Ο κ. Αλ. Τσίπρας είναι πλέον επίσημος συνομιλητής σε κάποια έστω από τα ευρωπαϊκά πολιτικά κέντρα. Την ίδια στιγμή στην Ελλάδα καλείται να αντιμετωπίσει μια σοβαρή εκκρεμότητα: να διατυπώσει μια σαφή απάντηση στην πρόκληση που διατυπώνεται από την πλευρά του κυβερνητικού συνασπισμού και που τον περιγράφει ως επικεφαλής ενός ακραίου πολιτικού σχηματισμού με βάση τη γνωστή θεωρία των άκρων. Σε αυτό το σκηνικό ευρωπαϊκές πηγές μεταδίδουν την εντύπωση ότι έχουν απέναντί τους έναν «Τσίπρα του σαλονιού». Κάποιοι όμως ακόμη και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ επιμένουν ότι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα πρέπει κατά προτεραιότητα να δώσει τη διαρκή «μάχη του μπαλκονιού». Η προηγούμενη εβδομάδα ήταν αποκαλυπτική για το πώς ο κ. Τσίπρας υπηρετεί τη διπλή αυτή «αποστολή» του. Με φόντο την εξέλιξη της υπόθεσης της Χρυσής Αυγής (και τις μεταπτώσεις των διαθέσεων και των εκτιμήσεων στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό) ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ, ευρισκόμενος επί τριήμερο στις Βρυξέλλες, επέμενε να μιλάει για την ανάγκη αντιμετώπισης του φασισμού και να χρησιμοποιεί κώδικες μετριοπάθειας ανάλογους με εκείνους των συνομιλητών του – μεταξύ αυτών ο σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κ. Μάρτιν Σουλτς και ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας των Δημοκρατών και Σοσιαλιστών κ. Χάνες Σβόμποντα. «Θετική εξέλιξη» χαρακτήριζε με κάθε ευκαιρία ο κ. Τσίπρας τις συλλήψεις των στελεχών της Χρυσής Αυγής αποφεύγοντας τους υψηλούς τόνους και προβαίνοντας σε προσεκτικά σχόλια για την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό κ. Αντ. Σαμαρά, τον οποίο στο διάστημα που προηγήθηκε κατηγορούσε ούτε λίγο ούτε πολύ για σύμπλευση με τη Χρυσή Αυγή. Την ίδια στιγμή τα σχόλια του Γραφείου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ στην Αθήνα διατηρούσαν ανοιχτό το μέτωπο με την κυβέρνηση στη λογική ότι χωρίς ιδιαίτερη προθυμία εκ μέρους της και υπό την πίεση των εξελίξεων αναγκάστηκε να προχωρήσει στην αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής. Το επιτελείο του κ. Τσίπρα προσπαθεί κατόπιν αυτών να προετοιμαστεί για την επικείμενη αντιπαράθεση με την κυβέρνηση στο πεδίο της ακροδεξιάς έξαρσης. Εκτιμώντας με βεβαιότητα ότι θα κατηγορείται διαρκώς για καλλιέργεια ή υποδαύλιση ακραίων αντιδράσεων, από το περιβάλλον της Κουμουνδούρου διαμηνύεται πως δεν πρόκειται ο ΣΥΡΙΖΑ να προχωρήσει σε δηλώσεις αποκήρυξης ή να δώσει διαπιστευτήρια κοινωνικών φρονημάτων.

H συζήτηση στο εσωτερικό της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ανοιχτή και η προσπάθεια ελέγχου των αντιδράσεων ομάδων, πρώην συνιστωσών ή και μεμονωμένων στελεχών είναι σε εξέλιξη. Για τον λόγο αυτόν και ο ίδιος ο κ. Τσίπρας συγκάλεσε την ΚΟ του κόμματός του προτού αναχωρήσει για τις Βρυξέλλες την προηγούμενη Τρίτη και μεταξύ των άλλων απηύθυνε μια σαφή σύσταση-προειδοποίηση με φόντο τη «στρατηγική των άκρων»: «Ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο πρέπει να καταγγείλει αυτή τη στρατηγική αλλά και να διεκδικήσει ερείσματα στις υγιώς σκεπτόμενες δυνάμεις σε όλο το πολιτικό φάσμα» είπε χαρακτηριστικά ο κ. Τσίπρας και υπογράμμισε: «Οχι μόνο πρέπει να προετοιμαστεί για προβοκατόρικες ενέργειες αλλά να εργαστεί για να τις ακυρώσει. Να απομονώσουμε όσους δεν διστάζουν ακόμη και τον διχασμό προκειμένου να μείνουν στην εξουσία. Και να αποτελέσουμε εγγύηση της ομαλότητας και της σταθερότητας για τη μεγάλη δημοκρατική πλειοψηφία του λαού μας».

Πολλές διαφορετικές αποχρώσεις συνθέτουν την ίδια στιγμή το ευρωπαϊκό προφίλ που επιχειρεί να καλλιεργήσει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι, για παράδειγμα, ενδεικτικό ότι κατά τη συνάντησή του με τον επικεφαλής των Σοσιαλιστών στο Ευρωκοινοβούλιο κ. Χάνες Σβόμποντα έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στις αναφορές του σε αυτό που οι ευρωπαίοι πολιτικοί λατρεύουν να ακούν και να επαναλαμβάνουν: «Οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα είναι απαραίτητες αλλά χρειάζονται συναίνεση» σημείωσε.
Στο παρασκήνιο των συναντήσεων του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ με τα στελέχη του σοσιαλιστικού χώρου στην Ευρώπη βρίσκεται η εικαζόμενη αναδιάταξη των δυνάμεων στο Ευρωκοινοβούλιο, με το βλέμμα στραμμένο στις ευρωεκλογές του Μαΐου 2014. Εν όψει αυτών ο ΣΥΡΙΖΑ και ο κ. Τσίπρας καθίστανται μεν συνομιλητές σε άλλη βάση, ενδέχεται όμως να εμπλακούν σε ένα πολύ σύνθετο πολιτικό παιχνίδι το οποίο είναι άγνωστο αν θα τους προσφέρει πλεονεκτήματα ή αν εν τέλει θα τους αφήσει «στα κρύα του λουτρού».
Εγκυρες πηγές από τις Βρυξέλλες αφήνουν να εννοηθεί πως η ομάδα των Σοσιαλιστών επιχειρεί να αποκτήσει όσο το δυνατόν περισσότερα ερείσματα και να κρατήσει ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με συγγενείς πολιτικές ομάδες εν όψει της εκλογής του νέου προέδρου της Κομισιόν από το επόμενο Ευρωκοινοβούλιο.
Υποψήφιος για τη θέση από την πλευρά των Σοσιαλιστών θα είναι ο σημερινός πρόεδρος του Κοινοβουλίου κ. Μάρτιν Σουλτς. Πιθανόν απέναντί του, έστω και με περιορισμένες πιθανότητες εκλογής, να είναι από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Αριστεράς ο κ. Τσίπρας. Ο πρόεδρος όμως θα εκλεγεί βάσει των αποτελεσμάτων των ευρωεκλογών και των συσχετισμών που θα προκύψουν…
Στο σημείο αυτό ξεκινούν οι περιπλοκές για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον πρόεδρό του.
Σύμφωνα με γερμανικές πηγές και δημοσιεύματα, ο κ. Σουλτς, τη στιγμή που θεωρεί καλοδεχούμενη τη στήριξη από ένα αριστερό κόμμα (εξ ου και οι προσεκτικές αναφορές του κατά της λιτότητας κτλ.), βρίσκεται σε μια παράλληλη συζήτηση με την κυρία Ανγκελα Μέρκελ και τους Χριστιανοδημοκράτες με γνώμονα και τον σχηματισμό κυβέρνησης στη Γερμανία. Εν ολίγοις, στο τραπέζι έχει βρεθεί η στήριξη εκ μέρους των Χριστιανοδημοκρατών προς τον Σοσιαλιστή κ. Σουλτς με «αντάλλαγμα» το τελικό «ναι» του SPD στον νέο μεγάλο συνασπισμό του Βερολίνου. Σε μια τέτοια περίπτωση ο κ. Τσίπρας ενδέχεται είτε να κατηγορηθεί ότι συνομιλούσε εν κενώ με έναν εκπρόσωπο της πολιτικής που ο ίδιος καταγγέλλει είτε ότι επιχείρησε σε παρασκηνιακό επίπεδο να επιτύχει αυτό για το οποίο τον κατηγορούν οι εσωκομματικοί αντίπαλοί του: να διαβεβαιώσει την Ευρώπη για τις διαθέσεις του και να ακυρώσει το προφίλ του «επικίνδυνου» για το ευρώ, τη συνοχή της Ενωσης κτλ.
Από την άλλη πλευρά, διαφαίνεται μια άλλη και πιθανώς σοβαρότερη περιπλοκή για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον επικεφαλής του. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και πληροφορίες, το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς θα επικυρώσει τον προσεχή Δεκέμβριο την υποψηφιότητα του κ. Τσίπρα για τη θέση του προέδρου της Επιτροπής. Κατόπιν αυτού, ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ θα κληθεί να ηγηθεί μιας πανευρωπαϊκής προεκλογικής εκστρατείας αποκτώντας βήμα και συνομιλητές σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ενωσης.
Αφότου όμως καταγραφούν τα αποτελέσματα, το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς έχει ήδη δείξει πως είναι ανοιχτό σε συζητήσεις και διαπραγματεύσεις για συνεργασίες απέναντι στο Λαϊκό Κόμμα, το οποίο την τελευταία δεκαετία εξέλεγε τους προέδρους της Επιτροπής.
Απαντώντας την προηγούμενη εβδομάδα στην ερώτηση (και έχοντας στο πλάι της τον κ. Τσίπρα) αν υπάρχει δυνατότητα σύμπραξης με τις δυνάμεις πέραν του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) ώστε να πάψει να έχει η Ευρώπη έναν πρόεδρο Επιτροπής που προέρχεται από το ΕΛΚ, η γερμανίδα επικεφαλής της ομάδας της Αριστεράς στο Ευρωκοινοβούλιο κυρία Γκαμπριέλε Τσίμερ απάντησε ως εξής: «Βεβαίως υπάρχει η δυνατότητα. Αλλάζουν οι σχέσεις και οι συσχετισμοί δυνάμεων στην Ευρώπη. Θα το δούμε αυτό τους προσεχείς μήνες, αλλά εμείς ως Ευρωπαϊκό Αριστερό Κόμμα οπωσδήποτε ως τον Δεκέμβριο θα ορίσουμε τη θέση μας για το πώς θα σταθούμε για να έχουμε έναν υποψήφιο, μία υποψήφια, για την Ευρωπαϊκή Αριστερά και βεβαίως θα προσδιορίσουμε και τη στρατηγική μας για τις ευρωεκλογές και τις προτάσεις μας για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επί τη βάσει και των αποτελεσμάτων των ευρωεκλογών».