«Και τώρα, τι;». αυτό το ερώτημα αποτελεί το κεντρικό θέμα της 4ης Μπιενάλε της Αθήνας που άνοιξε τις πύλες της στις 29 Σεπτεμβρίου, στο κτίριο της Εθνικής Τράπεζας στη Σοφοκλέους, το οποίο φιλοξενούσε μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2007 το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Οι διοργανωτές της έκθεσης, που φέρει τον τίτλο AGORA, «προκάλεσαν» τους 70 καλλιτέχνες που μετέχουν στην Μπιενάλε να προσεγγίσουν εικαστικά ένα ερώτημα το οποίο θέτουν εναγωνίως όλοι οι Ελληνες. Ωστόσο, το παλαιό Χρηματιστήριο Αθηνών, ο χώρος που μέχρι και πριν από έξι χρόνια αποτελούσε την καρδιά της ελληνικής επιχειρηματικότητας, έχει να δώσει τη δική του απάντηση-εκδοχή στο ερώτημα «Και τώρα, τι;».
Για όσους δεν το γνωρίζουν, η 4η Μπιενάλε της Αθήνας λειτουργεί Τρίτη-Παρασκευή, από τη 1.00 το μεσημέρι μέχρι τις 9.00 το βράδυ, και Σάββατο και Κυριακή, από τις 10.00 το πρωί ως τις 10.00 το βράδυ. Εγώ δεν το γνώριζα. Και επέλεξα να επισκεφθώ το ιστορικό κτίριο της Σοφοκλέους τη Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου, ημέρα που το ελληνικό Χρηματιστήριο συμπλήρωσε 137 χρόνια από την ίδρυσή του. Θεώρησα ότι οι διοργανωτές της έκθεσης θα ήταν ενήμεροι ότι το Χρηματιστήριο Αθηνών ιδρύθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1876 –επί κυβερνήσεως Κουμουνδούρου –και θα είχαν οργανώσει «ειδική γενέθλιο εορτή». Μετά λύπης διαπίστωσα πως δεν το γνώριζαν (όπως και ο φύλακας του κτιρίου που με υποδέχθηκε).
Το εσωτερικό του ιστορικού κτιρίου της οδού Σοφοκλέους –το οποίο επισκέφθηκα την επόμενη ημέρα –έχει πλέον απογοητευτική όψη, καθώς πρόκειται για έναν χώρο που έχει ουσιαστικά εγκαταλειφθεί από την ιδιοκτήτρια Εθνική Τράπεζα. Αλλά και οι παρεμβάσεις που έγιναν σε αυτό στο πλαίσιο της Μπιενάλε δεν είχαν σκοπό να αναδείξουν την ιστορικότητα του χώρου. Μάλλον τον υποβάθμισαν σκόπιμα για να αναδείξουν τα εκθέματα και τις σύγχρονες καλλιτεχνικές δημιουργίες (τις οποίες μπορούν να σχολιάσουν άλλοι συνάδελφοι, περισσότερο αρμόδιοι).
Σε κάθε περίπτωση, η προσοχή του αμύητου επισκέπτη στρέφεται αρχικά στον περιβόητο «κύκλο». Στο στρογγυλό κιγκλίδωμα όπου μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’90 οι χρηματιστές συγκεντρώνονταν και κραύγαζαν –με όση δύναμη φωνής διέθεταν –προκειμένου να αγοράσουν και να πουλήσουν τις μετοχές των πελατών τους. Ακολούθως, το βλέμμα εγκλωβίζει ο μεγάλος ηλεκτρονικός πίνακας όπου αναγράφονταν οι συναλλαγές. Ο πίνακας αυτός έχει τη δική του ιστορία, καθώς γνώρισε «δόξες» –με όλη την προσοχή να στρέφεται επάνω του –την περίοδο της ανοδικής έκρηξης του Χρηματιστηρίου 1991-2007. Στον ηλεκτρονικό αυτόν πίνακα αποτυπώνονται ακόμη οι τιμές της τελευταίας συνεδρίασης του Χρηματιστηρίου στη Σοφοκλέους 8-10, πριν από τη μετακόμιση δηλαδή του ΧΑΑ στο κτίριο της λεωφόρου Αθηνών, τον Δεκέμβριο του 2007.
Ο χώρος του παλαιού Χρηματιστηρίου είναι διδακτικός. Σου υπενθυμίζει ότι το Χρηματιστήριο (όπως και οποιαδήποτε αγορά) δεν αντανακλά ποτέ την «πραγματική» αξία των αντικειμένων που διαπραγματεύονται σε αυτό. Αντανακλά την αντίληψη των επενδυτών για τις αξίες αυτές. Σήμερα, που η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία και στην ελληνική επιχείρηση είναι κλονισμένη, οι αξίες δεν μπορεί παρά να είναι απαξιωμένες. Ωστόσο, όταν αρχίσει η ανάκαμψη, η αντίληψη των επενδυτών για τις εταιρείες και τις μετοχές τους σταδιακά θα βελτιώνεται. Υπάρχει μια σημαντική προϋπόθεση. Να εξακολουθήσουν να διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο οι μετοχές μεγάλων επιχειρήσεων ικανών να προσφέρουν στο μέλλον αξία στους μετόχους τους.
Την τελευταία πενταετία μεγάλες και σημαντικές εταιρείες επέλεξαν να εγκαταλείψουν το χρηματιστήριο, καθώς δεν ήταν σε θέση να αντλήσουν μέσω αυτού τα κεφάλαια που είχαν ανάγκη. Δεν είναι τυχαίο ότι, με εξαίρεση τις αυξήσεις κεφαλαίου της Alpha Bank, της Εθνικής Τράπεζας και της Τράπεζας Πειραιώς, το σύνολο των αυξήσεων κεφαλαίου που έχουν επιχειρηθεί μέσω ΧΑΑ καλύφθηκε από τους ίδιους τους βασικούς μετόχους ή με τη βοήθεια στρατηγικών επενδυτών. Δηλαδή όχι από τους μικροεπενδυτές (αποταμιευτές), το διαθέσιμο εισόδημα των οποίων βρίσκεται υπό τη μέγκενη των φόρων και δεν μπορεί να αξιοποιηθεί για επενδύσεις.
«Και τώρα, τι;». Η απάντηση του Χρηματιστηρίου είναι ξεκάθαρη. Η ανάκαμψη, αργά ή γρήγορα, θα έρθει. Αλλά για να επιταχυνθεί, θα πρέπει να υπάρξουν επενδύσεις, δημόσιες ή ιδιωτικές, και δεδομένα επίπεδα ρευστότητας. Οσο οι προϋποθέσεις αυτές καθυστερούν, εταιρείες, αλλά και ανθρώπινες μονάδες με μεγάλη παραγωγική άξια, είτε θα εγκαταλείπουν τη χώρα είτε θα απαξιώνονται εντός αυτής. Οπως συμβαίνει με το παλιό κτίριο του Χρηματιστηρίου Αθηνών.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ