Έπειτα από διαρκείς παλινωδίες, άπειρα λάθη στρατηγικής και ατέλειωτες θυσίες του ελληνικού λαού, τα δημόσια οικονομικά φαίνεται να περπατούν σε δρόμο διόρθωσης και εξυγίανσης.

Υπάρχουν πολλά στοιχεία πλέον που βεβαιώνουν ότι τα κρατικά ελλείμματα τείνουν να ελεγχθούν και βαθμηδόν να διαμορφώσουν σχετικά σταθερότερες βάσεις διαχείρισης των δημοσίων οικονομικών.
Ωστόσο ο έλεγχος των ελλειμμάτων δεν επαρκεί για να λύσει τα πολλά προβλήματα της χώρας. Οσο η ελληνική οικονομία βασανίζεται από αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του χρέους, από αβεβαιότητες για την ανάπτυξη και ανεπάρκειες του τραπεζικού συστήματος, οι συνέπειες της κρίσης δεν αμβλύνονται και στο βαθμό που διατηρηθούν θα υπονομεύσουν μεσοπρόθεσμα και την όποια πρόοδο στο δημοσιονομικό πεδίο.
Το ζήτημα για την ελληνική οικονομία δεν είναι απλώς να ελέγξει τα ελλείμματα και να μηδενίσει την ύφεση, αλλά να διαμορφώσει τις συνθήκες για ρυθμούς ανάπτυξης 3 – 4% ετησίως.
Μόνο έτσι ο έλεγχος των ελλειμμάτων θα διατηρηθεί στο χρόνο, η βιωσιμότητα του χρέους θα κερδηθεί και η οικονομία θα μπορέσει να καλύψει σταδιακά το κενό απασχόλησης,που εξουθενώνει, ακινητοποιεί ή διώχνει τις νεότερες γενιές,το καλύτερο δυναμικό εκτός της χώρας.
Αν η ελληνική οικονομία από την πολύχρονη ύφεση περάσει σε μια εξίσου μακρά στασιμότητα με ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 1% – 1,5%,το παιχνίδι είναι χαμένο.
Η μετάπτωση λοιπόν από τη μείωση των ελλειμμάτων σε μια ευρύτερη στρατηγική ανάπτυξης είναι πιο κρίσιμη από ποτέ.
Υπό αυτή την έννοια, η επαναρύθμιση του χρέους είναι κρίσιμη για βιωσιμότητά του. Οι συζητήσεις που γίνονται με τις Βρυξέλλες πρέπει να ενταθούν, ώστε γρήγορα να υπάρξει ανάσα και διέξοδος προς τις αγορές.
Κακά τα ψέματα, αυτή την ώρα η Ελλάδα βασανίζεται από έλλειψη χρηματοδοτικών πόρων, της λείπει το οξυγόνο που χρειάζεται για να μετατρέψει την μεγάλη προσαρμογή σε ευκαιρία ανάπτυξης.
Για να επανοικοδομηθεί πρέπει να επιλέξει τομείς, ζώνες, κλάδους,δραστηριότητες και να διευκολύνει τις επιχειρήσεις – συγχωνευόμενες, πωλούμενες ή αναδιαρθρωμένες – να επανατοποθετηθούν στις νέες συνθήκες.
Μόνο που κάτι τέτοιο δεν γίνεται με ένα τραπεζικό σύστημα δεσμευμένο, που αυτή την ώρα κάθεται πάνω σε περίπου 70 – 80 δισ. ευρώ προβληματικά δάνεια, τα οποία κωλύεται να χειρισθεί με τρόπο δυναμικό, όπως οι περιστάσεις επιβάλλουν.

Κι αυτό γιατί στις τάξεις του τραπεζικού συστήματος επικρατούν ενοχικά σύνδρομα, τα οποία δεν επιτρέπουν την απαιτούμενη ευελιξία και τον δυναμισμό που η αναδιάρθρωση επιβάλλει. Είναι αντικειμενικώς δύσκολο εκείνοι που έδωσαν τα δάνεια να επιτελέσουν το έργο της αναδιάρθρωσης.

Οι καιροί απαιτούν νέα σχήματα διαχείρισης των προβληματικών δανείων και νέους εξειδικευμένους οργανισμούς που θα είναι ικανοί να χειρισθούν δημιουργικά την προβληματικότητα του ιδιωτικού τομέα.

Αυτή τη στιγμή κρίσιμοι τομείς της οικονομίας, όπως η χαλυβουργία, οι ιχθυοκαλλιέργειες, η ακτοπλοία, τα ξενοδοχεία, το λιανεμπόριο ρούχων, υποδημάτων και γενικώς οι τομείς των υπηρεσιών φυτοζωούν στην κυριολεξία.

Είναι υπερδανεισμένοι κλάδοι, οι δουλειές είναι περιορισμένες, η χρηματοδότηση ανεπαρκής και η αναδιάρθρωση ανύπαρκτη ή στην καλύτερη περίπτωση βραδεία. Καλώς ή κακώς οι Τράπεζες δεν μπορούν να την επιτύχουν μόνες τους. Και αν την επιχειρήσουν θα την κάνουν αργά και διστακτικά.

Στις συνθήκες αυτές, χρειάζονται ταχύτατα ριζοσπαστικές επιλογές, οι μόνες ικανές να προσφέρουν την αναπτυξιακή στρατηγική που δεν έχει η χώρα.

Η αναζήτηση διεθνών επενδυτών είναι επιβεβλημένη, αλλά μη επαρκής. Χωρίς διαδικασίες ταχείας αναδιάρθρωσης και μεταρρύθμισης του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα δεν πρόκειται να υπάρξουν δυναμικές ανάπτυξης.

Με άλλα λόγια η επιλογή αναπτυξιακής στρατηγικής είναι επιβεβλημένη. Τώρα είναι η ώρα των μεγάλων επιλογών και των δυναμικών αποφάσεων. Αν δεν τις λάβει η χώρα οργανωμένα και συντεταγμένα η ευκαιρία θα χαθεί.