράς µε βοηθάει να γίνω πιο κατανοητός: αν πάµε νωρίς το πρωί, θα βρούµε καλή πρώτη ύλη και θα την ευχαριστηθούµε στο τραπέζι µας. Αν, διαφορετικά, ακολουθήσουµε το δέλεαρ της µισής τιµής και πάµε στο κλείσιµο, τα φρούτα που θα πάρουµε θα είναι ιδανικά για κοµπόστα. Οπως έλεγαν και οι παλιοί σερβιτόροι του λιµανιού, «µε ένα χιλιάρικο δεν γίνεται να δούµε και τη Μαρινέλλα».
Ολοι ως επαγγελµατίες είχαµε υπάρξει υπερτιµηµένοι και τώρα στωικά παρακολουθούµε τα πάντα να καταρρέουν. Πιστεύω πως συµβαίνει ό,τι ακριβώς µας αξίζει. Ευελπιστώ στο άµεσο µέλλον να προστεθούν και αξίες.