Δύο θεαματικές αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις πραγματοποίησαν την περασμένη εβδομάδα οι ειδικές μονάδες του αμερικανικού Ναυτικού, εκείνες που εξόντωσαν τον Ομπάμα μπιν Λάντεν στο Πακιστάν. Στη μία είχαν επιτυχία, στην άλλη όχι. Μια ομάδα SEAL «διείσδυσε» στην Τρίπολη της Λιβύης και απήγαγε από το σπίτι του τον φερόμενο αρχηγό της τοπικής Αλ Κάιντα. Η δεύτερη κατέληξε σε φιάσκο. Ανδρες της ειδικής μονάδας αποβιβάστηκαν σε μια ακτή της Σομαλίας για να συλλάβουν τον αρχηγό της τρομοκρατικής οργάνωσης Αλ Σαμπάαμπ, ο οποίος, σύμφωνα με πληροφορίες που είχε η Ουάσιγκτον, είχε εκεί το καλά οχυρωμένο στρατηγείο του. Αποδείχθηκε όμως ότι ούτε στρατηγείο υπήρχε ούτε φυσικά ο αρχιτρομοκράτης. Το πρόβλημα για την Ουάσιγκτον δεν είναι η αποτυχία της δεύτερης επιχείρησης. Είναι πολύ σημαντικότερο. Ερωτήματα διατυπώθηκαν στο Κογκρέσο αλλά και σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες: Με ποιο δικαίωμα αμερικανικές δυνάμεις εισβάλλουν σε μια ξένη χώρα χωρίς όχι μόνο να πάρουν την άδειά της αλλά ούτε καν να την έχουν ενημερώσει εκ των προτέρων; Με ποιο δικαίωμα οι Ηνωμένες Πολιτείες παραβιάζουν τα σύνορα μιας χώρας χωρίς αυτή να τις προκαλέσει; Το γεγονός ότι στη Λιβύη επικρατεί κυβερνητικό χάος και ότι η Σομαλία δεν έχει καν κυβέρνηση επί δύο και πλέον δεκαετίες «δεν δικαιολογεί ενέργειες οι οποίες αποτελούν σοβαρότατη παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου (…) και δεν μπορούν να μένουν ατιμώρητες», γράφει η ιστοσελίδα του «The Diplomat». Το σχετικό σημείωμα αποκαλύπτει ότι η κυβέρνηση του Πακιστάν –στο οποίο οι Αμερικανοί εισέβαλαν για τον Μπιν Λάντεν –μελετά τρόπους «να φέρει σε διεθνή fora» το γεγονός και να ζητήσει ικανοποίηση. Δεν αποκλείεται και η Λιβύη να κάνει κάτι τέτοιο, αλλά επί του παρόντος το ζήτημα απασχολεί μόνο think tanks και στελέχη επιτροπών του Κογκρέσου.
Οι επιχειρήσεις όμως στη Λιβύη και στη Σομαλία αναθέρμαναν τις συζητήσεις για την αντιτρομοκρατική στρατηγική της Αμερικής και για την πολιτική της κυβέρνησης Ομπάμα στον αραβικό και, γενικότερα, στον μουσουλμανικό κόσμο. Αποτυχία. Αυτή είναι η συλλογική αποτίμηση μιας εκστρατείας-«σταυροφορίας», όπως την ονόμασε ο Τζορτζ Μπους, χαρακτηρισμός που έδωσε τροφή στους τζιχαντιστές και κινητοποίησε εναντίον της Δύσης μυριάδες μουσουλμάνους από τη Μεσόγειο ως την Ινδονησία. Το «New Yorker» (8/10) υπολόγισε ότι από την αρχή της εκστρατείας τον Σεπτέμβριο του 2001 ως τον περασμένο Μάιο έχουν σκοτωθεί περισσότεροι από 220.000 άνθρωποι –οι 14.000 και πλέον των αμερικανικών δυνάμεων –και ότι έχει κοστίσει στην Αμερική πάνω από 880 δισ. δολάρια.
Αναζητείται λοιπόν κάποια διέξοδος, κάποια νέα αντιτρομοκρατική στρατηγική, και μάλιστα το ταχύτερο, καθώς μετά την αποχώρηση των Αμερικανών από το Αφγανιστάν από τον ερχόμενο Φεβρουάριο θα έχουμε έξαρση της τρομοκρατίας. Ιδέες συζητούνται στο ένα και στο άλλο think tank της Αμερικής και στα «εργαστήρια σκέψης» της Βρετανίας για μια νέα αντιτρομοκρατική
«πολιτική ασφαλείας» – ο όρος είναι του αμερικανού αντιπροέδρου
Τζο Μπάιντεν -, αλλά καμία δεν ικανοποιεί εκείνους που πραγματικά γνωρίζουν την κατάσταση.
«Χρειάζονται θάρρος, φαντασία και μεγάλη υπομονή για να διατυπωθεί κάτι το διαφορετικό» τονίζει ο
Τζέρεμι Γκόλντμαν, πρώην πράκτορας της CIA στη Μέση Ανατολή, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ούτε πολιτικό θάρρος δείχνουν εκείνοι που ανέλαβαν να σχεδιάσουν τη νέα πολιτική ούτε φαντασία
«μπορεί να περιμένει κανείς από τους στρατιωτικούς». Κάποιες ιδέες που έφθασαν στη δημοσιότητα και, τυπικά τουλάχιστον, φαίνεται να έχουν την υποστήριξη της κυβέρνησης Ομπάμα έγιναν δεκτές με ειρωνικά μειδιάματα από τους επαΐοντες. Πριν από λίγες ημέρες οι υπουργοί Εξωτερικών Αμερικής και Τουρκίας κκ.
Κίρι και
Νταβούτογλου ανήγγειλαν τη συγκρότηση ενός παγκόσμιου Αμερικανο-Τουρκικού Ιδρύματος (GFCER), το οποίο, με χρήματα ιδιωτών και κρατικές ενισχύσεις, θα χρηματοδοτήσει έρευνες που θα έχουν στόχο
«τη στήριξη μετριοπαθών μουσουλμανικών οργανώσεων οι οποίες θα μπορούν να ενισχύσουν ιδεολογικά εκείνους που είναι αντίθετοι στις εξτρεμιστικές ιδέες».
Οργανώσεις
Δεκάδες οι πυρήνες ισλαμιστών στην Ευρώπη
Τζιχαντιστές, ομάδες της (ιδιαίτερα σκληρής) Αλ Σαμπάαμπ, ισλαμιστές από μη αραβικές χώρες, εξτρεμιστές της ομάδας Μπόκο Χαράμ, δογματιστές μουσουλμάνοι έχουν επιβληθεί πολιτικά και, κυρίως, ιδεολογικο-δογματικά σε όλον τον μουσουλμανικό κόσμο, με εξαίρεση την Τουρκία, το Μαρόκο και ίσως μια-δυο άλλες ασιατικές χώρες. Η βρετανική υπηρεσία ασφαλείας υπολογίζει «με πιθανότητα λάθους 10%» ότι στη Δυτική Ευρώπη λειτουργούν κρυφά 60-70 ομάδες πιστών ισλαμιστών έτοιμες «να κινηθούν προς κάθε κατεύθυνση ευθύς μόλις διαταχθούν». Η αντίστοιχη αμερικανική υπηρεσία ισχυρίζεται δημόσια ότι έχουν εκμηδενιστεί οι πάσης λογής «επιθετικοί μουσουλμάνοι» («aggressive muslims»), όμως οι ίδιες πηγές, εμπιστευτικά, ομολογούν ότι μονάδες ισλαμιστών και άλλες παρόμοιες οργανώσεις υπάρχουν ιδιαίτερα στις μεσοδυτικές Πολιτείες και στα πανεπιστήμια των ανατολικών ακτών της Αμερικής.
Τραγικό δείγμα της αποτυχίας της αντιτρομοκρατικής στρατηγικής της Αμερικής είναι ο μακρύς κατάλογος των νεκρών του Σεπτεμβρίου: Κένυα 88 νεκροί (οι 41 ανήλικα παιδιά), Σομαλία 32, Πακιστάν 144 (οι 61 σε προτεσταντική εκκλησία της Πεσάβαρ), Νιγηρία 61 (οι 40 σπουδαστές κολεγίου), Υεμένη 42, Ζανζιβάρη 11 (οι 4 κληρικοί ή μέλη της Καθολικής Εκκλησίας). Αν προστεθούν οι νεκροί του μήνα στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν από επιθέσεις αυτοκτονίας είτε επιδρομές τζιχαντιστών κ.λπ., οι νεκροί –σχεδόν όλοι αθώοι και παιδιά είτε άνδρες μεγάλης ηλικίας –ξεπερνούν τους 1.230. Μόνο στο Ιράκ, όπου υποτίθεται ότι η εξόντωση του Σαντάμ Χουσεΐν και της κλίκας του θα έφερνε την ειρήνη και τη δημοκρατία, καταγράφηκε ο μεγαλύτερος τα τελευταία πέντε χρόνια αριθμός νεκρών σε έναν μήνα: 939. Και ας μην ξεχνάμε τη Συρία, όπου ο αριθμός των νεκρών παραμένει άγνωστος.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ