Οι ελληνικές πολιτικές εξελίξεις δεν παύουν να εκπλήσσουν τους ευρωπαίους εταίρους της Αθήνας. Και τα όσα συνέβησαν τις τελευταίες δύο εβδομάδες, αρχικά με την καταιγίδα των συλλήψεων βουλευτών της Χρυσής Αυγής και την επικοινωνιακή υπερπροβολή τους, αλλά και με τον αιφνιδιασμό που προκάλεσε η αποφυλάκιση τριών εξ αυτών, δεν θα μπορούσαν να γεννήσουν παρά απορίες και έκπληξη.
Αρκούσε να βρεθεί κανείς στον κήπο της οικίας του γερμανού πρέσβη το βράδυ της περασμένης Τετάρτης, στη δεξίωση για τη γερμανική επανένωση, ώστε να καταλάβει τη σύγχυση όσων παρακολουθούν τα τεκταινόμενα, αλλά και την ανησυχία τους για το πώς αυτά μπορούν να επηρεάσουν την πολιτική σταθερότητα, σε μια στιγμή που η Ελλάδα έχει στραμμένο το βλέμμα στη «μεγάλη διαπραγμάτευση» του προσεχούς Απριλίου για το χρέος.
Οσοι συνομιλούν με ξένους διπλωμάτες στην Αθήνα αλλά και με κοινοτικές πηγές στις Βρυξέλλες γνωρίζουν πόσο αρνητική εντύπωση είχε αφήσει η ανοχή με την οποία το ελληνικό πολιτικό σύστημα, έστω και όχι στην ολότητά του, στεκόταν έναντι του νεοναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής. Στους κόλπους του Συμβουλίου της Ευρώπης είχε αρχίσει μάλιστα να κυοφορείται η ιδέα να μπει η Ελλάδα σε ένα πρόγραμμα παρακολούθησης για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι ιδέες αυτές φαίνεται ότι αποκρούστηκαν εν τη γενέσει τους κατόπιν συντονισμένων κινήσεων από το υπουργείο Εξωτερικών. Είναι όμως ενδεικτικές της ατμόσφαιρας και της εικόνας που είχε δημιουργηθεί διεθνώς για τη χώρα μας.
Για τους λόγους αυτούς, η απόφαση της κυβέρνησης να κινηθεί αποφασιστικά ώστε να καταπολεμήσει τη Χρυσή Αυγή έγινε ευμενώς δεκτή. Ωστόσο την αρχική ικανοποίηση διαδέχθηκε ένα μούδιασμα, κυρίως λόγω των γεγονότων του περασμένου Σαββάτου. Σύμφωνα με ευρωπαίους διπλωμάτες, οι συλλήψεις εκλεγμένων βουλευτών ενός πολιτικού κόμματος προκάλεσαν ήπιες μεν, αλλά αρνητικές αντιδράσεις. «Εμοιαζε σαν να συλλαμβάνονται βουλευτές του Εθνικού Μετώπου της Λεπέν, που είναι αυτή τη στιγμή το τρίτο σε δύναμη κόμμα στη Γαλλία» λέει κοινοτικός αξιωματούχος με τον οποίο συνομίλησε «Το Βήμα», υπό καθεστώς ανωνυμίας λόγω της ευαισθησίας του ζητήματος. Η άποψη που υπάρχει στην Ευρώπη, όπου τα ακροδεξιά κόμματα καλπάζουν στις εκλογικές αναμετρήσεις, είναι ότι η αντιμετώπισή τους πρέπει να γίνεται με ιδεολογικούς και όχι με κατασταλτικούς όρους.
Η ποινική πτυχή της δραστηριότητας ακόμη και κορυφαίων στελεχών της Χρυσής Αυγής, η οποία άρχισε να αποκαλύπτεται σταδιακά μετά το τραγικό περιστατικό της Αμφιάλης, περιόρισε τις αντιδράσεις. Ωστόσο κρίσιμο για τους έξωθεν παρατηρητές ήταν το στοιχείο της ισχυρής νομικής βάσης για τη σύλληψη βουλευτών. Αυτό άλλωστε έθιξε ο επικεφαλής της ομάδας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Χάνες Σβόμποντα. Το ίδιο ζήτημα απασχόλησε και γνωστά μέσα ενημέρωσης του εξωτερικού, όπως τους «Financial Times».
Σύμφωνα μάλιστα με τον γνωστό αρθρογράφο της βρετανικής εφημερίδας Γκίντεον Ράχμαν, με τον οποίο επικοινώνησε «Το Βήμα», «η Χρυσή Αυγή είναι μια απαίσια οργάνωση και αν οι εισαγγελείς μπορούν να αποδείξουν τις υποθέσεις εναντίον της, θα έχουν κάνει σημαντική δουλειά. Αναμφισβήτητα όμως είναι σημαντικό οι κατηγορίες να είναι πραγματικές, συγκεκριμένες και καλά στοιχειοθετημένες. Σε διαφορετική περίπτωση», προσθέτει, «η Χρυσή Αυγή θα μπορεί να υποστηρίξει ότι είναι το θύμα μιας βεντέτας που άνοιξε το κατεστημένο».
Η αποφυλάκιση των τριών βουλευτών της Χρυσής Αυγής την περασμένη Τετάρτη φάνηκε να επιβεβαιώνει ακριβώς αυτές τις ανησυχίες. Διπλωμάτης μεγάλης ευρωπαϊκής χώρας εκμυστηρευόταν σε συνομιλητή του το ίδιο βράδυ ότι «αν αφήσουν ελεύθερο και τον Μιχαλολιάκο, τότε θα πρόκειται για μεγάλο φιάσκο της κυβέρνησης». Το αρνητικό κλίμα είχε εισπράξει στις Βρυξέλλες, όπου βρέθηκε την περασμένη Τετάρτη για να παρουσιάσει μέρος των προτεραιοτήτων της ελληνικής Προεδρίας της ΕΕ, και ο έλληνας υπουργός Δικαιοσύνης κ. Χαρ. Αθανασίου. Σύμφωνα με πληροφορίες, έγινε δέκτης κριτικής τόσο από κοινοτικούς αξιωματούχους όσο και από έλληνες ευρωβουλευτές όλων των κομμάτων.
Το ερώτημα που απασχολεί εντονότατα ευρωπαϊκούς κύκλους είναι πώς θα επηρεάσει η ιστορία της Χρυσής Αυγής το πολιτικό σκηνικό. Μπορεί τα σενάρια πρόωρων εκλογών να έχουν καταλαγιάσει, ωστόσο τα ερωτήματα παραμένουν. Πόσο θα επηρεαστεί η δημοσκοπική απήχηση της Χρυσής Αυγής; Είναι διατεθειμένη η ελληνική Πολιτεία να αντιμετωπίσει με συντονισμένο τρόπο ακροδεξιές συμπεριφορές ή όσα γίνονται έχουν ως κινητήριο δύναμη μόνο ψηφοθηρικούς λόγους; Και πού θα μπορούσαν να κατευθυνθούν οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής σε ενδεχόμενη εκλογική αναμέτρηση;
Παράλληλα, και αυτό είναι κάτι που ουδείς πρόκειται να ομολογήσει ποτέ δημοσίως, δυσφορία προκαλεί η στάση συγκεκριμένων συμβούλων και συνεργατών του ίδιου του Πρωθυπουργού, ιδιαίτερα δε των κκ. Τ. Μπαλτάκου και Χρ. Λαζαρίδη, οι οποίοι χαρακτηρίζονται «υπερβολικοί», ενίοτε δε και «ακραίοι» στις απόψεις τους. Θεωρίες όπως αυτή περί των δύο άκρων προκαλούν μάλλον θυμηδία σε ξένους διπλωματικούς κύκλους των Αθηνών, παρά τα σχόλια των ιδίων περί του αδιεξόδου στρατηγικής που εμφανίζεται να παρουσιάζει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ και της αδυναμίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης να εμφανιστεί ως αξιόπιστη εναλλακτική λύση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ